Ήρθε η ώρα, εκείνη η ώρα που καθορίζει το μέλλον κάθε σχέσεις, εκεί που όλα κρίνονται και όλα αναιρούνται. Έχουμε μάθει από τα γεννοφάσκια μας να ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους πρώτα με βάση το φύλο τους και μετά να κρίνουμε τα όσα προσδιορίζουν τον χαρακτήρα και τις ποιότητές τους.
Έχουμε εμφυσήσει σαν κοινωνία, το κοινωνικό στερεότυπο πρώτα στους άνδρες για «αναισθησία» ή μη έκφραση συναισθημάτων και μετά στις γυναίκες για υπερβολική ευαισθησία που εν τέλη ίσως να καταπίνει την οντότητά τους. Ξεχνάμε όμως να τους καλλιεργήσουμε την ισορροπία. Ξεχνάμε ότι αν θέλουμε τα άτομα να μεγαλώσουν σε ένα υγιές περιβάλλον οφείλουμε να τους αφήσουμε να ανακαλύψουν μόνοι τους την αξία του συναισθήματος, ούτε να τα καταπιέζουμε ούτε να τα πιέζουμε.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που οι ενήλικες πια παρτενέρ, δυσκολεύονται πρώτα να ανακαλύψουν, μετά να οριοθετήσουν και εν τέλη να εκφράσουν τα εσωτερικά τους πλάνα, τα συναισθήματα και τις αξίες που θέτουν, τουλάχιστον όσον αφορά τις ερωτικές τους σχέσεις.
Το βήμα της έκφρασης των πραγματικοτήτων που εμπλέκονται στις συναισθηματικές – ρομαντικές σχέσεις είναι τεράστιο, και πολλές φορές απαιτείται από τους συντρόφους να αντανακλούν ταυτόσημα συναισθήματα.
Έλα όμως που στον έρωτα, και ειδικά στα άτομα που έχουν ανεπτυγμένες μορφές ενσυναίσθησης, δεν κυλούν όλα με μαθηματικούς όρους.
Είναι βεβαίως δικαίωμα του καθενός το τι νιώθει και πως το εκφράζει. Αλλά για σκεφτείτε το σενάριο, στο οποίο ο μεγαλύτερός σας φόβος γίνεται πραγματικότητα; Όχι δεν είναι το να το πείτε, είναι η απάντηση που θα λάβετε. Και εκεί κρύβεται βαθιά ριζωμένη η ανάγκη για ευχαρίστηση, όχι του εαυτού, αλλά των κοινωνικών προτύπων που προωθούνται στην παιδική ηλικία και αντανακλώνται στην ενήλικη.
Αν το παραπάνω επιχείρημα φαντάζει αναλυτικό και υπερβολικό, ας το δούμε λογικά. Είναι πολλές οι φορές στις οποίες, τα άτομα, καλούνται να μοιραστούν από το πιο απλό κομμάτι τους, την επικοινωνία, μέχρι το πιο σύνθετο, την συναισθηματική επένδυση με τον παρτενέρ τους. Μετά στην «ανάγκη» αυτή θα πρέπει να μετρήσουμε την ετοιμότητα, τόσο του ατόμου όσο και του συντρόφου του, στο να δεχτεί και να αντιληφθεί τα όσα μοιράζονται. Ενώ στο τέλος «απαιτείται» η απόλυτη συμφωνία, πράγμα σχεδόν αδύνατον αφού η μοναδικότητα του χαρακτήρα και της προσωπικότητας δύσκολα αποσιωπώνται.
Γιατί λοιπόν φοβάσαι να πεις σ ’αγαπώ; Γιατί να μετρά παραπάνω ο λόγος από την πράξη;
Αυτό, δυστυχώς δεν μπορώ να το απαντήσω. Εκείνο όμως που μπορώ να πω είναι ότι αν μαθαίναμε στα παιδιά μας να αφουγκράζονται και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, δεν θα φοβούνταν. Δεν θα φοβούνταν να χτυπήσουν, δεν θα φοβούνταν να πληγωθούν, δεν θα φοβούνταν να μιλήσουν, να εκφραστούν, να περιγράψουν τα όσα νιώθουν για τον άλλον.