Πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις της χρονιάς: ένα αστυνομικό δράμα - μελέτη του ανθρώπινου ψυχισμού.
«Δεύτερον, Mildred, πρέπει να παραδεχτώ πως οι πινακίδες ήταν μια εξαιρετική ιδέα». Με αυτό το… αυτοαναφορικό σχόλιο, ο Martin McDonagh μάς συστήνει τη νέα του κινηματογραφική πρόταση· μια δραματική ταινία, από τις καλύτερες της χρονιάς. Η Mildred Hayes, αγανακτισμένη από τον αδικαίωτο φόνο της κόρης της, αποφασίζει να αναρτήσει τρεις διαφημιστικές πινακίδες, που επιζητούν την τιμωρία του ενόχου, καταδεικνύοντας, μάλιστα, ως υπεύθυνο τον διευθυντή του τοπικού αστυνομικού τμήματος, William Willoughby. Οι πινακίδες θα δημιουργήσουν μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που θα προκαλέσουν ενδιαφέρουσες ζυμώσεις ανάμεσα στους κατοίκους της κοινότητας. Πρόκειται για μια ταινία που κινείται ανάμεσα στο δράμα και τη μαύρη κωμωδία, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών θεμάτων. Υπό τη σκηνοθετική ματιά του Martin McDonagh, ο οποίος υπογράφει και το σενάριο, πρωταγωνιστούν σε εξαιρετικές ερμηνείες η Frances McDormand, o Woody Harrelson και ο Sam Rockwell. Ο Iρλανδοβρετανός Martin McDonagh, με τη συγκεκριμένη ταινία του μάς παρουσιάζει ίσως την αρτιότερή του κινηματογραφική πρόταση. Εμπνευσμένος από πινακίδες που είχε δει στη Florida, οι οποίες αφορούσαν στην εξιχνίαση ενός εγκλήματος, ξεκίνησε να γράφει το σενάριο της ταινίας, έχοντας ήδη στο μυαλό του για πρωταγωνίστρια τη Frances McDormand. Η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός (Fargo, 1996), αρχικά, απέρριψε τον ρόλο, καθώς θεώρησε ότι η ηλικία της δεν συνάδει με τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες του ρόλου. Η επιμονή του συζύγου της εν τέλει τον δικαίωσε, αφού με τη Mildred Heyes πετυχαίνει ίσως την πιο μεστή και γειωμένη ερμηνεία στην καριέρα της. H ταινία στο σύνολό της έχει δεχθεί διθυραμβικές κριτικές από κοινό και κριτικούς και μέχρι στιγμής έχει κερδίσει συνολικά 64 βραβεία, ανάμεσα στα οποία Χρυσή Σφαίρα για καλύτερη δραματική ταινία και καλύτερο σενάριο.
Spoiler alert!
Η υπόθεση μάς εισάγει από πολύ νωρίς στο θέμα του έργου με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που εξαντλεί και την εξήγηση του τίτλου, όχι όμως και την επίδρασή του στις ζωές της μικρής κοινότητας, γεγονός που δικαιολογεί εν τέλει και τον τίτλο. Η πλοκή στη μακροδομή της προσεγγίζει, θα λέγαμε, τον δίπτυχο τρόπο με τον οποίο εξυφαίνονται ορισμένες αρχαίες τραγωδίες (πρβλ. «Αίαντας»). Το πρώτο μέρος της πλοκής σηκώνει στους ώμους του ο αρχηγός του αστυνομικού τμήματος, Willoughby, ο οποίος στα μισά της ταινίας αυτοκτονεί, αφήνοντας την υπόθεση ανεξιχνίαστη. Ο θάνατός του είναι, όμως, το στοιχείο που συνέχει το δεύτερο μέρος της ταινίας, αφού προκαλεί μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων, που θα οδηγήσουν τελικά στην κάθαρση. Ο McDonagh, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, εξερευνά τη ζωώδη ανθρώπινη φύση με έμφαση στο δόγμα «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», μέχρι το σημείο που οι αποχαιρετιστήριες επιστολές του Willoughby έρχονται να επιφέρουν την κάθαρση. Το περιεχόμενο, μάλιστα, των επιστολών αποκαλύπτεται σε καίρια σημεία της πλοκής, προκαλώντας κλιμάκωση, καθώς η τελευταία επιστολή προς τον φίλο του, Dixon, είναι αυτή που θα επιφέρει την ισορροπία, ξυπνώντας μέσα του ευγενικά συναισθήματα που θα τον συμφιλιώσουν με τον εαυτό του και τους γύρω του. Οι αδιαπέραστοι, «στεγανοί» χαρακτήρες της Mildred και του Dixon -άρτια ενσαρκωμένοι από τη Frances McDormand και τον Sam Rockwell- εν τέλει «σπάνε» και συγχωρούν ο ένας τον άλλο για όσα προηγήθηκαν.
Μπορεί το τέλος της ταινίας να μη δίνει τις απαντήσεις που περιμέναμε, ωστόσο, εξαρχής, η εστίαση του δράματος δεν προσανατολιζόταν στις λεπτομέρειες του φόνου, αλλά στις σχέσεις των ηρώων που προκύπτουν από το άλυτο μυστήριό του. Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων είναι απόλυτα συνεπής με την κατάληξή τους, ενώ ο McDonagh φροντίζει να παρέχει ακριβώς όσα χρειάζονται στον θεατή για να διεισδύσει στην προσωπική ιστορία των τριών βασικών ηρώων. Το γεγονός, βέβαια, ότι κατά τη διάρκεια μιας δίωρης ταινίας μάς συστήνει αρκετούς ήρωες, που αλληλεπιδρούν με τους πρωταγωνιστές, μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να αποπροσανατολίσει τον θεατή ως προς τις προθέσεις του. Η συνέπεια απέναντι στα επαγγελματικά καθήκοντα, η ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, η στάση του κλήρου, η χαλαρότητα στην τήρηση των νόμων, ο αλκοολισμός και ο φυλετικός και κοινωνικός ρατσισμός είναι μόνο μερικά από τα θέματα που συνθέτουν το θεματικό σύμπαν της ταινίας, το οποίο, ωστόσο, φορτώνουν σε τέτοιο βαθμό, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να μένουν στην επιφάνεια.
Εν τέλει, το Three Billboards outside Ebbing, Missouri είναι ένα δράμα που, ενώ φαινομενικά συστήνεται ως κυνήγι δικαίωσης και τιμωρίας, ουσιαστικά πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο μια υπόθεση φόνου και βιασμού μπορεί να ζυμώσει και, τέλος, να μεταμορφώσει τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτό. Σημασία έχει, εξάλλου, και το γεγονός πως η ταινία δεν τελειώνει με την τιμωρία ενός άσχετου με την υπόθεση βιαστή, αλλά με τη μετέωρη πρόθεση των ηρώων ως προς την τελική τους απόφαση. Χωρίς ξεκάθαρο πρωταγωνιστή, η λύση του δράματος δεν επέρχεται με τη λύση του μυστηρίου -κάτι με το οποίο η πλοκή ομολογουμένως δεν καταπιάνεται παρά μόνο επιδερμικά- αλλά με τον τρόπο με τον οποίο τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου, ανεξέλεγκτα και ορμητικά, εν τέλει τιθασεύονται και ηρεμούν.