Ζωή να κοιταζόμαστε διαρκώς στα μάτια, μόνοι μέσα σε μια θαυμάσια έρημο. Η παράγκα στο δάσος είναι ευλογία, όπως τα αδέσποτα σκυλιά που σώθηκαν. Η αναμονή είναι βαρετή, μόνη επιθυμία η επιστροφή στην εξοχή που καίγεται. Τυλίγουν τα παιδιά τους με χρωματιστά τραπεζομάντιλα και βγαίνουν στον δρόμο τρέχοντας· η ομορφότερη χώρα –λένε– είναι αυτή όπου ζεις. Δεν ακούγονται καμπάνες, «έχουμε πόλεμο» φωνάζουν. Οι πρόσφυγες κοπάδια· ο στρατός ανήκει –λένε– στον λαό· δεν υπάρχει φαγητό πουθενά. Παγωνιά, πέφτω πάνω στο χιόνι, σπάω, γίνομαι άπειρα μαύρα μικρά πουλιά. Το παιχνίδι μόλις άρχισε, δεν υπόσχομαι τίποτα. Η αβεβαιότητα γίνεται ελπίδα. Αμέτρητα μυτερά στιλέτα καρφωμένα στο στήθος, μείνε κοντά μου κι ας τρέχω σαν άλογο, μείνε κοντά μου κι ας είμαι το άλογο χωρίς κεφάλι. Το θαύμα συμβαίνει τη στιγμή που η απελπισία θριαμβεύει. Τη δύναμη ζητώ να νιώσω σαν φτερό που χορεύει με τον άνεμο. Κλειστά φωτεινά δωμάτια στη μέση μιας θάλασσας που αδειάζει, καθώς ο μίζερος κόσμος ενώνεται ξανά.