Οι περισσότεροι άνθρωποι που εμφανίζουν απώλεια όσφρησης, εξαιτίας της Covid-19, τελικά την ξαναβρίσκουν ύστερα από λίγο καιρό. Κάποιοι, όμως, εμφανίζουν αργότερα διάφορες επίμονες διαταραχές της συγκεκριμένης αίσθησης, όπως παροσμία και φαντοσμία, δηλαδή μυρίζουν αλλοιωμένες μυρωδιές σε σχέση με τις πραγματικές ή και τελείως ανύπαρκτες.
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι ερευνητές από πολλές χώρες, με επικεφαλής την καθηγήτρια Μάσα Νιβ του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, που έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στο medRxiv, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, ανέλυσαν στοιχεία για 1.468 ασθενείς με Covid-19, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν εμφανίσει απώλεια όσφρησης και γεύσης από την αρχή της λοίμωξης.
Αρκετά γρήγορα, περίπου το 10% των ασθενών ανέφεραν επίσης διαστρεβλώσεις της όσφρησης (παροσμία) ή ανεξήγητες και φανταστικές οσμές (φαντοσμία). Μετά τη διέλευση έξι έως οκτώ μηνών από την αρχική λοίμωξη και τη διάγνωση της απώλειας όσφρησης, περίπου το 60% των γυναικών και το 48% των ανδρών είχαν ανακτήσει έως το 80% της οσφρητικής ικανότητας τους προ λοίμωξης.
Από την άλλη, όμως, είχαν αυξηθεί σημαντικά τα περιστατικά παροσμίας (47%) και φαντοσμίας (25%). Όπως είπε χαρακτηριστικά ένας ασθενής, «μερικές φορές μπορώ να μυρίσω κάτι καμμένο, αλλά κανένας άλλος γύρω μου δεν μυρίζει κάτι ανάλογο».
Τέτοια επίμονα προβλήματα όσφρησης είναι συχνότερα στους ανθρώπους με μακρά Covid-19 που έχουν περισσότερα συμπτώματα, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η ξαφνική απώλεια όσφρησης και γεύσης είναι δύο συχνά πρώιμα σύμπτωματα της Covid-19, στο 40% έως 75% των περιστατικών της νόσου. Αποτελούν πρόβλημα για τη σωματική και ψυχική υγεία, μεταξύ άλλων επηρεάζοντας τη διατροφή. Οι έως τώρα μελέτες δείχνουν ότι η γεύση επανέρχεται ταχύτερα από την όσφρηση και ότι όταν οι διαταραχές όσφρησης επιμένουν για καιρό, δεν συνοδεύονται συνήθως από διαταραχές και της γεύσης.