ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: lace καλσόν, μίνι μαυρο φόρεμα και ankle boots
 

Road trip στο χωριό Βίκλα

Στην διαδρομή μας θα δούμε παραδοσιακά χωριά, σημεία θέας, φράγματα, περιβόλια, ξωκλήσια, θα ακούσουμε θρύλους και παραδόσεις, θα δούμε και θα χαρούμε πολλή Κύπρο.

ΑΝΤΡΟΣ ΣΚΑΛΙΣΤΗΣ

Το κείμενο είναι τμήματα της εκπομπής «Roadtrip.cy» στον Σπορ FM 95.

Είναι μια υπέροχη μέρα και θέλουμε να χαρούμε φύση, ομορφιές και θετική σκέψη, για αυτό σήμερα, δεν βιαζόμαστε. Να πούμε ότι η σημερινή μας διαδρομη είναι συνέχεια του σίριαλ κρασοχώρια. Σε προηγούμενα blog ξεκινήσαμε μια διαδρομή που θα μας έπαιρνε από Οδού, στην Ορά, Ακαπνού, Βίκλα, Κλωνάρι, Kελλάκι, Αρακαπά, Διερώνα, Καλό Χωριό, Άγιο Μάμα, Καπηλειό, Συκόπετρα. Τόσο καλά περάσαμε στην Οδού που δεν καταφέραμε να προχωρήσουμε περισσότερο. Σήμερα θα συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε στο προηγούμενο επεισόδιο, από την Οδού. Μαζί, η παρέα του roadtrip.cy, στην διαδρομή μας θα δούμε παραδοσιακά χωριά, σημεία θέας, φράγματα, περιβόλια, ξωκλήσια, θα ακούσουμε θρύλους και παραδόσεις, θα δούμε και θα χαρούμε πολλή Κύπρο.

Φεύγουμε λοιπόν, από τον εκδρομικό χώρο στην Οδού και πάμε προς Ορά. Έξι χιλιόμετρα, 10 λεπτά οδήγημα μέσα σε υπέροχη φύση. Ξεκινήσαμε με ψηλά βουνά και άγριους βράχους και τώρα οδηγούμε σε πιο πεδινά και ήπια τοπία. Καταπράσινοι λόφοι με καλλιέργειες που έχουν εγκαταλειφθεί και την θέση τους παίρνει σιγά σιγά το δάσος. Ελιές, χαρουπιές, λατζιές, μοσφιλιές, πεύκα και δρόμοι γεμάτοι στροφές, δρόμοι που τους απολαμβάνουμε.

Η Ορά πήρε το όνομα της από το αρχαίο ρήμα ορώ, που σημαίνει βλέπω. Η εξήγηση είναι το γεγονός ότι το τοπίο γύρω από το χωριό, σχεδόν προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι ημιορεινό, λόφοι δηλαδή, άρα από εδώ βλέπεις την θέα. Και αυτό, παλιά, σε πιο δύσκολους καιρούς, το να βλέπεις ποιος πλησιάζει το χωριό ήταν πολύτιμο, έσωζε περιουσίες αλλά και ζωές. Άρα Ορά. Η ύπαρξη της Οράς σαν χωριό, πάει τουλάχιστον πίσω στον Μεσαίωνα αφού καταγράφεται σε Μεσαιωνικό χάρτη. Ξεκίνησε σαν μικρό χωριό, το1831 φτάνει τους 400+ κατοίκους και στις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι την δεκαετία του 1950, φτάνει τους 900 κατοίκους. Ενδεικτικό, είναι και το γεγονός ότι η Ορά ήταν από τις πρώτες κοινότητες της Κύπρου που είχαν σχολείο, εποχές που ακόμη και πόλεις του νησιού δεν είχαν. Αρχικά δίδασκαν λίγα γράμματα οι ιερείς του χωριού στην αυλή της εκκλησίας. Το κοινοτικό σχολείο άρχισε να λειτουργεί από το 1840 περίπου, με πρώτο δάσκαλο τον ιερέα του χωριού. Οι πρώτοι δάσκαλοι έπαιρναν σαν αμοιβή τα «σαββαδκιάτικα», δώρα σε είδος δηλαδή, τρόφιμα, λάδι, κρασί, ότι παρήγαγε ο κάθε χωριανός. Ονομάστηκαν «σαββαδκιάτικα» γιατί η προσφορά γινόταν κάθε Σάββατο. Το 1860 ιδρύθηκε νέο σχολείο σε κανονικό σχολικό κτίριο, με δαπάνη του ευεργέτη Ευθύμιου Οράτη. Ο ευεργέτης είχε φύγει από την Ορά μικρός και ορφανός και αναζήτησε την ευημερία στην αρχή στη Λεμεσό κι ύστερα στην Αίγυπτο. Εκεί, κατόρθωσε να προοδεύσει και να πλουτίσει, οπότε ανέλαβε το χτίσιμο του σχολείου στο χωριό του. Το σχολείο, που κτίστηκε στη μέση του χωριού, δυτικά της εκκλησίας, ονομάστηκε Οράτειον και υπήρχε τουλάχιστον μέχρι το 1918. Μετά το 1960, το χωριό κτυπήθηκε όπως και πολλά άλλα χωριά από την αστυφιλία, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει περίπου 150 κατοίκους.

(Φωτογραφία: Η Ορά πήρε το όνομα της από το αρχαίο ρήμα ορώ, που σημαίνει βλέπω.) 

Φτάνουμε στην Ορά, ένα πραγματικά όμορφο και γραφικό χωριό, με χαρακτήρα, προσωπικότητα και κατοίκους που την αγαπούν. Στον πυρήνα του χωριού όλα τα σπίτια είναι κτισμένα με την ίδια βάση, την ίδια αρχιτεκτονική. Κτισμένα με την χαρακτηριστική, πέτρα της περιοχής, με ψηλά περιτοιχίσματα και με εξώπορτα που καταλήγει σε εσωτερική αυλή. Τα σπίτια, σχεδόν όλα ανώγεια, έχουν πρόσβαση στον πρώτο όροφο από εξωτερική σκάλα με μπαλκόνι. Δύο εκκλησίες, η μεγάλη στο κέντρο της Οράς είναι αφιερωμένη στην Αγία Μαρίνα, ενώ η μικρή είναι αφιερωμένη στον Απόστολο Ανδρέα. Η εκκλησία του Απόστολου Ανδρέα βρίσκεται στην είσοδο του χωριού, μερικά μέτρα πριν από το κοιμητήριο.

Σήμερα οι κάτοικοι της Οράς ασχολούνται με τις παραδοσιακές αγροτικές δουλειές, που στο πέρασμα του χρόνου λιγοστεύουν σιγά σιγά. Νέες οικονομικές δραστηριότητες, η πτηνοτροφία και τα κτίρια για τουρισμό αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν κατάφεραν να σταματήσουν την αστυφιλία.

Οι κάτοικοι αλλά και οι απόδημοι ξέρουν όμως ότι η Ορά έχει ιστορία, έχει παράδοση. Παράδοση την οποία προσπαθούν να διατηρήσουν με φροντίδα και αγάπη. Ο παλιός τρόπος ζωής, υπάρχει ακόμα και μπορεί ο επισκέπτης να τον δει στο παραδοσιακό αλακάτι, που έβγαζε νερό από τον λάκκο και στο παλιό ελαιοτριβείο. Αυτό που είναι μοναδικό όμως, δεν το έχουμε δει αλλού και πραγματικά εντυπωσιάζει είναι το παλιό σιδηρουργείο, το κωμοδρομιό.

Βρίσκεται στο κέντρο της Οράς δίπλα από το Κοινοτικό Συμβούλιο. Είναι ένα παλιό πετρόκτιστο ισόγειο εργαστήρι, όπου μέσα στο καμίνι, μαζί με το δούλεμα του σιδήρου σφυρηλατείται η παράδοση του χωριού. Εδώ, πάμε πίσω τουλάχιστον 5 γενιές και από πλευράς μεθοδολογίας, πως δουλευόταν το σίδερο δηλαδή, αλλά και από πλευράς χρηστικότητας. Τι χρειαζόταν ο Κύπριος στην ζωή στην ύπαιθρο πριν τόσες δεκαετίες. Αυτή η εμπειρία, είναι πολύτιμη για οποιοδήποτε, φυσικά περισσότερο για παιδιά. Το καμίνι, ένας παλιός, πολύ παλιός πάγκος εργασίας, πολλά εργαλεία και πολλή καπνιά.

Έτσι η κοινότητα συντηρεί με αγάπη τον παλιό τρόπο ζωής και προσπαθεί να διατηρήσει την παράδοση της, που είναι και δική μας, για την οποία οι Οράτες είναι περήφανοι και φαίνεται. Μακάρι να ήμασταν τόσο περήφανοι, όσο οι Οράτες, περισσότεροι Κύπριοι.

Φεύγουμε από την Ορά και πάμε προς Ακαπνού. Ένας υπέροχος δρόμος με τον ποταμό, κατ’ ακρίβεια παραπόταμο του Βασιλοπόταμου, στα αριστερά μας. Πυκνή βλάστηση, κυρίως καλαμιές, πεύκα, λεύκες και ευκάλυπτοι, ησυχία, ηρεμία το νερό κυλά ήρεμα και δίνει ζωή. Εδώ θα άξιζε, θα ήταν ωραία μια στάση για καφέ, αλλά επειδή ξέρουμε τι ακολουθεί, δεν θα μείνουμε. Ανυπομονούμε, θα προχωρήσουμε και θα χαρούμε τον καφέ μας σε λίγο. Περίπου 1 χιλιόμετρο μετά την Ορά μπαίνουμε επαρχία Λεμεσού, τρίτη επαρχία στην διαδρομή μας. Φτάνουμε Ακαπνού, πολύ μικρό χωριό, περίπου 20 κάτοικοι, αλλά πιστέψτε με αξίζει επίσκεψη, αξίζει εκπομπή από μόνο του.

Γραφικότατο, πέτρα, πλιθάρι ασβεστωμένο, ξύλο και κεραμίδι με πλακόστρωτα δρομάκια και γλάστρες με λουλούδια, πολλά λουλούδια. Πανεύκολο να το γυρίσει, να το περπατήσει κάποιος και να θαυμάσει τις ξύλινες πόρτες και παράθυρα. Πολύ απλά κατασκευασμένες και σχεδόν όλες βαμμένες με εκείνο το γαλαζιολουλλακί, το τόσο χαρακτηριστικό της Κυπριακής υπαίθρου. Η Ακαπνού, βγάζει ένα ρομαντισμό που δεν τον συναντάς σε άλλα χωριά. Πραγματικά, δεν ξέρω τι είναι αυτό που μας αγγίζει, η πέτρα, το ξύλο, το κεραμίδι, τα λουλούδια, το γαλαζιολουλακί, το μικρό μέγεθος. Ότι και να είναι, κάνει δουλειά, μας συγκινεί και έχουμε πολλά ακόμα να δούμε.

Το εντυπωσιακό είναι πως στο μικρό χωριό αυτό, έχουμε πολλά να δούμε και να κάνουμε. Ξεκινούμε με τις τρείς εκκλησίες. Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου κτίσμα του 1837, στα νοτιοανατολικά είναι κτισμένο το παρεκκλήσι του Αποστόλου Ανδρέα κτίσμα του 1910. Η εκκλησία που πρέπει να επισκεφτούμε όμως είναι το εκκλησάκι της Παναγίας του Κάμπου, στα δυτικά του χωριού. Κτισμένο με πέτρα, ξύλο και κεραμίδι, είναι η προσωποποίηση της λιτότητας και του απλού τρόπου ζωής. Δεν είναι γνωστό το πότε χτίστηκε, οι τοιχογραφίες του όμως έχουν γίνει τον 16ο αιώνα. Πρέπει να το επισκεφτούμε γιατί εκτός από προσωποποίηση της λιτότητας είναι και η προσωποποίηση της ηρεμίας και της γαλήνης. Μέσα στην φύση, σε ένα υπέροχο τοπίο, με πεύκα, κυπαρίσσια και αροδάφνες σχεδόν πάντα ανθισμένες, εδώ που πριν χιλιάδες χρόνια περπάτησε η Αφροδίτη και η Ρήγαινα, μακριά από οποιοδήποτε θόρυβο, μέσα στην ησυχία, θαυμάζουμε ένα μικρό ξωκλήσι. Για τους πολύ πιστούς περνώντας από ένα μικρό ξύλινο γεφύρι πάνω από τον Βασιλοπόταμο, σε 100 μέτρα συναντούμε την τοποθεσία «Αγιόχωμα» που συνδέεται με θαύματα της Παναγίας.

(Φωτογραφία: Tο εκκλησάκι της Παναγίας του Κάμπου, στα δυτικά του χωριού.)

Στα βορειοδυτικά του χωριού, σε απόσταση 300 μέτρων από το κέντρο, βρίσκουμε το εντυπωσιακό Ενετικό Γεφύρι, ωραίο και είναι πνιγμένο κυριολεκτικά μέσα στην πυκνή άγρια βλάστηση. Από κάτω του ρέει ασταμάτητα ο παραπόταμος του Βασιλοπόταμου και πολύ κοντά στο γεφύρι θα δούμε και τον καταρράκτη της Ακαπνούς. Ναι, και καταρράχτη η Ακαπνού.

Όλα αυτά τα μνημεία του τόπου μας κτισμένα άλλες εποχές, με πέτρα, ξύλο και κεραμίδι αλλά κυρίως με υπομονή και αγάπη, μαρτυρούν τη μακραίωνη ιστορία του χωριού.

Υπάρχει και ο θρύλος που συνδέει το χωριό με τους βασιλιάδες κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας, με την Ρήγαινα, την μυστηριώδη και θρυλική Βασίλισσα της Κύπρου. Ο θρύλος λέει ότι στην περιοχή «Κάμπος της Ρήγαινας», βορειοδυτικά του χωριού, ο Ρήγας και η Ρήγαινα είχαν την ιδέα να σκάψουν αυλάκι για να μεταφέρουν νερό από τον Βασιλοπόταμο στον κάμπο. Έβαλαν τους χωρικούς να ξεκινήσουν το σκάψιμο και ξαφνικά άκουσαν κανονιές. Έστειλαν κάποιον στο Σινοά, πάνω από το Κελλάκι για να δει τι γίνεται. Θα πάμε και εμείς στο Σινοά, στη συνέχεια της διαδρομής μας. Επιστρέφοντας ο πιστός ακόλουθος, τους ειδοποίησε ότι πολλοί Σαρακηνοί πειρατές, πολλοί όπως τις καλαμιές, λέει πολύ ποιητικά ο θρύλος, αποβιβάστηκαν στην Αμαθούντα και άρχισαν επιδρομές, λεηλασίες και κλεψιές και ανεβαίνουν προς τα πάνω. Ο Ρήγας και η Ρήγαινα εγκατέλειψαν το σκάψιμο, ανέβηκαν αγκαλιασμένοι σε ένα άλογο και έτρεξαν για να σωθούν. Στην βιασύνη τους η Ρήγαινα έπεσε από το άλογο και σκοτώθηκε λίγο πριν εγκαταλείψουν την περιοχή κι έτσι το ρυάκι ονομάστηκε «Αυλάκι της Ρήγαινας». 

Ο θρύλος λέει ότι, λίγο πριν να ξεκινήσουν για την απόδρασή τους, λίγο πριν τον θάνατο της Ρήγαινας, το βασιλικό ζεύγος έκρυψε στην περιοχή τους θησαυρούς του, φεύγοντας για να γλιτώσει από τους Σαρακηνούς. Οι θησαυροί είναι ακόμα καλά κρυμμένοι και περιμένουν τον τυχερό που θα τους ανακαλύψει. Εδώ, θα χαρούμε τον καφέ μας και θα σκεφτούμε λίγο πως θα ανακαλύψουμε τον θησαυρό.

Με τον καφέ μας και μετά από πολλή σκέψη πιστεύω ότι ο θησαυρός είναι ο τόπος μας που πάντα και παντού έχει κάτι ωραίο για να μας ενθουσιάσει και να μας κάνει να περνούμε ωραία. Θα δείτε, ακόμα έχουμε πολλά να χαρούμε μαζί.

Φεύγουμε από την Ακαπνού με κατεύθυνση το χωριό Βίκλα, 3 με 4 χιλιόμετρα απόσταση. Αναλόγως της διαδρομής που θα ακολουθήσουμε. Ένα χιλιόμετρο μετά την Ακαπνού, ο ασφάλτινος στενός δρόμος γίνεται χωμάτινος στενός δρόμος. Βατός για οποιοδήποτε αυτοκίνητο, αλλά χωμάτινος με τις ανωμαλίες του.

Έχουμε φτάσει στην Βίκλα και παρκάρουμε σε ένα ανηφοράκι κοντά στην εκκλησία. Ήδη, έχουμε εντυπωσιαστεί. Η Βίκλα είναι χτισμένη στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου, δεσπόζει ενός κάμπου. Κατά τα Βυζαντινά χρόνια ήταν παρατηρητήριο για την περιοχή όλη και Βίκλα σημαίνει ακριβώς αυτό, παρατηρητήριο, γιαυτό και συχνά συναντούμε αυτό το τοπωνύμιο σε όλη την Κύπρο, αλλά και στην Ελλάδα. Για την Βίκλα ξέρουμε ότι υπάρχει από τα Βυζαντινά χρόνια και επίσης ξέρουμε ότι ήταν χωριό της μεγάλης Κομμανταρίας.

Είμαστε εντυπωσιασμένοι από την ομορφιά του τοπίου και από το χωριό φάντασμα. Φάντασμα γιατί η Βίκλα έχει εγκαταλειφθεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Τελευταία καταγραφή κατοίκου, ενός κατοίκου, ήταν το 1985. Στην ουσία είχε εγκαταλειφτεί πιο πριν, γιαυτό και τα σπίτια έχουν ερημώσει. Θα δούμε πρώτα την εκκλησία και μετά θα περπατήσουμε στο χωριό. Όπως είπαμε προηγουμένως, κάμπος, ένας χαμηλός λόφος, στους πρόποδες του λόφου ένα πολύ μικρό χωριό και στην κορυφή ένα μοναστήρι. Σήμερα έχει απομείνει από όλα αυτά μόνο η εκκλησία του μοναστηριού και κάποιοι τοίχοι από τα σπίτια του χωριού. Το μοναστήρι δεν υπάρχει καθόλου. Πέτρινος τοίχος γύρω από την εκκλησία και ένα σκουριασμένο κάγκελο. Το σπρώχνουμε και μπαίνουμε στην αυλή της εκκλησίας του Αϊ Γιάννη του Ελεήμονος. Αμέσως, μας ξενίζουν δυο πράγματα: Η στέγη, κλασική με κεραμίδι, αλλά όχι με το κλασικό κεραμίδι. Τι εννοούμε; Στο μεγαλύτερο μέρος της στέγης περίπου στα τρία τέταρτα, το παλιό παραδοσιακό κεραμίδι και το υπόλοιπο ένα τέταρτο πιο πρόσφατο, πιο καινούργιο. Το ίδιο και με τον πετρόκτιστο τοίχο, δυο διαφορετικοί τρόποι κτισίματος. Φαίνεται ότι κάποτε το χωριό ανθούσε, ευημερούσε και χρειάστηκε επέκταση του μοναστηριού. Έτσι η εκκλησία από μικρό εκκλησάκι μοναστηριού έγινε μακρύ εκκλησάκι μοναστηριού. Σε κάποια άγνωστη για εμάς χρονική συγκυρία, προφανώς λόγω αύξησης των κατοίκων, έπρεπε να μεγαλώσει το μικρό εκκλησάκι.

Ο πιο εύκολος τρόπος να το πετύχουν αυτό οι κάτοικοι της Βίκλας, ήταν να ρίξουν κάτω έναν τοίχο και να προσθέσουν έκταση. Φανταστείτε τώρα ένα ορθογώνιο κτίσμα με τέσσερις τοίχους, οι δύο με μεγαλύτερο μήκος από τους άλλους, δυο μακριοί τοίχοι, δυο κοντοί. Έριξαν κάτω τον ένα από τους κοντούς, αυτόν στο βάθος και πρόσθεσαν και άλλο μήκος στους ήδη μακριούς. Έτσι δημιούργησαν ένα κτίσμα με μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος. Εσωτερικά, οι διαστάσεις είναι 3 μέτρα πλάτος, 20 μέτρα μήκος. Όπως είπαμε και προηγουμένως, από μικρό εκκλησάκι μοναστηριού έγινε μακρύ εκκλησάκι μοναστηριού, αλλά είχαν την εκκλησία τους πλέον και ο Αϊ Γιάννης ο Ελεήμων ήταν χαρούμενος. Απλά πράγματα.

Ετοιμαζόμαστε να κατεβούμε από το προαύλιο της εκκλησίας στο χωριό. Από εδώ, βλέπουμε μόνο χαλάσματα και μαντεύουμε ερειπωμένα σπίτια. Βγαίνοντας από το προαύλιο προσέχουμε ότι από εδώ ξεκινά δρόμος που κατεβαίνει προς το χωριό. Μην φανταστείτε δρόμο σημερινό, η, αποστάσεις μεγάλες, ούτε 2 μέτρα πλάτος, πατικωμένες κροκάλες από τον ποταμό, είναι η «λεωφόρος» του χωριού, γιατί οι πιο κάτω δρόμοι, μέσα στο χωριό είναι πάλι με κροκάλες, αλλά ακόμα πιο στενοί και λίγο δαιδαλώδεις. Τα σπίτια είναι πλέον ερείπια αλλά μαντεύουμε την κατασκευή, το μέγεθος τους. Όλα με ψηλό εξωτερικό τοίχο, εσωτερική αυλή και φαίνονται αρχοντόσπιτα, με ωραίες, πέτρινες, διακοσμητικές καμάρες στο κέντρο του σπιτιού. Υπάρχει μια αντίθεση εδώ. Από την μια φαίνεται ότι υπήρχε κάποια ευμάρεια, φροντίδα, αρχοντόσπιτα, δρομάκια στρωμένα με πέτρες για να μην περπατούν στις λάσπες και στα χώματα. Από την άλλη, δρομάκια πολύ στενά και δαιδαλώδη, όλο στροφές και γωνίες. Άλλες εποχές, άλλες ανάγκες. Σκεφτείτε ότι είμαστε πλέον σε σχεδόν πεδινή περιοχή και η θάλασσα, σε ευθεία γραμμή είναι περίπου 15 χιλιόμετρα. Θυμηθείτε ότι το όνομα του χωριού είναι Βίκλα, παρατηρητήριο δηλαδή. Παρατηρητήριο για Σαρακηνούς, για πειρατές, για επιδρομείς. Σκεφτείτε ότι αν έρθουν Σαρακηνοί για λεηλασίες και καταστροφές, πρέπει οι κάτοικοι να μπορούν να αμυνθούν με κάποιο τρόπο. Δεν είναι στο βουνό, για να κρυφτούν σε σπηλιές και φαράγγια. Για αυτό έκτιζαν τους περιμετρικούς τοίχους γύρω από τα σπίτια τους, για να κλειδαμπαρώνονται. Και τα στενά δρομάκια, είναι τόσο στενά για να μην μπορούν να μπουν οι επιδρομείς με τα άλογα τους. Η ανάγκη υπαγόρευσε και την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία.

Περπατούμε στα στενά δρομάκια του ερειπωμένου χωριού Βίκλα και χαιρόμαστε την παράδοση μας και ένα άλλο τρόπο ζωής, ξένο προς τον σημερινό, δικό μας, τρόπο ζωής. Χαιρόμαστε όμως και φύση. Το χωριό είναι κυριολεκτικά πνιγμένο στα δέντρα, ελιές και αμυγδαλιές, και παπουτσοσυκιές, πολλές παπουτσοσυκιές. Πολλές αναθρίκες, είναι παντού, μέχρι και στις ερειπωμένες στέγες των σπιτιών. Πιο μακριά ξεχωρίζει ο κάμπος. Εδώ πριν πολλές δεκαετίες, καλλιεργούσαν τα σιτηρά τους στον πλατύ κάμπο. Είχαν αμπέλια, ελαιώνες, εσπεριδοειδή, αμυγδαλιές όλα τα καλά, αν εξαιρέσουμε τις επιδρομές φυσικά. Ξέρετε, συνήθως όταν είσαι σε ένα τόπο ερειπωμένο, νοιώθεις ένα βάρος, μια στεναχώρια.

Βλέπεις τα ερείπια, τα χαλασμένα σπίτια και σκέφτεσαι χαλασμένες ζωές. Η Βίκλα όμως δεν μας δημιουργεί τέτοια συναισθήματα. Αντίθετα, είμαστε στην κάτω πλευρά του χωριού και έχουμε ωραία, θετικά συναισθήματα. Ίσως γιατί βλέπουμε την φύση να θεριεύει, να είναι ολοζώντανη, να θριαμβεύει, να ανακαταλαμβάνει τον χώρο της, ίσως γιατί η εγκατάλειψη του χωριού έγινε πριν πολλές δεκαετίες και έχει ξεχαστεί. Η πάλι ίσως γιατί εμείς έχουμε τόσο θετική διάθεση μέσα από την σημερινή μας διαδρομή. Μήπως καμιά φορά βλέπουμε τα πράγματα με ροζ φακούς;

Ο κάμπος μπροστά μας, έξω από το χωριό, σήμερα είναι καταπράσινος, αλλά ξέρετε, δεν είναι το πράσινο που θα περιμέναμε σε Κυπριακό τοπίο. Είναι ένα πολύ φροντισμένο και ομογενές πράσινο, δεν είναι το πράσινο του χωραφιού…. Και ακούμε φωνές, αλλά σε άλλες γλώσσες, όχι Ελληνικά. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση, μας θυμίζει ότι τώρα δεν είναι κάμπος πλέον, τώρα είναι γήπεδο γκολφ και το χαίρονται κυρίως ξένοι.

(Φωτογραφία: αυτός βρίσκεται έξω από το χωριό.)

Είμαστε στο εγκαταλελειμμένο χωριό Βίκλα και περπατούμε στα στενά δρομάκια του χωριού επιστρέφοντας προς το αυτοκίνητο. Είχαμε παρκάρει, κοντά στην κορυφή του λόφου γιατί είχαμε προσέξει, μια δύσκολη αλλά ωραία ανάβαση, ανεβαίνουμε θαυμάζοντας την φύση γύρω μας και από την κορυφή χαιρόμαστε την θέα του κάμπου. Τουλάχιστον από εδώ δεν φαίνεται το γήπεδο του γκολφ.

Φεύγουμε από την Βίκλα, συνεχίζουμε την διαδρομή μας για Κλωνάρι. Δυο χιλιόμετρα δρόμος, στον ίδιο κάμπο, ακόμα ένα μικρό χωριό. Το χωριό όταν άρχισε να αναπτύσσεται πριν αιώνες, ήταν κάποια σπίτια κτισμένα δεξιά και αριστερά, πάνω στην στροφή ενός δρόμου, με αποτέλεσμα, όταν έβλεπε κάποιος το χωριό από ψηλά, να μοιάζει με ένα κλωνάρι δέντρου. Από αυτή την εικόνα πήρε και το όνομα του το χωριό.

Το Κλωνάρι δεν νικήθηκε από την αστυφιλία και φαίνεται ότι δεν θα νικηθεί. Σε αντίθεση με την Βίκλα, δεν το άφησαν οι κάτοικοι του. Μειώθηκαν πολύ αλλά στους δρόμους του βλέπεις κόσμο χαρούμενο και φιλικό, βλέπεις μικρά παιδιά να παίζουν και να γελούν, παρά το μικρό του μέγεθος είναι ζωντανό και φιλόξενο χωριό. Σύμφωνα με απογραφές πληθυσμού που πραγματοποιούνται κατά καιρούς στην Κύπρο, ο πληθυσμός του χωριού πάντα ισορροπούσε σε επίπεδο μερικών δεκάδων κατοίκων. Τις τελευταίες δεκαετίες ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε ακόμα περισσότερο, έχοντας λιγότερους από 20 κατοίκους. Η ύπαρξη παιδιών όμως είναι παράθυρο, μεγάλο παράθυρο στο μέλλον.

(Φωτογραφία: Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο και είναι κτισμένη στα τέλη του 15ου αιώνα.) 

Μικρό, αλλά κουκλίστικο χωριό, το Κλωνάρι αξίζει την επίσκεψη μας, αξίζει να περπατήσουμε στα λίγα πέτρινα δρομάκια του και να μεταφερθούμε νοερά σε άλλες εποχές. Στο Κλωνάρι, δεν υπάρχουν φανερές, φωνακλάδικες σύγχρονες επεμβάσεις, με αποτέλεσμα να είναι εύκολο να φανταστούμε αυτές τις άλλες εποχές, άλλες δεκαετίες, γιατί όχι και άλλους αιώνες. Το χωριό είναι σύγχρονο, έχει όλες τις σημερινές ευκολίες. Έχει όμως και τα καλά συντηρημένα σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, τα πλακόστρωτα δρομάκια, την παλιά εκκλησία. Οπότε αν μισοκλείσουμε τα μάτια και καταφέρουμε να μην βλέπουμε τους στύλους της ηλεκτρικής και κανένα θερμοσίφωνα μέσα-μέσα, εύκολα γυρίζουμε πίσω στις αρχές του 20ου αιώνα, η ακόμα και στον 19ο.

Αναφέραμε την εκκλησία του χωριού προηγουμένως, να πούμε λίγα λόγια γι’ αυτή. Είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο και είναι κτισμένη στα τέλη του 15ου αιώνα. Μικρή, Βυζαντινού ρυθμού με κάποιες γοτθικές επιρροές. Θα θέλαμε να μπούμε μέσα για να δούμε το παλιό εικόνισμα με τον Χριστό και την ιστορική ρύση «Μη μου άπτου», αλλά είναι κλειστή σήμερα. Δίπλα από την εκκλησία, θα δούμε το αρχονταρίκι, ένα πολύ παλιό και καλά ανακαινισμένο κτήριο. Στην αυλή του βλέπουμε τα παλιά χειροποίητα πήλινα πιθάρια που για αιώνες μεταμόρφωναν το σταφύλι σε Κουμανταρία, γιατί και το Κλωνάρι είναι ένα από τα κουμανταροχώρια, έχει παράδοση.

Πολύ κοντά στο χωριό υπάρχει ένας τεράστιος δρυς, αξίζει να τον επισκεφθούμε 150 μέτρα μετά το κέντρο του χωριού, στον δρόμο για Κελλάκι, μπαίνουμε αριστερά σε ένα χωράφι ακαλλιέργητο, περνούμε μέσα από παλιές ελιές και χαρουπιές, δίπλα μας βάτοι πλούσιοι, υπερφυσικοί θα λέγαμε και φτάνουμε στον δρυ. Μακριά από κίνηση και φασαρία, ένας κάμπος καταπράσινος, χαμηλοί λόφοι με δέντρα γύρω μας και ο δρυς και η ησυχία, η γαλήνη του τοπίου. Εντυπωσιακό, πραγματικά τεράστιο δέντρο, σκεφτείτε ότι είναι πάνω από 300 χρόνια εδώ, μέσα σε αυτό τον κάμπο. Μέσα σε αυτή την γαλήνη, πόσες γενιές Κύπριων ξεκούρασε στην σκιά του αυτός ο δρυς, μετά από δουλειά μιας δύσκολης μέρας, μετά από τον τρύγο, μετά από το θέρος, μετά το μάζεμα των ελιών.

Νοιώθουμε ωραία για τον τόπο μας, τον τόπο μας που είναι γεμάτος με μικρές γωνιές ικανές να μας γεμίσουν συναισθήματα. Το νησί μας που μπορεί τη μια στιγμή να μας ενθουσιάσει, να μας πάρει στον ουρανό και την άλλη να μας κατευνάσει να μας γεμίσει ηρεμία, γαλήνη. Αυτή την κάλμα εικόνα κρατήστε την για τα δύσκολα.

Φτάνουμε στο τέλος του σημερινού blog και φαίνεται ότι το σήριαλ κρασοχώρια συνεχίζεται…. Δικαίως όμως γιατί, είναι μεγάλη και ωραία διαδρομή, δεν θέλουμε να τελειώσει γρήγορα.

Σήμερα, μαζί, η παρέα του roadtrip.cy ταξιδέψαμε σε μικρά χωριά, σε θαυμάσια τοπία, γεμίσαμε το πρωινό μας με χρώματα και αρώματα, με διαδρομές και εμπειρίες, και κυρίως με εικόνες. Όλα αυτά, θα τα πάρουμε μαζί μας, πίσω στην καθημερινότητα μας, σαν φυλαχτά. Η ζωή μας είναι πολύτιμη για να την χαλούμε με αισθήματα και σκέψεις αρνητικές. Κρατάμε αυτά που θέλουμε εμείς να κρατήσουμε, αυτά που μας χαλούν τα αφήνουμε πίσω.

Το πιο πάνω κείμενο είναι τμήματα της εκπομπής «Roadtrip.cy». Κάθε Σάββατο και Κυριακή από τις 8 μέχρι τις 10 ακούτε την εκπομπή του Άντρου Σκαλιστή «Roadtrip.cy» στον Σπορ FM 95.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

TRAVEL: Τελευταία Ενημέρωση

X