Του Μιχάλη Χριστοδούλου
Η απόφαση του ΘΟΚ να συμπεριλάβει για πρώτη φορά στην ιστορία του τον «Βασιλιά Ληρ» στο ρεπερτόριό του ανέβασε κατά πολύ τον ορίζοντα των προσδοκιών μου. Η αλήθεια είναι πως μας έλειψαν το τελευταίο διάστημα από το κυπριακό θέατρο τέτοιου μεγέθους έργα. Μία τέτοια όμως παραγωγή δεν μπορεί παρά να έχει θέση στη σκηνή του κρατικού θεάτρου ώστε να έχει και την κατάλληλη και απαραίτηση διαχείριση. Ομολογώ ότι ανυπομονούσα να παρακαλουθήσω ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, ίσως το σπουδαιότερο του Σαίξπηρ, στη σκηνή του κρατικού μας θεάτρου.
Υπήρχε όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου εκείνη η «κατάρα» θα τολμούσα να πω που κουβαλάει τα τελευταία χρόνια η Κεντρική Σκηνή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου σε αντίθεση με τα διαμαντάκια που παρακολουθούμε κατά καιρούς στη Νέα Σκηνή. Μία κατάσταση δηλαδή που δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες και στη συνέχεια προσγειώνει ανώμαλα με αρκετά τέτοια παραδείγματα δυστυχώς τα τελευταία χρόνια. Η Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ αναμφίβολα οφείλει να αναπροσδιορίσει τις επιλογές της και να καταφέρει να επικοινωνήσει ξανά με το κοινό της Κύπρου.
Αναρωτιέμαι αν το σκεπτικό της επιλογής έργων και συντελεστών στη Νέα Σκηνή πρέπει να ακολουθηθεί κατά τον ίδιο τρόπο και από την Κεντρική Σκηνή. Ίσως το βάρος του προσδιορισμού «κεντρική» φορτώνει με επιπλέον ευθύνη τον ΘΟΚ να φέρει επί σκηνής παραστάσεις υψηλών προδιαγραφών, έργα εμβληματικά που κάπου χάνονται στο κυκεώνα της ματαιοδοξίας της ποιότητας και δεν βρίσκουν τον δρόμο προς το κοινό, πράγμα που στην τελική είναι και το ζητούμενο.
Ο «Βασιλιάς Ληρ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ ανεβαίνει αυτή την περίοδο από την Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις, μετάφραση Γιώργου Μπλάνα με τον Βαρνάβα Κυριαζή στον ομώνυμο ρόλο. Το έργο αποτελεί για πολλούς σχολιαστές το κορυφαίο δημιούργημα του Σαίξπηρ. Η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, η τραγική του σύγκρουση με τη μοίρα, τα γηρατειά, τον θάνατο και την τρέλα, ο αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας αλλά και η φθορά που επέρχεται από την άσκησή της καταγράφονται με αξεπέραστο τρόπο στο ποιητικό αυτό αριστούργημα που, γραμμένο σε μια εποχή συγκρούσεων και ανακατατάξεων, ακούγεται σήμερα δραματικά επίκαιρο.
Η αθάνατη ιστορία του αυταρχικού βασιλιά με τις τρεις κόρες, που απαιτεί την αφοσίωση και την αγάπη τους με αντάλλαγμα πλούτη και εξουσία, γραμμένη από τον Σαίξπηρ 400 χρόνια πριν, μεταφέρεται στη φιμωμένη εποχή μας από ένα θίασο νέων ανθρώπων με πρωταγωνιστή τον Βαρνάβα Κυριαζή. Ένα σκληρό παραμύθι, ένα έργο καταιγιστικό, όπου το πάθος των νέων ανθρώπων για μια ανεξάρτητη ζωή συγκρούεται με το πείσμα και τον παραλογισμό των γέρων. Η τραγική ιστορία τρελών που οδηγούν τυφλούς αλλά και γέρων που γεννάνε αχάριστα παιδιά παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ.
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις βασίζει το όραμά του σε αυτή τη λεπτή γραμμή μεταξύ της λογικής και του παραλογισμού. Η εξουσία που οδηγεί και οδηγείται στην τρέλα, η παράνοια στην οποία εισέρχεται ένας ηγεμόνας που απαιτεί την αγάπη και τον σεβασμό των παιδιών του. Η άρνησή τους να ακολουθήσουν τα «θέλω» του πατέρα τους οδηγεί σε ένα γαϊτανάκι συγκρούσεων, διαφθοράς, ματαιοδοξίας, αγώνα για εξουσία που οδηγεί στον θάνατο. Όλα αυτά δοσμένα μέσα από ένα ευφυές σκηνικό του Κέννυ ΜακΛέλλαν όπου κυριαρχούν τα κατάλευκα πέπλα τα οποία ακολουθούν την ιδιοσυγκρασία και ψυχολογία των ηρώων κυρίως του βασιλιά. Πέπλα σε διάφορα στρώματα όπως ακριβώς και το ανθρώπινο μυαλό, το «χαλασμένο» μυαλό του βασιλιά. Όλο αυτό το σκηνικό φωτισμένο από τον Γεώργιο Κουκουμά προοικονομεί το επερχόμενο κακό, τις σφαγές, τις δολοφονίες και τον θάνατο με το κόκκινο φως να φτάνει όλο και πιο μπροστά στην σκηνή παραπέμποντας στο αίμα που θα χυθεί.
Ο Βαρνάβας Κυριαζής είναι ένας ηθοποιός υψηλών επιδόσεων που ερμηνεύει εξαίσια τις στιγμές παραλογισμού του βασιλιά Ληρ. Το υποκριτικό μέγεθος του Βαρνάβα Κυριαζή σηκώνει το βάρος της παράστασης αφήνοντας μετέωρες τις επιμέρους σκηνές απουσίας του. Γεγονός που φανερώνει αδυναμίες στη διανομή, με κάποιες ερμηνείες να παραμένουν μετέωρες. Η σκηνοθετική γραμμή δεν ξεπερνά το μέγεθος του Κυριαζή η οποία αδυνατεί να μεταφέρει ενιαία στην πλατεία την αφηγηματική γραμμή του έργου. Μέρος του κειμένου παραλείπεται, γεγονός που αφήνει, ίσως και ανεπαίσθητα κενά στην αφήγηση της ιστορίας. Ένα εμβληματικό έργο τόσο επίκαιρο σήμερα που δεν κατάφερε να προκαλέσει εκείνα τα συναισθήματα που ανέμενα. Αφήνει μία ανικανοποίητη αίσθηση έλλειψης ολοκλήρωσης του συγκινησιακού λόγου του Σαίξπηρ που δεν περνάει στο κοινό εκείνο ακριβώς το στοιχείο της τραγωδίας.
Αναρωτιέμαι πάντοτε γιατί οι ευφυείς σκηνοθέτες, όπως ο Γκραουζίνις, αφήνουν πίσω την σχέση και επικοινωνία της γραμμής τους με το κοινό και στέκονται περισσότερο στο αισθητικό πλαίσιο της παράστασης μέσα στο οποίο τοποθετούν στοιχεία δυσνόητα ή που δεν έχουν δώσει την κατάλληλη επεξήγηση επί σκηνής.
Ένα ακόμα στοιχείο που συμβάλει σε αυτό που ονόμασα «κατάρα» της Κεντρικής Σκηνής του ΘΟΚ.