Μετά από 5 μέρες, το 75ο Φεστιβάλ Καννών έχει ξεδιπλώσει ένα ομολογουμένως παράξενο πρόγραμμα στη φετινή του διοργάνωση. Καθώς περιμένουμε ακόμα να εμφανιστεί η όποια Μεγάλη Ταινία, τις εντυπώσεις ως τώρα έχει κλέψει ένα φιλμ για έναν γάιδαρο που ταξιδεύει σε κάθε άκρη της Πολωνίας(!) και μια σπαρταριστή αντι-καπιταλιστική σάτιρα γυρισμένη στην Εύβοια.
Έχουμε επίσης δυνατές ταινίες εκτός Διαγωνιστικού, από το Top Gun: Maverick ως την μεγάλη επιστροφή του σκηνοθέτη του Mad Max: Fury Road, με ένα ρομαντικό έπος φαντασίας. Και μέσα σε όλα αυτά, ίσως η ωραιότερη ταινία της διοργάνωσης ως τώρα είναι ένα γαλλικό δράμα όπου… δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα το αξιοσημείωτο; Πώς είναι δυνατόν;
Είπαμε, παράξενο το φετινό πρόγραμμα. Με το πρώτο πενθήμερο του Φεστιβάλ ήδη πίσω μας, πάμε να δούμε τι ταινίες έχουμε ξεχωρίσει, και γιατί αξίζει να τις έχεις στο ραντάρ σου. Καθώς και το πού και πότε μπορούμε να περιμένουμε να δούμε αυτά τα φιλμ στην Ελλάδα.
Triangle of Sadness
Τι πρέπει να ξέρεις: Παγκόσμια πρεμιέρα για την νέα ταινία του σουηδού Ruben Östlund, την πρώτη του αγγλόφωνη και την πρώτη του μετά τον Χρυσό Φοίνικα για το Τετράγωνο. Το Triangle of Sadness, που έχει γυριστεί στην παραλία Χιλιαδού της Εύβοιας, ακολουθεί μια πολυτελή κρουαζιέρα που καταλήγει στο ένα ευτράπελο μετά το άλλο, καθώς οι πλούσιοι επιβάτες υποφέρουν στα χέρια της φύσης και η κοινωνική ταξική διαστρωμάτωση ανατρέπεται με έναν τελείως απρόβλεπτο τρόπο.
Πρωταγωνιστεί ο Harris Dickinson ως αρσενικό μοντέλο που βρίσκεται στην κρουαζιέρα μαζί με την influencer/μοντέλα φίλη του, κι ο Woody Harrelson ως σοσιαλιστής καπετάνιος του πλοίου που δε θέλει και πολύ για να τα βροντήξει όλα.
Πώς είναι η ταινία: Είναι μια ταινία δίχως την παραμικρή λεπτότητα, που όμως χρησιμοποιεί τις αναμφίβολες παρατηρητικές ικανότητες και το στεγνό κωμικό timing του σκηνοθέτη, σαν όπλο διασκέδασης. Υπάρχει στην καρδιά του φιλμ μια κεντρική αναζήτηση, πάνω στο τι είναι τελικά αυτό που καθορίζει την κοινωνική μας ισχύ και το αν χωράνε αισθήματα στην ταξικότητα.
Χωρίς άλλες περιπλοκότητες, και μέσα από μια σειρά αυξανόμενης γελοιότητας (και απόλαυσης) γκαγκ, άλλοτε πνευματώδους κι άλλοτε απόλυτου σκατολογικού χιούμορ, ο Östlund ρίχνει τους πάμπλουτους θαμώνες στο έλεος της φύσης και αφήνει το κοινό να διασκεδάζει με ό,τι ακολουθεί.
Μακριά πια από την λεπτοδουλεμένη άσκηση ισορροπιών του Force Majeure, αλλά και χωρίς να προσπαθεί να πει τα πάντα για τα πάντα όπως στο (καλό, αλλά στουμπωμένο) Τετράγωνο, ο σουηδός σκηνοθέτης μοιάζει να βρίσκεται εδώ σε έναν χώρο μικρότερης καλλιτεχνικής φιλοδοξίας αλλά με κάτι το αναπολογητικό και άμεσο στο πώς πλασάρει τις ιδέες του ως μαζική διασκέδαση.
Όλη η μεσαία πράξη με το καταστροφικό δείπνο στο πλοίο είναι σα να βγήκε από λαϊκή αμερικάνικη κωμωδία των ‘80s και τα highlights δεν σταματούν να έρχονται– από μια βουτιά από τις σκάλες που είναι λες και βγήκε από το Jackass μέχρι μια ανταλλαγή πολιτικών τσιτάτων που καταλήγει σε μια απολαυστική ανατροπή στην τελευταία πράξη.
Στο φιλμ συνυπάρχουν σκηνές που στέλνουν το κοινό σε ξέσπασμα βροντερού γέλιου με αναπολογητικά χοντροκομμένο χιούμορ (ας πούμε πως τόσο ξερατό στις Κάννες δεν πρέπει να έχει ξαναϋπάρξει) οι οποίες τοποθετούνται δίπλα σε πνευματώδεις ανατροπές της κοινωνικής δυναμικής. Το «μπουαχαχαχαχα» πάει χεράκι-χεράκι με το «χμ! χεχ».
Ο Östlund θυσιάζει οπωσδήποτε κάτι από την ισορροπημένη, διακριτική εξερεύνηση ηθών και κοσμοθεωριών που συναντάμε σε προηγούμενες ταινίες του, όμως το Triangle of Sadness είναι κι έτσι μια ξεκάθαρα δική του ταινία.
Και πάλι σκαρφίζεται μια συνθήκη αφήνοντας τις συνέπειες να εξελιχθούν με τον σκηνοθέτη να κρατά τον ρόλο ενός παρατηρητή που τσιγκλάει τα αντικείμενά του για να δει πώς θα αντιδράσουν. Είναι πιο προφανές, πιο μονοκόμματο, αλλά ως διασκέδαση, λειτουργεί. Δεν περιμέναμε πως θα δούμε ταινία-ένοχη απόλαυση στις Κάννες, αλλά να, εδώ είμαστε.
Three Thousand Years of Longing
Τι πρέπει να ξέρεις: Η νέα ταινία του George Miller μετά το Mad Max: Fury Road, ένα απόλυτα προσωπικό πρότζεκτ που συνέγραψε με την κόρη του και το οποίο χρηματοδοτήθηκε (στην ουσία) με την υπόσχεση ενός νέου Mad Max κεφαλαίου. Πρωταγωνιστεί η Tilda Swinton στο ρόλο μιας μοναχικής γυναίκας που ειδικεύεται σε ιστορίες και αφηγήσεις, η οποία σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Κωνσταντινούπολη, ανακαλύπτει ένα τζίνι (Idris Elba) το οποίο πριν εκπληρώσει τρεις ευχές της, της αφηγείται την ιστορία της δικής του ύπαρξης.
Πώς είναι η ταινία: Για μια ακόμα φορά, μένουμε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στα μετα-αποκαλυπτικά οράματα του George Miller. Ο άνθρωπος που κάδραρε το άγχος για το τέλος του κόσμου μέσα από ιστορίες σαν το Mad Max μεν, αλλά και ιστορίες σαν το οικογενειακό δράμα Lorenzo’s Oil ή το παιδικό animation Happy Feet Two, προσεγγίζει ξανά την απόλυτη υπαρξιακή του αγωνία αλλά αυτή τη φορά με όχημα ένα τελείως διαφορετικό και απρόσμενο στόρι.
Ραχοκοκαλιά του φιλμ είναι η αλληλεπίδραση των δύο ηθοποιών που παίζουν τους χαρακτήρες τους σαν οντότητες έξω από τον χώρο και τον χρόνο. Είναι εγκλωβισμένοι σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, αλλά μοιάζουν να μην ανήκουν ποτέ και πουθενά. Το τζίνι μας ταξιδεύει σε περασμένους αιώνες και σε βασίλεια που έχουν χαθεί από τον χάρτη καθώς αφηγείται τις ιστορίες με τους χαμένους του έρωτες, σε μια συνεχιζόμενη αγωνιώδη αναζήτηση του Τέλειου Τέλους. «Όλες οι ιστορίες μας διδάσκουν πως οι τρεις ευχές πάντα κρύβουν κάποια παγίδα», λέει η Swinton.
Όμως κι η ζωή έτσι δεν είναι; Αν ξέρεις πως νομοτελειακά, τα πάντα θα καταλήξουν σε πόνο, σε απώλεια, σε κάτι το εγγενώς και αναπόδραστα ατελές, τότε τι σημαίνει το ότι συνεχίζουμε, πάντα, να προσπαθούμε. Κάθε νέα σχέση είναι, κάπου βαθιά, μια παρανοϊκή απόπειρα: «Αυτή τη φορά, εγώ, ξέρω πώς θα ξεγελάσω τη φύση».
Μέσα από προσωπικούς μύθους που συνομιλούν με ιστορικά και φαντασιακά έπη, μέσα από δημιουργία φανταστικών, επιβλητικών κόσμων που γεννιούνται και καταστρέφονται μέχρι να ολοκληρώσεις μια αφήγηση, ο Miller αναζητά κάτι το άπιαστο, κάτι το μεθυστικά ρομαντικό. Μέσα από μια απρόσμενη αφηγηματική δομή, επιχειρεί την προσέγγιση μεγάλων, κοσμογονικών ιδεών, με οδηγό πάντα την καρδιά και την περιέργεια. Και, φυσικά, πάνω από όλα: Τις ίδιες τις ιστορίες.
Top Gun: Maverick
Τι πρέπει να ξέρεις: Σίκουελ 36 χρόνια μετά, για την ταινία που «γέννησε την εποχή των μπλοκμπάστερ».
Πώς είναι η ταινία: Είναι η νέα Απόλυτη Dad Movie. Είναι κάπως φανταστική.Το εντυπωσιακό στο πώς είναι σχεδιασμένη η δράση και η ας πούμε «πλοκή» του Top Gun: Maverick είναι ότι οι εχθροί ποτέ δεν έχουν σώματα. Όσο μακριά από πολιτικό χρωματισμό θα μπορούσε ποτέ να είναι μια τέτοια ταινία, ρίχνει τους πιλότους-ήρωές της σε ένα σχέδιο όπου οι αντίπαλες μορφές δεν είναι παρά κάποια λιγοστά μαχητικά ή generic πιλοτικές φιγούρες. Σε αυτή του την εικονογραφικά αφηρημένη προσέγγιση, το Top Gun: Maverick αποτυπώνει πλήρως την συμβολική ιδέα των ηρώων που έχουν για αντίπαλο τίποτα άλλο παρά τον εαυτό τους.
L’Envol
Τι πρέπει να ξέρεις: Νέα ταινία για τον Πιέτρο Μαρτσέλο, τον μάγο πίσω από το αριστούργημα Martin Eden, μια από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων ετών. H μικρή κόρη ενός βετεράνου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σε ένα επαρχιακό χωριό της Γαλλίας, μεγαλώνει έχοντας για πάθος το τραγούδι και το βλέμμα μακριά, στον ορίζοντα. Μια προφητεία λέει πως μια μέρα ένας ξένος μάγος θα έρθει με τα φτερά του και θα την πάρει μακριά. Όταν εκείνος εμφανίζεται, αλλάζουν όλα. Όμως η προφητεία μπορεί να βγει αληθινή;
Πώς είναι η ταινία: Μακριά από την επική διάσταση του Martin Eden, ο Μαρτσέλο αφηγείται μια πολύ πιο ταπεινή, παραμυθένιας υφής ιστορία, δουλεύοντας και πάλι με υλικά φθαρμένα, χειροποίητα. Εμπλέκει αρχειακά υλικά με αισθητικά αβίαστο τρόπο στην εικόνα του, όμως ο τρόπος με τον οποίο τοποθετεί την ιστορία σε τόπο και εποχή έχει να κάνει πολύ περισσότερο με τους ανθρώπους– τα σκαμένα πρόσωπά τους, τα τραχιά χέρια τους, τις κατασκευές που φτιάχνουν σε μια στιγμή στο χρόνο λίγο πριν την μεγάλη τεχνολογική ανάπτυξη του 20ου αιώνα.
Τα πάντα σε αυτή την ταινία έχουν να κάνουν με αντικείμενα– χαραγμένα, δουλεμένα, κατασκευασμένα με ανθρώπινα χέρια και ανθρώπινη γνώση. Ακόμα κι ο μαγικός πρίγκιπας της προφητείας (του παραμυθιού) είναι ένας εξερευνητής και το μαγικό του -ας πούμε- άλογο είναι μια μηχανή. Από τα τεχνουργήματα στην καρδιά της ιστορίας μέχρι την φθαρμένη αφή του 16αριού φιλμ στο οποίο έχει γυριστεί, με τα χρώματα και το αναπαλαιωμένο υλικό αρχείου, ο Μαρτσέλο δημιουργεί και πάλι ένα παθιασμένο έργο πάνω στην αξία την ανθρώπινης εμπειρίας, όπως αυτή εκφράζεται από τα όσα χτίζουμε και αφήνουμε πίσω– μέχρι και στο σήμερα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κειμενικά απλή, παραμυθένια ιστορία λαμβάνει διαστάσεις και πέραν της χωροχρονικής της άγκυρας. Με το στόρι εκμοντερνισμένο με όλους τους σωστούς τρόπους και το αισθητικό του σύμπαν κυρίαρχο, ο Μαρτσέλο παραδίδει ένα γοητευτικό –αν και εξαιρετικά χαμηλών τόνων και προδιαγραφών– δεύτερο φιλμ μυθοπλασίας. Δεν στέκεται δίπλα στο Martin Eden, αλλά είναι ξεκάθαρα μια χειροτεχνία του ίδιου τεχνίτη. Κι είπαμε, αυτό σημαίνει κάτι.
One Fine Morning
Τι πρέπει να ξέρεις: Η σκηνοθέτης Μία Χάνσεν-Λοβ σκηνοθετεί τη Λέα Σεϊντού στο ρόλο της Σάντρα, μιας γυναίκα που πρέπει να διαχειριστεί την επιδείνωση μιας νευροεκφυλιστικής αρρώστις του πατέρα της, την ώρα που η συνάντηση με έναν παλιό της γνωστό φουντώνει ένα νέο πάθος.
Πώς είναι η ταινία: Αυτό που ακούγεται και, σε πρώτη ματιά, μοιάζει κιόλας με μια auto-generated γαλλική ταινία, με τους ευάερους, παλιομοδίτικα εστέτ χώρους στους οποίους κινούνται και ζουν, γεμάτους βιβλία στους τοίχους και γλυκίσματα στο τραπεζάκι για τους φιλοξενούμενους, κρύβει μέσα του ένα δραματικό κομψοχτέχνημα πάνω στο ίδιο το πέρασμα του χρόνου.
Η Σάντρα είναι μητέρα, είναι κόρη, είναι ερωμένη, είναι άλλοτε αποφασισμένη κι άλλοτε απεγνωσμένη, είναι ισχυρή και ανίσχυρη. Με τη συνδρομή μιας εκπληκτικής Σεϊντού που μοιάζει σαν ηθοποιό που βλέπουμε πρώτη φορά μπροστά μας καθώς πλάθει έναν φρέσκο χαρακτήρα από παντελώς συνηθισμένα και μπανάλ υλικά, η Σάντρα αποκτά διαστάσεις γνώριμα ανθρώπινες μέσα μια αποσπασματικά γραμμική αφήγηση. Η οποία δεν κουράζει ποτέ με exposition, δεν εστιάζει ποτέ στα διαδικαστικά, μεταπηδώντας με αξιοζήλευτο ειρμό από τη μία κατάσταση και τη μία εξέλιξη, στην επόμενη.
Η Χάνσεν-Λοβ έτσι οπτικοποιεί, υπό μία έννοια, την ίδια την αίσθηση της ζωής, όπου ακόμα και το κάθε τι κοσμογονικό μοιάζει στο τέλος σαν μια σειρά από snapshots της ίδιας μας της εμπειρίας. Στην ταινία της τα πάντα μοιάζουν πεζά και διόλου αξιοσημείωτα, κι όμως η εστίαση σε μια ηρωίδα και στον τρόπο που αντιδρά και αφουγκράζεται τα πάντα, μαζί με το ρυθμικό μοντάζ, τη διακριτική χρήση του κάδρου και ένα περίτεχνα ελλειπτικό σενάριο, έχουν ως αποτέλεσμα μια φιλμική αποτύπωση της ίδιας της εμπειρίας του να ζεις, να απορροφάς, να αντιδράς και –τελικά– να συνεχίζεις. Πάντα.
Πηγή: oneman.gr