Σε αυτή την στήλη, μιλήσαμε παν πολλές φορές για τον έρωτα, την αξία του στην ζωή μιας υγειούς συναισθηματικής ζωής, τις ανάγκες που έχει για να θραφεί, τα όριά του, τις απενοχοποιημένες σκέψεις και τόσα άλλα που τον αφορούν.
Με αφορμή όμως το θέμα αυτής της εβδομάδας, που αφορά κυρίως το καλοκαίρι και τις αλλαγές που επιφέρει στον έρωτα. Καλό θα ήταν να συζητήσουμε και να κατανοήσουμε μια βασική ερώτηση που πολλές φορές οι επιστήμονες αδυνατούν να απαντήσουν με απλότητα, αυτό κυρίως οφείλεται στην πολυπραγματωσύνη της επιστήμης ως αντίληψη, αλλά και τους ατομικούς παράγοντες που συνήθως παίζουν ρόλο, στα στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα. Ωστόσο, γνωρίζοντας την διαδικασία, το ερώτημα που βασανίζει πολλούς είναι αυτό:
Γιατί οι άνθρωποι χωρίζουν ή ερωτεύονται πιο πολύ το καλοκαίρι;
Για να καταφέρουμε να σας μεταφέρουμε ένα μικρό κομμάτι της συναισθηματικής επιστήμης θα πρέπει να αναλογιστούμε – σε γενικότερο βαθμό- χωρίς να άρουμε συμπεράσματα καταληκτικής υφής, δύο παράγοντες. Τη θερμοκρασία και την ατομική συναισθηματική «πολιτική».
Αρχικά, ας αφοσιωθούμε στον πρώτο. Η θερμοκρασία όπως αναλύσαμε και προηγούμενα, λόγω και τις «υπερβολικής» έκκρισης ορμονών που παίρνουμε από τον ήλιο, βιταμίνη D, παίζει όντως σημαντικό ρόλο στις αλλαγές που βλέπουμε στις ερωτικές σχέσεις. Αυτό αναπόφευκτα μπορεί να σημαίνει ότι α) τα άτομα προβάλλουν περισσότερο ερωτισμό προς διαφορετικούς πιθανούς συντρόφους λόγω και της «ανάγκης» για σεξουαλικό πειραματισμό, β) τα άτομα αναθεωρούν την συναισθηματική ταύτιση –σε επίπεδο βιολογικής σύμπραξης, με τον/την σύντροφό τους και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σημαντικός βαθμός ανταλλαγής.
Από την άλλη, αναφορικά με το δεύτερο σημείο –την ατομική συναισθηματική «πολιτική. Θα πρέπει να κατανοήσουμε όλους τους παράγοντες που αφορούν το άτομο σαν οντότητα, σαν κουλτούρα, σαν φύλο, σαν επιλογές, σαν κομμάτι ενός κοινωνικού συνόλου αλλά και σαν επιρροές. Λαμβάνοντας πάντα υπόψιν ότι, σχεδόν τίποτα στην Ψυχολογία ακολουθεί τον κανόνα του ‘one size fits all’. Δηλαδή, όσο και αν θέλουμε να κατανοήσουμε στην ολότητά της το ερώτημα, πάντα οι εξατομικευμένοι παράγοντες, θα πρέπει να καταμετρούνται, έτσι ώστε, αν στην πλειοψηφία τους μπορούν να επηρεάσουν τα συμπεράσματα μιας έρευνας, τότε δεν μπορούμε να καταστήσουμε την έρευνα με εγκυρότητα. Αυτό είναι και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ερευνητικής ψυχολογίας.
Όμως, για να μην αποθαρρυνθούμε εντελώς, ας δώσουμε ένα γενικό συμπέρασμα από όσα κατανοούμε. Ναι, λόγω και της «υπερβολικής» κοινωνικής δραστηριότητας που μπορεί να παρατηρείται το καλοκαίρι/ με την αύξηση της θερμοκρασίας, κυρίως λόγω του ότι πολλαπλασιάζονται και οι πιθανές δραστηριότητες που μπορούμε να κάνουμε, η τάση προς την ανακάλυψη του «καινούριου» πάντα θα προκαλεί ενθουσιασμό.
Ιδανικά, στην αντίληψη του ερωτήματος αυτού καθαυτού θα πρέπει να υπολογίζουμε το άτομο σαν μονάδα και όχι απαραίτητα ως κομμάτι μιας αναπόφευκτης «νόρμας» της κοινωνίας. Έτσι, ο καθένας από εμάς θα μπορέσει να εξαγάγει την δική του απάντηση στην ερώτηση, ή θα προσπαθήσει να απαντήσει μέσα από προηγούμενες έρευνες που έγιναν στον τομέα αυτό.