Όταν ένα ζευγάρι αποφασίζει να χωρίσει, ο μεγαλύτερός του προβληματισμός, είναι τα παιδιά του - εφόσον αυτά υπάρχουν. Είναι κοινώς αποδεκτό πως ένα διαζύγιο είναι πολύ πιο δύσκολο καθώς οι συνέπειές του είναι άκρως περίπλοκες για τα παιδιά. Όπως αναφέρει η Ειρήνη Βαμβάκου, Απόφοιτη Ψυχολογίας ΕΚΠΑ σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε στο psychotherapeutiko.gr, σε ένα διαζύγιο πάντα ανακύπτουν νέες συνθήκες στις οποίες το κάθε μέλος καλείται να προσαρμοστεί. Η προσαρμογή είναι ιδιαίτερα δύσκολη και διαφορετική για τους γονείς και τα παιδιά. Αναλυτικότερα, όσον αφορά τους γονείς, η απόφαση του διαζυγίου επιβεβαιώνει τη διάλυση της σχέσης τους. Έρχονται αντιμέτωποι με νομικές διευθετήσεις σχετικά με τη λήξη του γάμου, την περιουσία τους,την επιμέλεια των παιδιών και τη διατροφή, καθώς και με μια πληθώρα ασφυκτικών συναισθημάτων, όπως θλίψη, στεναχώρια, θυμός και άγχος.
Ο ένας από τους δυο ή και οι δυο μπορεί να νιώθουν ότι «έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους». Ακόμη, η δυσπιστία και αμφιβολία τους εγκλωβίζουν σε αρνητικές σκέψεις και πρωτόγνωρα συναισθήματα για τον άνθρωπο που είχαν δίπλα τους. Ο ένας γονιός αναγκάζεται να βρει καινούριο σπίτι και να αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα σε ένα σπίτι χωρίς τα παιδιά του. Επιπροσθέτως, ένα μέρος των κοινωνικών σχέσεων πλήττεται, αυτό των σχέσεων που δημιουργήθηκαν από κοινού. Αναμφίβολα, τα παραπάνω αποτελούν ισχυρή βάση για μακροχρόνιους διαπληκτισμούς. Γι’ αυτό κρίνεται σημαντικό οι γονείς να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν τα συναισθήματά τους και τις νέες συνθήκες που προκλήθηκαν από το διαζύγιο. Αναγκαία είναι και η προσπάθεια για κατανόηση και συνεννόηση με τον/την πρώην τους, για να αποφευχθούν περιττοί διαπληκτισμοί και συναισθηματικές επιβαρύνσεις.
Όσον αφορά τα παιδιά, εκείνα αντιδρούν διαφορετικά στο διαζύγιο. Η ηλικία τους αποτελεί έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες των αντιδράσεών τους. Τα μικρά παιδιά έως 6 ετών αδυνατούν να κατανοήσουν τους λόγους χωρισμού των γονέων τους και συναισθηματικά είναι αρκετά ευάλωτα. Τα παιδιά έως 12 ετών χαρακτηρίζονται από έντονες συγκρούσεις συναισθημάτων, καθώς προσπαθούν να είναι καλά και με τους δυο γονείς και να τους συμφιλιώσουν. Τέλος, οι έφηβοι, αν και μπορούν να κατανοήσουν καλύτερα τον χωρισμό των γονιών τους, δυσκολεύονται στο να τον διαχειριστούν. Η δυσκολία τους αυτή είναι δικαιολογημένη, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η εφηβεία από μόνη της είναι μια στρεσογόνος πρόκληση με έντονες αλλαγές. Τα παιδιά αντιμάχονται την απουσία του ενός γονέα από το σπίτι, την αρνητικά φορτισμένη ψυχολογική κατάσταση των γονέων, την αίσθηση ότι εκείνα ευθύνονται για τον χωρισμό, τη νέα κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση, το στρες, τη μοναξιά και γενικά τα ανάμεικτα συναισθήματα. Μάλιστα, μερικές φορές, η δυσμενής ψυχολογική κατάσταση των γονιών οδηγεί σε αντιστροφή των ρόλων με τα παιδιά τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απότομη ωρίμαση των παιδιών, καθώς υιοθετούν τον ρόλο του γονέα. Η προσαρμογή των παιδιών εξαρτάται από τα ατομικά χαρακτηριστικά τους, την ψυχική τους ανθεκτικότητα, τις πράξεις και τα λόγια των γονιών τους και τη στάση του κοινωνικού τους περιβάλλοντος.
Οι οικογενειακές συγκρούσεις και η εκδήλωση έντονων αρνητικών συναισθημάτων και από τους δύο γονείς ,πριν και μετά τη λήψη διαζυγίου, έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην προσαρμογή των παιδιών από ό,τι το ίδιο το διαζύγιο. Ο ρόλος του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια είναι εξίσου σημαντικός. Υπάρχουν παράγοντες που διευκολύνουν την προσαρμογή των παιδιών στον χωρισμό. Ειδικότερα, είναι χρήσιμο οι γονείς να ενημερώνουν με κατάλληλο τρόπο τα παιδιά ότι πρόκειται να χωρίσουν και να είναι δεκτικοί και επεξηγηματικοί στις ερωτήσεις των παιδιών. Είναι σημαντικό να τα απαλλάσσουν από κάθε ιδέα ότι εκείνα είναι υπεύθυνα για τον χωρισμό και οι ίδιοι να αποφεύγουν τις συγκρούσεις και τις κατηγορίες.Οφείλουν να μην ξεχνούν ότι, αν και οι ίδιοι είναι χωρισμένοι, για τα παιδιά παραμένουν ο μπαμπάς τους και η μαμά τους. Αν δεν καταφέρνουν να αποφεύγουν τις διαφωνίες ,τουλάχιστον να επιδιώκουν να μη φέρνουν τα παιδιά στη μέση.
Ακόμη, αναγκαία κρίνεται η συνεννόηση και η κατανόηση μεταξύ των γονέων για την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Έτσι, τα παιδιά δε θα έχουν αντικρουόμενα πρότυπα ούτε θαδείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στον έναν από τους δύο γονείς. Η συνεπής διατροφή είναι χρήσιμη, καθώς μειώνεται ο οικονομικός αντίκτυπος στη μονογονεϊκή οικογένεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι για να διασφαλίσουν την ομαλή προσαρμογή στις νέες συνθήκες, θα ήταν καλό να συμβουλευτούν και κάποιον ειδικό.
Η περίοδος της διαδικασίας του διαζυγίου γεννά την ανάγκη για έναν υποστηρικτικό κοινωνικό κύκλο για όλη την οικογένεια. Η συμβολή των συγγενών και των οικογενειακών φίλων είναι σημαντική. Ανάλογα με τηστάση τους, μπορούν να βοηθήσουν τους γονείς να καταλάβουν ο ένας τον άλλον ή να κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Το αποτέλεσμα είναι η μείωση ή η πυροδότηση των συγκρούσεων των γονέων. Εκτός αυτού, οι συγγενείς και οι οικογενειακοί φίλοι μπορούν να αποτελέσουν και πηγή στήριξης και ασφάλειας αναφορικά με τα παιδιά, μειώνοντας με κάποιον τρόπο κάποια από τα «βάρη» των γονιών. Υποστηρικτικό μπορεί να είναι και το σχολείο σε επίπεδο δασκάλων και μαθητών. Στόχος πρέπει να είναι η ευαισθητοποίηση όλων, εκπαιδευτικών, γονέων, μαθητών, σχετικά με το διαζύγιο και η αποφυγή ετικετοποίησης και διάκρισης των μαθητών. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά χωρισμένων γονιών ,ακόμη και αν αισθάνονταιδιαφορετικά από τα υπόλοιπα, δε θα το βιώνουν. Συνεπώς, θα έχουν την δυνατότητα να είναι κοινωνικά ενεργά.
Καταληκτικά, το διαζύγιο αποδεικνύεται ως μια περίπλοκη διαδικασία και μια δύσκολη απόφαση που δεν επηρεάζει μόνο τους γονείς. Ωστόσο, ένα διαζύγιο δεν είναι μια τραγική επιλογή. Η απόφαση αυτή μπορεί να έχει καλύτερες μακροπρόθεσμες συνέπειες από ό,τι ένας γάμος με προβλήματα που δε διαλύεται με δικαιολογίατο «καλό» των παιδιών. Η διαχείριση του διαζυγίου θα επηρεάσει και την εικόνα των παιδιών για την αγάπη και τον γάμο. Πριν ξεκινήσεις διαφωνία με τον/την πρώην σύζυγό σου, σκέψου «Ποιος τύπος γονιού θα ήθελα να είμαι;» και «Τι σκέφτεται το παιδί μου για εμένα; Πώς θα με θυμάται;».