Ένα από τα πιο μεγάλα κεφάλαια στην σεξουαλική υγεία είναι η λίμπιντο και ο οργασμός. Καθόλου άδικα διότι είναι τόσο επιστημονικά ενδιαφέρον, όσο και πρακτικά, αφού όταν καταφέρουμε να ανακαλύψουμε στην ολότητά του το αναπαραγωγικό σύστημα, τότε θα μπορέσουμε με μεγαλύτερη ευκολία να αντιμετωπίσουμε τα όποια προβλήματα μπορεί να επέλθουν στα άτομα.
Αυτό όμως είναι δεδομένο, για χάρη της σημερινής μας «διαφώτισης» θα ασχοληθούμε κυρίως με την αλλαγή που επέρχεται στα άτομα μετά τον οργασμό, κάτι που αφορά την διαδικασία του εξολοκλήρου, και κατά πόσο δρα πάνω στην λίμπιντο μετά την ολοκλήρωσή του.
Ας μελετήσουμε όμως ξεχωριστά τα γενετικά προκαθορισμένα φύλα (άρρεν και θήλυ).
Πρώτα στους άνδρες, αυτό που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ένα, ο μύθος της απλότητας του οργασμού τους, δεν αντανακλά την πραγματικότητα. Ναι ίσως αισθητηριακά, η στύση να προκύπτει πιο «εύκολα» αλλά δεν είναι πάντα αυτό το ζητούμενο. Ωστόσο, αν μιλούμε για τις φάσεις του οργασμού, ο οργανισμός λειτουργεί πρώτα σαν «κουδούνι» ότι είναι κοντά στην εκσπερμάτιση, ενώ δεύτερα σαν συσπάσεις που απελευθερώνουν το σπερματικό υγρό. Να σημειώσουμε ότι, στην ανδρολογία, ένας άνδρας μπορεί να προσποιηθεί οργασμό με την ίδια ευκολία όπως μια γυναίκα –έτσι ώστε να μην πληγώσει την αυτοεκτίμηση του/της/ το συντρόφου του.
Από την άλλη, ο γυναικείος οργασμός συνήθως περιτριγυρίζεται από 2 σημεία. Πρώτα την «ευκολία» που θεωρητικά επέρχεται και από το σημείο ‘G’. Κανένα από τα δύο δεν αποτελεί αλήθεια. Αρχικά γιατί, η πλειονότητα των γυναικών δεν έρχεται σε οργασμό ΜΟΝΟ από το διεισδυτικό σεξ, ενώ δεύτερα δεν αποτελεί κύριο κανόνα σεξουαλικής ικανοποίησης (ο οργασμός). Ενώ ταυτόχρονα, μπορεί ο κ. Ernst Gräfenberg το 1950, να πίστεψε ότι βρήκε το σημείο ‘G’ («μαγικό» σημείο στα τοιχώματα του κόλπου –κάτω από την ουρήθρα) αλλά μετέπειτα μελέτες απέδειξαν ότι όχι μόνο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, όμως είναι και κάτι εντελώς υποκειμενικό.
Στο θέμα μας όμως, αυτό που πραγματικά μετρά είναι κυρίως ψυχολογικό, αφού η λίμπιντο δεν είναι άλλο από μια χημική αντίδραση στις «θετικά» εκκρινόμενες ορμόνες, που παράγουν αισθήματα ευχαρίστησης και εκπλήρωσης του πόθου. Πρακτικά, η μόνη διαφορά ανάμεσα στα γενετικά προκαθορισμένα φύλα, είναι στον χρόνο «επαναφοράς» μετά τον οργασμό, καθώς οι άνδρες τείνουν να χρειάζονται από λίγα λεπτά μέχρι 1 ώρα, για να επανεκτιμήσουν, τουλάχιστον σωματικά, την σεξουαλική επαφή.
Ωστόσο, αν μιλούμε πρακτικά για το συναίσθημα, είναι πολύ πιο πιθανό δύο σύντροφοι να επιθυμούν την επόμενη προσπάθεια, λίγο μετά τον πρώτο οργασμό, καθώς το αίσθημα που αντανακλάται κατά την διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, είναι κάτι που ανταποκρίνεται στον πυθμένα της λίμπιντο. Άρα για να απαντήσουμε στο ερώτημά μας, πρέπει να το δούμε λίγο σφαιρικά, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη της «υπερβολικής» λόγω και της έντασης του γεγονότος, έκκρισης ορμονών, χωρίς όμως να δεσμεύουμε την πιθανότητα, κάποιος να είναι τόσο ικανοποιημένος και να βρίσκεται σε απόλυτη ηρεμία ή και χαλάρωση.