To υποστεί ένα άτομο πλήρη σεξουαλική εξαπάτηση, δυστυχώς, δεν είναι τόσο σπάνιο όσο ενδεχομένως πολλοί νομίζουν. Πριν δούμε πως και γιατί εκδηλώνεται αυτό το φαινόμενο, να αναφέρουμε πως όταν μιλάμε για σεξουαλική εξαπάτηση αναφερόμαστε στην πρακτική κατά την οποία ένα άτομο επί τούτου παραπλανά έναν ερωτικό σύντροφο, συνήθως με απώτερο στόχο να επιτύχει μια σεξουαλική συνεύρεση.
Όπως αναφέρει σε σχετικό άρθρο της η ψυχολόγος και Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ. Διδυμοπούλου Αγγελική και το οποίο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Θάνου Ασκητή, είναι πιθανό να παράσχει ψευδείς πληροφορίες όπως να πει ψέματα για την ηλικία του, ή να αποκρύψει πληροφορίες που θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά για μια πιθανή σεξουαλική επαφή πχ να αποφύγει να αποκαλύψει την ύπαρξη Σεξουαλικού Μεταδιδόμενου Νοσήματος (ΣΜΝ). Και, ενώ τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν τις ίδιες πιθανότητες να παραπλανήσουν σεξουαλικά έναν σύντροφο, τα θέματα για τα οποία ψεύδονται διαφοροποιούνται.
Έρευνα με 1769 συμμετέχοντες (63% γυναίκες), ηλικίας 16-81 ετών, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Personality and Individual Differences, μελέτησε το πώς συνδέονται δημογραφικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά προσωπικότητας με την τάση του να λέει κάποιος ψέματα στη διάρκεια σεξουαλικών επαφών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα:
Το 34% των ανδρών και το 33% των γυναικών ανέφεραν ότι είχαν πει ψέματα σε έναν σύντροφο σχετικά με τον αριθμό των προηγούμενων σεξουαλικών συντρόφων.
Το 12% των ανδρών και το 9% των γυναικών είχαν πει ψέματα σε έναν σύντροφο ότι είχαν ελεγχθεί για ΣΜΝ.
Oι άνδρες ήταν περισσότερο πιθανό να πουν ψέματα για θέματα όπως η οικονομική τους κατάσταση, το επάγγελμα τους και η εξωτερική τους εμφάνιση. Επιπλέον, οι άνδρες είχαν την τάση να λένε ότι ήταν πιο νέοι από ότι ίσχυε στην πραγματικότητα, ενώ οι γυναίκες συνήθιζαν να λένε ότι ήταν μεγαλύτερες σε σχέση με την πραγματική τους ηλικία.
Οι συμμετέχοντες που ανήκαν σε σεξουαλική μειονότητα ήταν πιο πιθανό να πουν ψέματα σχετικά με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό σε σύγκριση με τους ετεροφυλόφιλους συμμετέχοντες, προκειμένου να αποφύγουν το στιγματισμό. Επί παραδείγματι, ένα αμφιφυλόφιλο άτομο μπορεί να έλεγε σε έναν πιθανό σύντροφο ότι είναι ετεροφυλόφιλο, έτσι ώστε να αποφύγει ενδεχόμενα επικριτικά σχόλια.
Τέλος, τόσο ο σεξουαλικός ναρκισσισμός όσο και ο σεξουαλικός καταναγκασμός συσχετίζονταν θετικά με τη σεξουαλική εξαπάτηση. Άτομα με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, όπως έλλειψη ενσυναίσθησης, αίσθημα μεγαλομανίας, υπερβολική σεξουαλική αυτοεκτίμηση, υπερβολική ανάγκη για σεξουαλική επιβεβαίωση και δυσκολία στην εγγύτητα, φάνηκε ότι ήταν πιο πιθανό να εξαπατήσουν και να εκμεταλλευτούν σεξουαλικά τους άλλους. Αντίστοιχα, άτομα που εκδήλωναν καταναγκαστική σεξουαλική συμπεριφορά, χαρακτηρίζονταν από έντονες σεξουαλικές παρορμήσεις και ήταν πιο πιθανό να εκλογικεύσουν την τάση τους για σεξουαλική εξαπάτηση, θεωρώντας την ως απαραίτητο μέσο για να πετύχουν το σκοπό τους.