Η Καθημερινή
Toυ Γιάννη Ιωάννου
Οι πυρκαγιές στην Ελλάδα δημιούργησαν μια πρωτόγνωρη κατάσταση κρίσης υπνεθυμίζοντας τους σοβαρούς κινδύνους που απορρέουν από τις ανθρωπιστικές καταστροφές τέτοιας έκτασης, την κλιματική αλλαγή αλλά και τις πολύπλοκες οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Η κοινή γνώμη σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά και διεθνώς, παρακολουθεί με μεγάλη αγωνία ενώ την ίδια στιγμή μια τεράστια δημόσια συζήτηση ξεκίνησε για τις ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με την εν λόγω αντιπαράθεση να παίρνει μεγάλες πολιτικές διαστάσεις με έντονο τοξικό λόγο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στα ελλαδικά ΜΜΕ.
Την ίδια στιγμή, προσεγγίζοντας κάποιος τα πράγματα με νηφαλιότητα συνειδητοποιεί πως οι δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα αποτελούν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: Την τελευταία εικοσαετία –από το 2000 έως το 2020- στην Ελλάδα έχουν καεί 2.812.629 στρέμματα γης. Ένας τεράστιος αριθμός στον οποίο, εκτός απροόπτου, θα προστεθούν βάσει εκτιμήσεων από τις πυρκαγιές που μαίνονται ακόμη 1 εκατ. στρέμματα. Σε αυτά τα 20 χρόνια, με τις πυρκαγιές στην Ηλεία το 2007 και την Αττική, με επίκεντρο το Μάτι, το 2018, 197 πολίτες έχασαν την ζωή τους, στατιστικά που καταδεικνύουν πως μέσα σε μια περίοδο που κυβέρνησαν την χώρα όλοι οι πολιτικοί δρώντες (ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, Σύριζα) το Κράτος –ως επιτελικός θεσμός διαχείρισης μιας τέτοιας κρίσης- δεν κατόρθωσε να καταστεί, πάντοτε, αποτελεσματικό.
Για την Κύπρο, που βίωσε πυρκαγιές με 4 μάλιστα νεκρούς, στις περιοχές της ορεινής Λεμεσού και Λάρνακας, λίγο πριν η Ελλάδα βυθιστεί σε αυτή την ανείπωτη κρίση, η κατάσταση στην Ελλάδα πρέπει να αποτελέσει μια εξαιρετική περιπτωσιολογία προκειμένου να καταρριφθούν μύθοι, να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα και να τυποποιηθεί –και λόγω μεγέθους στο νησί- ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό πλάνο αντιμετώπισης μιας τέτοιας κατάστασης κρίσης.
Η κατανόηση της απειλής
Μεταξύ τύρου κι αχλάδας, fake news και υπερβολών και φυσικά της ιδεοληπτικής περιχαράκωσης της κάθε πλευράς που αναζητεί ευθύνες στον «άλλο», αυτό που καθίσταται σαφές είναι πως η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή επιταχύνει τα ακραία φαινόμενα δημιουργώντας μια νέα απειλή που λαμβάνει διεθνείς, με την έννοια του πλανητικού, διαστάσεις. Απέναντι σε μια τέτοια απειλή δεν έχει σημασία το αν ένα κράτος διαθέτει 2 ή 32 αεροσκάφη πυρόσβεσης αλλά το πως προσλαμβάνει μια τέτοια απειλή και τι διατίθεται να κάνει προκειμένου να μειώσει τον δυνητικό της κίνδυνο σε κρατικό/διακρατικό, περιφερειακό/διεθνές και υπερεθενικό επίπεδο.
Πρόσφατα κράτη πολύ πιο οργανωμένα και τεχνολογικά επαρκή από την Ελλάδα, όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ (πολιτεία της Καλιφόρνια) αντιμετώπισαν βιβλικές καταστροφές (πλημμύρες και πυρκαγιές). Συνεπώς για τα επόμενα χρόνια η απειλή πυρκαγιών μεγάλων διαστάσεων που θα απειλούσαν βασικούς δασικούς όγκους της Κύπρου (συμπλέγματα Πάφου, Τροόδους, Ακάμα, Λεμεσού/Ακρωτηρίου, Πενταδαχτύλου, κοκ) οφείλει να τύχει σοβαρής αξιολόγησης υπό το βάρος της πρόληψης, της έγκαιρης ειδοποίησης και της καταστολής (κατάσβεσης). Δεδομένου ότι στην Κύπρο με τον όρο δάσος εννοούμε, επί της ουσίας, μια περιοχή που ισοδυναμεί με το 20% (174.836 εκτάρια), περίπου, της συνολικής έκτασης του νησιού, αντιλαμβάνεται κανείς πως δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για την μη κατανόηση –κι ακολούθως του ορισμού- της εν λόγω απειλής. Η κλιματική αλλαγή απειλεί την Κύπρο.
Αποτελεσματικό κράτος
Στην περίπτωση της Ελλάδος διαφαίνεται μια σοβαρή αδυναμία συντονισμού μεταξύ των αρμοδίων φορέων για την διαχείριση μιας τέτοιας κρίσης καθώς και μια δυστοπική γραφειοκρατία η οποία εμποδίζει την ελλαδική δασοπυρόσβεση στο να χρησιμοποιήσει την διαδεδομένη τεχνική του αντιπύρ («burnout» και «backfire») ως μέσου καταπολέμησης της φωτιάς, ακριβώς γιατί δεν έχει... θεσμοθετηθεί νομικά! (σ.σ. σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε πως το αντιπύρ αποτελεί διαδεδομένη τεχνική των Κύπριων πυροσβεστών οι οποίοι το χρησιμοποίησαν στις πυρκαγιές της Ηλείας το 2007 με αποτελεσματικότητα).
Στην Ελλάδα την κρίση με τις πυρκαγιές, κάθε χρόνο σχεδόν, καλούνται να την διαχειριστούν 45 και πλέον αρμόδιοι φορείς από τους οποίους μόνο για την κατάσβεση πυρκαγιών εμπλέκονται 16 φορείς από 6 διαφορετικά υπουργεία. Εξ΄ορισμού κάτι τέτοιο δημιουργεί έναν τεράστιο γραφειοκρατικό λαβύρινθο ο οποίος δεν επιτρέπει στο κράτος να επιτελέσει με αποτελεσματικό τρόπο την αποστολή του. Στην Κύπρο θα έπρεπε μελλοντικά να υπάρξει η θεσμοθέτηση ενός κέντρου που θα συντονίζει –ολιστικά- την πυρόσβεση, την ευρύτερη αποστολή της Πολιτικής Άμυνας (και λόγω των ιδιαιτέρων συνθηκών εξαιτίας της τουρκικής κατοχής) και την έρευνα και διάσωση και που θα έτεμνε οριζόντια τους αρμόδιους εμπλεκόμενους φορείς όπως η Αστυνομία Κύπρου, η Εθνική Φρουρά, η Πυροσβεστική Υπηρεσία, το Τμήμα Δασών, κοκ. Αποστολή αυτού του κέντρου θα έπρεπε να αποτελεί η διευκόλυνση του νομοθετικού πεδίου για αποτελεσματική δράση, η προώθηση της κουλτούρας ασφάλειας και η δημόσια ενημέρωση και, φυσικά, η δημιουργία σεναρίων προκειμένου να υπάρχει αποτελεσματική εκπαίδευση σε ασκήσεις προσομοίωσης για μεγάλης κλίμακας καταστροφές.
Τέλος, στο ζήτημα των κακόβουλων ενεργειών όπως οι εμπρησμοί ή της αμέλειας όπως το γνωστό, κατά το κυπριακότερον, «καψάλισμα», η ΚΔ οφείλει να βρει εκείνο τον νομοθετικό χρυσό κανόνα που θα παράγει γρήγορα και αποτελεσματικά εκείνες τις ποινές που –μελλοντικά- θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά για παρεμφερείς ενέργειες.
Πρόληψη κι ασφάλεια
Στην Ελλάδα σε αυτές τις πυρκαγιές, όσο και διαχρονικά, διαφάνηκαν λάθη και παραλείψεις με αποκορύφωμα τα τραγικά γεγονότα στο Μάτι το 2018 όπου 102 άνθρωποι πέθαναν ουσιαστικά παγιδευόμενοι μέσα στις εστίες των πυρκαγιών ή μη εγκαταλείποντας τις εστίες τους. Στις πυρκαγιές στην Ελλάδα, παρά τις τραγικές εικόνες στην Εύβοια, φαίνεται πως η εκκένωση λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό. Κάτι που δεν συνέβη στην περίπτωση των τεσσάρων άτυχων Αιγύπτιων εργατών πριν από ένα μήνα στην Κύπρο.
Η έννοια της πρόληψης και της ασφάλειας, ως standard operation procedures (βλέπε ανάλυση της «Κ» παλιότερα) οφείλουν να τύχουν σοβαρής επιστημονικής και τεχνογνωσιακής επεξεργασίας και σχεδιασμού. Για το μέγεθος της Κύπρου ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που θα μπορούσε να προκαταλαμβάνει την επέκταση μιας δασικής πυρκαγιάς οφείλει να αποτελέσει ύψιστη στρατηγική προτεραιότητα στα επόμενα χρόνια.