Wiz Guide
Συνήθως, όταν είναι να βγούμε με την παρέα μεσοβδόμαδα, επιλέγουμε να πάμε ταβέρνα. Λογικά επειδή οι ψάθινες καρέκλες και τα καρό τραπεζομάντηλα, μαζί με τα μικρά ποτήρια για κρασί -βαρελίσιο συνήθως-, ευνοούν τις χαλαρές συζητήσεις, στις οποίες συχνά-πυκνά κιόλας τα ντεσιμπέλ της φωνής ψηλώνουν.
Κι ενώ και αυτή τη φορά στο τσατ έπαιζαν όπως πάντα ονόματα ταβερνών της Λευκωσίας και των περιχώρων, πέφτει ξαφνικά η ιδέα να πάμε Μπέμπα. Δεν το πολυσκεφτήκαμε και δεν χάσαμε χρόνο. Ξέροντας πως είναι αρκετά δύσκολο να βρεις τραπέζι, πήραμε για κράτηση και… πετύχαμε διάνα.
Στις 21.00 ήμασταν εκεί, στον πολύ ζεστό εσωτερικό χώρο, σε ένα από τα προνομιακά τραπέζια της σάλας του εστιατορίου, που έχει θέα την υπέροχη αυλή με τα εσπεριδοειδή και τις ελιές. Τι κι αν η βραδιά ήταν αποδεδειγμένα η πιο κρύα του χειμώνα! Με το που έφτασαν στο τραπέζι τα πρώτα πιάτα, αλλά και το εξαιρετικό merlot του οινοποιείου Τσιάκκας, η συζήτηση πήρε μια όμορφη τροπή, έστω κι αν για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ήμασταν αναγκασμένοι να μιλάμε σχετικά χαμηλόφωνα. Ναι μεν αρχικά μάς φάνηκε αστείο, αλλά πραγματικά αυτό ήταν κάτι δευτερεύον μπροστά στο υπέροχο φαγητό που απολαμβάναμε!
Κατά ένα μαγικό τρόπο, αυτό το εστιατόριο σε κάνει να αισθάνεσαι οικεία. Ο ζεστός φωτισμός, το ξύλο, οι μεγάλες τζαμαρίες που αναδεικνύουν την αυλή, μα κυρίως οι γεύσεις, με τα πλείστα πιάτα να περιλαμβάνουν άρωμα Κύπρου και Ελλάδας, δημιουργούν το ιδανικό σκηνικό και τις ιδανικές συνθήκες για να απολαύσεις στο έπακρο το γεύμα ή το δείπνο σου, συζητώντας χαλαρά με την παρέα.
Στο διά ταύτα τώρα! Περιττό να πούμε πως ό,τι ήρθε στο τραπέζι ήταν άψογο, με πρώτη και καλύτερη την ελληνική σαλάτα που ανάμεσα στα υλικά ξεχώριζε η ρίγανη, που -όπως αναφέρεται στο μενού- έρχεται από τον Πύργο Τυλληρίας. Από αλοιφές, απολαύσαμε μελιντζανοσαλάτα με την υπέροχη καπνιστή γεύση, αλλά και μια φάβα φτιαγμένη με κυπριακή λουβάνα, καραμελωμένα κρεμμύδια και τηγανιτή κάπαρη. Και οι δύο, είχαν αξεπέραστη υφή! Παραγγείλαμε επίσης πίτα στον ξυλόφουρνο (με γραβιέρα και σιγομαγειρεμένο πράσο), η οποία αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή πιάτα της Μπέμπας, αλλά και τους κολοκυθοκεφτέδες με το γιαούρτι που σερβίρονται σε εκείνο το στιλάτο γαλάζιο κατσαρολάκι που σε προκαλεί να το φωτογραφίσεις!
Δεν είναι καθόλου υπερβολή αν πούμε ότι κανένα από τα πιάτα δεν υστερούσε σε γεύση και ποιότητα πρώτων υλών. Και αυτό ίσχυσε και στα κυρίως πάτα: μια σουπιά στο κάρβουνο με σπαγγέτι και μελάνι, μια μπριζόλα χοιρινή, ένα λαβράκι φιλέτο στο κάρβουνο με αλμυρίκια και ένα κριθαρότο με steak, ήταν αρκετά για να μας υπενθυμίσουν ότι η ελληνική κουζίνα δικαίως μπορεί να περηφανεύεται για τη φήμη που την ακολουθεί!
Όπως προανέφερα, το φαγητό μας συνόδευσε ένα merlot του οινοποιείου Τσιάκκας, ενώ για φινάλε επιλέξαμε να έρθει στο τραπέζι η ζουμερή καρυδόπιτα με την απίστευτα νόστιμη κρέμα πατισερί αλλά και ένας μπακλαβάς -και τα δύο με παγωτό μαστίχα!
Αν πάντως πρέπει να βρω ένα ψεγάδι σε όλο αυτό, θα έλεγα ότι, γευστικά, ο μπακλαβάς που δοκιμάσαμε υστερεί κάπως σε σύγκριση με την καρυδόπιτα. Και αυτό το λέω γιατί ήταν κοινή παραδοχή και των τεσσάρων μας στο τραπέζι, οπότε λογικά δεν μπορεί να θεωρηθεί καθαρά υποκειμενική, δική μου άποψη.
Συμβολή στην εξαιρετική εμπειρία που αποκομίζει κανείς στη Μπέμπα έχει σαφέστατα και το άψογο σέρβις του εστιατορίου, του οποίου το επισφράγισμα ήρθε με το κερασμένο λικέρ μαστίχα λίγο πριν την αναχώρησή μας!
Πάντα, μετά από μια επίσκεψη σε εστιατόριο και δη σε ένα καλό εστιατόριο (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), σημαντικό είναι να φεύγεις με την αίσθηση ότι αποκόμισες μια εμπειρία την οποία θα θες να μοιραστείς! Και φυσικά, εξίσου σημαντικό είναι να θες να επιστρέψεις ξανά, σύντομα.
Η Μπέμπα είναι σίγουρα ένας τέτοιος χώρος και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που τα τραπέζια της είναι πάντα περιζήτητα, φιλοξενώντας συχνά κόσμο από την πολιτική, επιχειρηματική και καλλιτεχνική σκηνή του νησιού!