newsroom must
Του Άντρου Σκαλιστή
Είναι μέσα στο DNA μας, είναι ανθρώπινη η αγάπη όλων μας για τα ταξίδια. Και είναι εξίσου φυσικό όσο ταξιδεύουμε, όσο βλέπουμε άλλους τόπους, να μεγαλώνει ακόμα παραπάνω αυτή η αγάπη, αυτή η επιθυμία. Η επιθυμία για κίνηση, είτε ανακαλύπτοντας νέους τόπους είτε επιστρέφοντας στους παλιούς, τους αγαπημένους. Ξέρετε κάτι, όμως; Η κίνηση, το ταξίδι ξεκινά από τη στιγμή που αρχίζουμε να οργανώνουμε το ταξίδι. Συχνά, ο προγραμματισμός ενός ταξιδιού, η διαδικασία διοργάνωσής του είναι το ίδιο απολαυστική με την εμπειρία. Μπορεί να είναι και πιο απολαυστική, εμένα μου έτυχε. Πριν χρόνια, ξεκινήσαμε πολύ νωρίς, από τον Σεπτέμβριο, με φίλους να οργανώνουμε διακοπές σε ένα ελληνικό νησί για τον επόμενο Αύγουστο. Αρχίσαμε τη μελέτη, τι άξιζε να δούμε, πού να πάμε, πού να μείνουμε, πού να φάμε. Συναντιόμασταν σχεδόν κάθε βδομάδα και σχολιάζαμε τι ανακάλυψε ο καθένας μας, ποια παραλία ήταν καλύτερη, ποια ταβερνούλα και όλα αυτά.
Όλο τον χειμώνα, μέχρι και τον Μάιο, είχαμε ανακαλύψει, πει, συζητήσει τόσα πολλά γι’ αυτό το νησί που στο τέλος το βαρεθήκαμε. Διαλέξαμε ένα άλλο που δεν ξέραμε και πήγαμε. Η ουσία, όμως, είναι ότι το αρχικό νησί, εκείνο που δεν πήγαμε, το απολαύσαμε στις συναντήσεις μας όλο τον χειμώνα. Στην παρέα, ακόμα το συζητάμε, κανένας μας δεν έχει πάει σε αυτό το νησί, αλλά το νιώθουμε δικό μας, ξέρουμε τα πάντα, είναι εμπειρία που ζήσαμε και τη ζήσαμε έντονα. Δεν εννοώ ότι δεν χρειάζεται να ταξιδεύουμε, ούτε κατά διάνοια… Απλώς, σχεδιάστε ταξίδια, πολλά ταξίδια κι ας μην πραγματοποιηθούν…
Εμείς, η παρέα μας, στο roadtrip.cy σήμερα θα συνεχίσουμε και θα προσπαθήσουμε να τελειώσουμε το ταξίδι μας, μάλλον το σίριαλ «κρασοχώρια». Σε προηγούμενη εκπομπή ξεκινήσαμε μια διαδρομή που θα μας έπαιρνε από Οδού, στα χωριά Ορά, Ακαπνού, Βίκλα, Κλωνάρι, Κελλάκι, Αρακαπά, Διερώνα, Καλό Χωριό, Άγιο Μάμα, Καπηλειό, Συκόπετρα. Στο πρώτο επεισόδιο χαρήκαμε την Οδού. Τόσο καλά περάσαμε γύρω και μέσα στο χωριό που δεν καταφέραμε να προχωρήσουμε περισσότερο. Άρα ένα επεισόδιο ήταν η Οδού. Στο δεύτερο συνεχίσαμε από εκεί που μείναμε στο πρώτο επεισόδιο, από την Οδού. Καταφέραμε να περάσουμε από Ορά, Ακαπνού, Βίκλα και Κλωνάρι. Στο τρίτο ξεκινήσαμε από το Κλωνάρι, πήγαμε Κελλάκι και φτάσαμε μέχρι Αρακαπά.
Σήμερα θα συνεχίσουμε στην ίδια διαδρομή. Θα ξεκινήσουμε από Αρακαπά για Διερώνα, Καλό Χωριό, Άγιο Μάμα, Καπηλειό, Συκόπετρα. Ελπίζω ότι θα προλάβουμε να τελειώσουμε τη σειρά. Μαζί, η παρέα του roadtrip.cy, στη διαδρομή μας θα δούμε παραδοσιακά χωριά, σημεία θέας, φράγματα, περιβόλια, ξωκλήσια, θα ακούσουμε θρύλους και παραδόσεις, θα δούμε και θα χαρούμε μαζί πολλή Κύπρο.
Σκεφτείτε ότι όταν ξεκίνησα να περιγράφω αυτή τη διαδρομή, είχα υπ’ όψιν μου ότι μπορεί να μην προλάβαινα να σας μεταφέρω όλες τις εμπειρίες, όλα τα χωριά και τα αξιοθέατα σε μια εκπομπή, είχα πει ότι πιθανόν να χρειαστεί και δεύτερη αλλά είμαστε στην τέταρτη και πάμε. Ξέρετε τι σημαίνει όμως αυτό, το νησί μας είναι υπέροχο, είναι γεμάτο με εμπειρίες που μπορούμε να ανακαλύψουμε και είναι ατελείωτο. Το ότι δεν κουραστήκαμε σε όλη αυτή τη διαδρομή οφείλεται σε όλα αυτά που είδαμε και μας ενθουσίασαν.
Είχαμε μείνει στον Αρακαπά, ξεκινάμε προς Διερώνα. Ένα χιλιόμετρο δρόμος, τόσο κοντά, αλλά υπέροχος δρόμος, στην αρχή μέσα σε περιβόλια, μετά δάσος και σύντομα βλέπουμε τη Διερώνα από ψηλά και είναι ωραία η θέα. Η Διερώνα είναι κτισμένη σε ημιορεινή περιοχή, με πολλές βουνοπλαγιές με απότομες κλίσεις.
(Φωτογραφία: Η Διερώνα βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λεμεσού κοντά στο χωριό Αρακαπάς.)
Βρίσκεται στα δεξιά του ποταμού Άμαθου, σε μέσο υψόμετρο 460 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ωραίο χωριό, μέσα στα περιβόλια και μια ανάσα από το δάσος. Ξέρουμε ότι υπάρχει από τον μεσαίωνα γιατί την συναντούμε σε διάφορους παλιούς χάρτες και μάλιστα, σε όλους είναι καταγραμμένη με το όνομα Ιερώνα, ελληνοπρεπέστατο όνομα. Φυσικά, η Διερώνα είναι ένα από τα 14 κουμανταροχώρια. Ευτυχώς που είμαστε με το αυτοκίνητο, γιατί σε λίγο θα πάμε σε τόπο μαγικό, αλλά, με πολύ απότομες κλίσεις. Τώρα, από τον κύριο δρόμο, ακολουθούμε την ταμπέλα για το παλιό ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Η Διερώνα είναι γνωστή όπως και ο Αρακαπάς για τα εσπεριδοειδή της, κυρίως όμως για τα μανταρίνια. Γι’ αυτό, στον δρόμο μας για το παλιό ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, το τοπίο είναι πνιγμένο στις πορτοκαλιές και τις μανταρινιές. Οδηγούμε σιγά-σιγά και το απολαμβάνουμε. Φτάνουμε στο ξωκλήσι που είναι στην κορυφή ενός υψώματος, ανεβαίνουμε και παρκάρουμε. Μικρό, λιτό εκκλησάκι, χτισμένο με πέτρα του βουνού και κεραμίδι, αντιπροσωπευτικό δείγμα ταπεινής ορεινής εκκλησίας. Ιστορικά, η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ χρονολογείται στα μέσα του 15ου αιώνα. Έχει κηρυχτεί αρχαίο μνημείο και ήταν η εκκλησία που εξυπηρετούσε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και πιθανόν και της Ενετοκρατίας τους κατοίκους της Διερώνας. Το 1883 κτίζεται η νέα εκκλησία μέσα στο χωριό και έτσι η παλιά λειτουργεί μόνο 1-2 φορές τον χρόνο, ενώ το 1910 πυρκαγιά κατέστρεψε το εικονοστάσι. Η περίοδος της ανεξαρτησίας βρήκε την εκκλησία σε κακή κατάσταση με τις τοιχογραφίες της να έχουν καταστραφεί και την οροφή με τα πρώτα σημάδια κατάρρευσης. Από τότε μέχρι το 2007, που αποφασίστηκε η ανοικοδόμησή της, αφέθηκε στη φθορά του χρόνου και μετά από σεισμούς η οροφή και μέρος από τους τοίχους κατέρρευσαν. Το 2007 δημιουργείται η επιτροπή για την ανοικοδόμηση του ιστορικού αυτού μνημείου και το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανέλαβε να συνεισφέρει το 50% του κόστους που έφτανε συνολικά τις 400 χιλιάδες ευρώ. Μετά από πολλές οικονομικές περιπέτειες, τελικά φτιάχτηκε και έγιναν τα θυρανοίξια το 2017. Η στάση μας εδώ άξιζε και για το ξωκλήσι αλλά και για τη θέα από το μικρό ύψωμα. Βλέπουμε πίσω μας τα περιβόλια και μπροστά μας, προς τα ανατολικά, την κοιλάδα του ποταμού Άμαθου καταπράσινη. Και δεν είναι μόνο τώρα, αυτή την εποχή καταπράσινη, ο Άμαθος έχει νερό συνέχεια, όλες τις εποχές, οπότε και η κοιλάδα είναι καταπράσινη συνέχεια, ακόμα και ντάλα καλοκαίρι, εδώ έχουμε ένα υπέροχο, ολοζώντανο πράσινο.
(Φωτογραφία: Ο νερόμυλος είναι κτισμένος από πολύ παλιά, άγνωστο το πότε, στην όχθη του ποταμού Γερμασόγειας, που περνά κοντά από την κοινότητα.)
Ο ποταμός καταλήγει στη Γερμασόγεια, θα ήταν ενδιαφέρον να τον περπατήσουμε προς τα κάτω μέσα σε αυτή την πανέμορφη φύση. Δεν υπάρχει μονοπάτι, θα είναι δύσκολο και επειδή ξέρω ποια είναι η επόμενη στάση μας, και -για να είμαι ειλικρινής- ανυπομονώ.
Πρέπει να σας προειδοποιήσω, αν θα κάνετε και εσείς τη διαδρομή, ότι ο δρόμος είναι πολύ στενός και σε κάποιο σημείο πάρα πολύ κατηφορικός, με μεγάλη κλίση. Μπορεί να περάσει οποιοδήποτε αυτοκίνητο, αλλά χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Είναι, όμως, πάλι υπέροχη διαδρομή μέσα στις μανταρινιές και αξίζει τον κόπο, οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, γιατί όπως είπαμε ο Άμαθος έχει νερό συνέχεια, κατά προέκταση το τοπίο είναι καταπράσινο συνέχεια. Μετά από πολλή προσοχή στο απότομο κατέβασμα φτάνουμε στο γεφύρι. Το γεφύρι της Διερώνας χτίστηκε πριν 200 περίπου χρόνια και βοηθούσε τους χωριανούς να περάσουν τον ποταμό για να πάνε στον μύλο και να αλέσουν το σιτάρι τους. Μόλις κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητό μας, πριν δούμε το γεφύρι καν, επιστρέφουμε με τα πόδια 15-20 μέτρα προς τα πίσω, προς την ανηφόρα και κοιτάζουμε προς τον ποταμό, πριν το γεφύρι. Βλέπουμε ένα ποταμάκι, κτισμένο με πέτρα που έπαιρνε νερό από τον ποταμό και το άφηνε να πέσει με δύναμη σε ένα κοίλωμα, πάλι κτισμένο με πέτρα, για να γυρίσει τον μύλο. Τεχνολογία άλλων χρόνων, έλα όμως που λειτουργούσε και μάλιστα δωρεάν και χωρίς καμιά ζημιά στο περιβάλλον.
Επιστρέφουμε περπατώντας ξανά στο γεφύρι της Διερώνας, όπως κατεβαίνουμε την κατηφόρα, δεξιά μας καταπράσινες μανταρινιές, φορτωμένες με τους πολύτιμους καρπούς τους. Φτάνουμε στη βάση της κατηφόρας και έχουμε στα αριστερά μας το πέτρινο γεφύρι με τις καμάρες του. Οι καμάρες είναι διακοσμημένες με άσπρη πέτρα και όλο το υπόλοιπο κατασκευασμένο με κροκάλες από τον ποταμό. Απλούστατο κτίσμα, αλλά αυτή ακριβώς η απλότητα βγάζει μια μεγαλοπρέπεια και είναι υπέροχο το τοπίο γύρω μας. Περπατάμε λίγο δίπλα από την κοίτη του ποταμού, προς τα κάτω. Δεξιά μου οι μανταρινιές, αριστερά μου ο ποταμός. Το νερό και η ποταμίσια βλάστηση, λεύκες, αροδάφνες ανθισμένες, αγριελιές, βάτοι και η ησυχία, ή μάλλον η γαλήνη του χώρου. Παραμυθένιο τοπίο! Εδώ, θέλω να χαρώ πικνίκ με καλή παρέα, με φίλους που ξέρουν να εκτιμούν τις ομορφιές του τόπου μας και την ηρεμία, όχι σούβλες και μουσικές. Μην με παρεξηγήσετε, μου αρέσουν και οι σούβλες και οι μουσικές, το κάθε πράμα όμως έχει τον τόπο του. Προς το παρόν, εδώ στο πέτρινο γεφύρι της Διερώνας, πίνουμε καφέ, χαιρόμαστε τη γαλήνη και πιστέψτε με, δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να βρω μουσική που να ταιριάζει με τον χώρο και τη διάθεσή μας.
Ξανά στο όχημά μας φεύγουμε από το γεφύρι και τη Διερώνα, επιστρέφουμε προς Αρακαπά και από Αρακαπά, αφού τον είδαμε ήδη, πάμε προς Καλό Χωριό. Πιθανόν κάποιοι να διερωτηθείτε «Μα καλά, ήρθαμε στη Διερώνα και δεν θα μας περάσεις και από το σπιτάκι της Διερώνας;». Να σας θυμίσω ότι υποσχεθήκαμε σαν εκπομπή ότι δεν θα πηγαίνουμε στα πολυσύχναστα, στα τουριστικά μέρη, θα χαιρόμαστε τις μικρές, άγνωστες γωνιές του τόπου μας. Το σπιτάκι μπορεί να είναι μικρό, αλλά είναι ίσως το πιο τουριστικό μέρος της Κύπρου τους τελευταίους μήνες. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γεμίσει με φωτογραφίες του. Τα άρθρα που έχουν γραφτεί στον διαδίκτυο δεν έχουν γραφτεί ούτε για το Κούριο ή τον ναό του Απόλλωνα Υλάτη. Οπότε, δεν είναι για εμάς το σπιτάκι της Διερώνας. Φτάνουμε στον Αρακαπά, ένα χιλιόμετρο είναι από Διερώνα, και ακολουθούμε τη σήμανση για Καλό Χωριό. Σε 3-4 χιλιόμετρα περνάμε πολύ κοντά στο ξωκλήσι του Τιμίου Σταυρού, φαίνεται από τον δρόμο, είναι παραμυθένια τοποθεσία, το περιγράψαμε όμως σε προηγούμενη εκπομπή, προχωρούμε.
Οκτώ περίπου λεπτά, έξι χιλιόμετρα μετά τον Αρακαπά, φτάνουμε σε μια άλλη τοποθεσία με ενδιαφέρον. Στα αριστερά του δρόμου, βλέπουμε την ταμπέλα για το εγκαταλελειμμένο χωριό Αθρακός. Ο Αθρακός ήταν κτισμένος σε μια κοιλάδα η οποία περιβάλλεται από όλες τις πλευρές από ψηλές βουνοκορφές από 780 μέχρι και 900 μέτρα. Υπάρχει βροχόπτωση και η κοιλάδα προστατεύεται από τους ανέμους αλλά λόγω των πολύ μεγάλων κλίσεων δεν υπάρχει γη κατάλληλη για καλλιέργειες. Κατά πάσα πιθανότητα, το χωριό πήρε το όνομά του από το γεγονός ότι οι κάτοικοι κατασκεύαζαν κάρβουνα, άνθρακες δηλαδή, από την πυκνή δασική βλάστηση της περιοχής, για να ζήσουν. Τους έδιναν χαρά τα λίγα αμπέλια και τα προϊόντα τους φυσικά, που είχαν στις απότομες πλαγιές. Σε προηγούμενη εκπομπή μιλήσαμε για την πολιτική, μάλλον τη «σοφία» της κρατικής μηχανής να επιχορηγεί το ξερίζωμα των αμπελιών. Ε, οι τελευταίοι κάτοικοι πήραν τα λεφτά της επιχορήγησης και το εγκατέλειψαν. Και ποιος θα μπορούσε να τους κατηγορήσει γι’ αυτό, αφού το χωριό ήταν ήδη ερημωμένο, πριν ακόμα ασφαλτοστρωθεί ο δρόμος και πριν πάει το ηλεκτρικό ρεύμα.
(Φωτογραφία: Ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Αθρακός υπάρχει από την εποχή της Τουρκοκρατίας)
Στο χωριό σώζεται μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Πρόκειται για ναό κτισμένο με πέτρα του βουνού, κεραμιδόπλακες για πάτωμα και επίπεδα κεραμίδια κατασκευασμένα πάλι από χώμα της περιοχής. Είναι κτισμένος στην βόρεια όχθη παραποτάμου του Άμαθου, από τον 16ο αιώνα. Λιτό κτίσμα, σε εξαιρετική τοποθεσία, μέσα σε ένα μικρό, καταπράσινο δάσος από καρυδιές. Ακόμα ένας καφές σε ονειρικό τόπο.
Βγαίνουμε ξανά στον δρόμο Αρακαπά- Καλού Χωριού και σε 6 χιλιόμετρα, 3-4 λεπτά είμαστε στο Καλό Χωριό. Είναι κτισμένο στις πλαγιές της Παπούτσας, σε υψόμετρο 700 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ναι, της Παπούτσας και ξέρετε, όσο περίεργο και να ακούγεται, ενώ απέχει 21 μόνο χιλιόμετρα από το κέντρο της Λεμεσού, διοικητικά ανήκει στην Πιτσιλιά. Έχοντας τις κατάλληλες κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες, οι κάτοικοι από παλιά δημιούργησαν αμπελώνες που καθόρισαν το παρελθόν αλλά θα καθορίσουν και το μέλλον τους, όπως φαίνεται, αλλά αυτά σε λίγο. Οι αμπελώνες φτάνουν μέχρι τις αυλές και τις βεράντες των σπιτιών και το καλοκαίρι είναι καταπράσινοι. Το χωριό άρχισε να κτίζεται όταν σταμάτησαν οι επιδρομές των Σαρακηνών στην κυπριακή ύπαιθρο, οπότε τα παλιά σπίτια του χωριού έχουν ένα χαρακτήρα πιο ανοικτό από άλλα χωριά. Μεγάλα παράθυρα, δίφυλλες πόρτες και μπαλκόνια, ωραία μπαλκόνια. Θα περπατήσουμε λίγο μέσα στο χωριό, οπότε παρκάρουμε το αυτοκίνητό μας, προσεκτικά, χωρίς να ενοχλούμε και σίγουρα όχι μπροστά στον χώρο του Μνημείου Αγωνιστών, όπως άλλοι επισκέπτες. Τα μνημεία δεν τα φτιάχνουμε για να τα κρύβουμε. Είναι μια υπέροχη μέρα σήμερα και αυτά που βλέπουμε γύρω μας, μας ενθουσιάζουν ακόμα παραπάνω. Ξεκινούμε από τη λεωφόρο κουμανταρίας και μπαίνουμε στον πυρήνα του χωριού, στα στενά δρομάκια, με τα παραδοσιακά πετρόκτιστα μικρά σπίτια και τις κυρτές στέγες.
Κυριολεκτικά, είναι κολλημένα μεταξύ τους, λες και ακουμπούν, στηρίζονται το ένα πάνω στο άλλο. Και στη μέση η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας κρυμμένη από τις χαρακτηριστικές κεραμιδένιες στέγες. Η εκκλησία, χτισμένη το 1888, χρειάστηκε να επεκταθεί το 1999 για να καλύψει τις ανάγκες του χωριού που συνεχίζει να αναπτύσσεται. Ξύλινα παράθυρα και πόρτες, βαμμένα σε διάφορα χρώματα και μπαλκόνια, πολλά μπαλκόνια, με γλάστρες. Παντού καρυδιές, κληματαριές, γλάστρες, πράσινο, συναντούμε και μία στοά που ενώνει τις εισόδους των σπιτιών. Ωραίο το περπάτημά μας στο Καλό Χωριό, περνάμε και από το μουσείο κουμανταρίας, όπου θα δούμε πως έφτιαχναν οι παλαιότεροι το κυπριακό νάμα, όπως ονομαζόταν η κουμανταρία πριν πολλούς αιώνες, αλλά θα δούμε και τον σύγχρονο τρόπο, μια και στεγάζεται στον ίδιο χώρο. Μας κερνούν κουμανταρία, εγώ δεν θα πιω, οδηγώ, εσείς όμως χαρείτε την. Νιώθετε ήδη την πλούσια γεύση, χαϊδεύει τον ουρανίσκο σας, έτσι δεν είναι; Και στη μύτη το χαρακτηριστικό άρωμα της;
(Φωτογραφία: Στο μουσείο κουμανταρίας, μπορείτε θα δούμε πως έφτιαχναν οι παλαιότεροι το κυπριακό νάμα.)
Φεύγοντας από το μουσείο κουμανταρίας, περνάμε απέναντι όπου βρίσκεται το νεόκτιστο μουσείο του Ελιόμυλου, στο οποίο παίρνουμε μια πρώτη εντύπωση από τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής ελαιόλαδου. Βλέπουμε τη μεγάλη πρέσα με τις ψάθες της, αλλά και άλλα παραδοσιακά εργαλεία και μηχανήματα ενός παλιού ελαιοτριβείου. Περνάμε καλά στο Καλό Χωριό Λεμεσού, απολαμβάνουμε τα δρομάκια του, τη γραφικότητά του, τα μουσεία του, αλλά με όλα αυτά που βλέπουμε, μάλλον, αυτά που μας δείχνουν οι κάτοικοι του χωριού, συνειδητοποιούμε και το πόσο περήφανοι είναι για το χωριό τους.
Εμείς, η παρέα της εκπομπής roadtrip.cy, πίνουμε νοερά κουμανταρίες στο Καλό Χωριό της Λεμεσού. Στο νησί μας υπάρχουν πέντε χωριά με αυτό το όνομα, Καλό Χωριό. Σε προηγούμενες εκπομπές, επισκεφθήκαμε ήδη το Καλό Χωριό Ορεινής στη Λευκωσία, το Καλό Χωριό Λάρνακας, θυμάστε την ταβέρνα Κουτσονικολιάς; Σήμερα είμαστε στο Καλό Χωριό της Λεμεσού, μας έμειναν μόνο δυο Καλά Χωριά να επισκεφθούμε, έχουμε μέλλον. Τα Καλά Χωριά, όλα, έχουν ένα κοινό παρονομαστή, κυριολεκτικά «παρονομαστή» όμως. Αρχικά, είχαν άλλο όνομα, όχι εύηχο, όνομα που δεν αντιπροσώπευε ή που δεν ενθουσίαζε τους κατοίκους, με αποτέλεσμα να το αλλάξουν. Στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει και ωραία ιστορία. Δεν θα σας πω το αρχικό όνομα του χωριού από εδώ, πάντως είχαν δίκιο, δεν ήταν όνομα που το λες εύκολα. Google it και θα δείτε τι εννοώ. Η ιστορία λέει ότι ένας ξένος επισκέπτης κάποτε, πλησίαζε το χωριό, δεν ήταν σίγουρος ποιο χωριό ήταν, οπότε ρώτησε μια κυρία που δούλευε στα χωράφια έξω από το χωριό. Η κυρία ντρεπόταν να του πει το όνομα του χωριού, οπότε του απάντησε «Πάντως, εν καλό χωριό» και έτσι έμεινε το όνομα. Να είστε σίγουροι ότι κάπως έτσι έγινε η αλλαγή ονόματος και στα άλλα Καλά Χωριά.
Το Καλό Χωριό της Λεμεσού είναι ένα από τα 14 χωριά της Κύπρου που δικαιούνται να παραγάγουν κουμανταρία, ένα από τα δεκατέσσερα κουμανταροχώρια. Στο σίριαλ «κουμανταροχώρια» αναφέραμε αρκετές φορές την κουμανταρία. Πρέπει να πούμε κάποια πράγματα γι’ αυτό το πολύ ειδικό κρασί μας, με πιστοποιημένη ονομασία προέλευσης από το 1990. Πρέπει να ξέρουμε την ιστορία του και να είμαστε περήφανοι γι’ αυτή την περιουσία μας. Γιατί είναι πραγματικά περιουσία.
Εμείς δεν χρειάζεται να κόψουμε το κρασί, φτάνει να το απολαμβάνουμε με μέτρο. Θα πούμε κάποια πράγματα για τον εξαιρετικό αυτό οίνο με πιστοποιημένη ονομασία προέλευσης. Ο Πορφύριος Δίκαιος, που θεωρείται από πολλούς ο πατέρας της κυπριακής αρχαιολογίας, το 1932, με την ομάδα του ανακάλυψαν, ένα οικισμό από την ύστερη εποχή του χαλκού, κοντά στη Λεμεσό, στην Ερήμη. Ωοειδή, στρογγυλά σπίτια και πολλά κομμάτια από σπασμένα αγγεία. Αρκετά από αυτά ήταν από φλάσκες, δηλαδή δοχεία που έβαζαν υγρά, κρασί, λάδι και άλλα. Τότε δεν υπήρχε ούτε η τεχνολογία, ούτε ο εξοπλισμός για να αναλύσουν τα κατάλοιπα που ήταν ορατά στα κομμάτια αυτά. Ελπίζοντας ότι στο μέλλον η τεχνολογία θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα, ο Δίκαιος και η ομάδα του έδωσαν για φύλαξη τα ευρήματα στις αποθήκες του μουσείου.
Fast forward, ερχόμαστε στο 2005, όταν ο διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, Παύλος Φλουρέντζου έδωσε δείγματα για ανάλυση στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Το Πανεπιστήμιο αποδεικνύει ότι τα θραύσματα, ήταν από το 3500 π.Χ. και το περιεχόμενό τους ήταν κρασί. Αυτό, αποδεικνύει χωρίς κανένα ίχνος αμφιβολίας η αμφισβήτησης, ότι η Ερήμη, η Κύπρος αν θέλετε, είναι η γενέτειρα του κρασιού, τουλάχιστον για την Ευρώπη. Μιλάμε για ιστορία 5500 χρόνων στην κατασκευή κρασιού δηλαδή. Φυσικά δεν το κατασκευάζαμε μόνον, το πίναμε κιόλας. Θυμηθείτε τον Διόνυσο, τις γιορτές προς τιμήν της Αφροδίτης, Το ψηφιδωτό με τους «πρώτους οίνον πίοντες στην Πάφο, αυτό αν δεν το είδατε, πραγματικά αξίζει να το δείτε, ψάξτε το στο διαδίκτυο.
Εγώ δοκιμάζω κουμανταρία νοερά γιατί οδηγώ, εσείς ελπίζω να μερακλώσατε. Τόση ώρα μιλάμε για το κατεξοχήν κυπριακό κρασί, την κουμανταρία και την ιστορία της, αντέχετε;
Η ιστορία αυτού του κρασιού, αρχικά με το όνομα «νάμα» και μετά «κουμανταρία», συνεχίζεται μέσα στους αιώνες. Το αναφέρουν πολλοί, να πούμε ως παράδειγμα τον Ησίοδο, ο Όμηρος το ονόμαζε γλυκό κρασί της Κύπρου, κ.λπ. Πολλά χρόνια αργότερα, γίνεται η αλλαγή από «νάμα» σε «κουμανταρία», θα δούμε πότε και πώς.
Το 1191, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέλαβε την Κύπρο και την πούλησε σε ένα εκκλησιαστικό, ιπποτικό τάγμα Γάλλων Σταυροφόρων, τους Ναΐτες. Πριν πουλήσει το νησί, έκανε τον γάμο του στη Λεμεσό, όπου δοκίμασε το ντόπιο γλυκό κρασί, το νάμα και ενθουσιασμένος από την ποιότητά του και τη γευστική του ένταση, το αποκάλεσε «κρασί των βασιλέων» και «βασιλέα των κρασιών».
Ακολούθως, οι Ναΐτες υποχρεώθηκαν να παραδώσουν την εξουσία στον Γάλλο Γκι ντε Λουζινιάν (Guy de Lusignan), ο οποίος ίδρυσε τη δυναστεία του που διοικούσε την Κύπρο για σχεδόν τρεις αιώνες. Ένα εκκλησιαστικό πολεμικό τάγμα Ιωαννιτών ιπποτών έφτιαξε το κέντρο της στρατιωτικής του διοίκησης, το Commanderie ή Commandaria στο κάστρο του Κολοσσιού, δυτικά της Λεμεσού. Το φέουδο, η περιοχή διοίκησης δηλαδή του τάγματος, ήταν μεγάλη περιοχή χωριών της Λεμεσού. Στα χωριά αυτά υπήρχε μια μεγάλη και εύφορη περιοχή με καλλιέργειες σιταριού, βαμβακιού, ζαχαροκάλαμου και αμπελιών. Σε αυτά τα αμπέλια, τα αμπέλια κάτω από τη διοίκηση της μεγάλης κομανταρίας δηλαδή, οφείλει το κρασί τη μετονομασία του σε κουμανταρία. Οι ιππότες τού έδωσαν αίγλη και φήμη, ως κουμανταρία, αφού την εμπορεύονταν στους άρχοντες της δυτικής Ευρώπης και τους προσκυνητές, οι οποίοι καθ’ οδόν για τους Αγίους Τόπους έκαναν στάση στην Κύπρο και ανεφοδιάζονταν με αυτό το γλυκό κρασί.
(Φωτογραφία: Η ιστορία αυτού του κρασιού, αρχικά με το όνομα «νάμα» και μετά «κουμανταρία», συνεχίζεται μέσα στους αιώνες.)
Συνεχίζουμε την ιστορία της κουμανταρίας. Το 1223 μ.Χ., σε έναν διαγωνισμό κρασιού που οργάνωσε ο Γάλλος βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος, η κουμανταρία πήρε το πρώτο βραβείο, αναδείχτηκε το καλύτερο κρασί του διαγωνισμού. Ο Γάλλος ποιητής Ανρί ντ’ Αντελί, στο ποίημά του «Ο πόλεμος των κρασιών» λέει για την κουμανταρία: «Έλαμψε πρώτη σαν αστέρι», κερδίζοντας την υψηλότερη διάκριση σ’ αυτόν τον πρώτο «διεθνή» διαγωνισμό. Η φήμη του κρασιού συνεχίστηκε σε όλο τον Μεσαίωνα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, με την κουμανταρία να είναι σε εξαιρετική θέση, πάντα, στα καλύτερα και τα πλουσιότερα τραπέζια της Ευρώπης. Να προσθέσω ότι στη Βενετία που εκείνη την εποχή ήταν Μητρόπολη, για να εισαχθεί ένα προϊόν έπρεπε να πληρωθούν δασμοί. Η κουμανταρία, η δική μας κουμανταρία, κατά την εισαγωγή της απαλλασσόταν από τον εισαγωγικό δασμό, δεν πλήρωνε τίποτε. Γιατί τη θεωρούσαν τονωτικό. Κάτι σαν Red Bull δηλαδή.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της φήμης, όπως συμβαίνει πάντα εξάλλου, ήταν η αντιγραφή. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις αντιγραφής αλλά πιθανόν κάποιες να είναι φήμες. Θα αναφέρουμε, όμως, δύο περιπτώσεις που δεν χωρούν αμφιβολία γιατί υπάρχουν γραπτές αναφορές. Και ξέρετε, «Scripta manent», τα γραπτά μένουν. Τον 15ο αιώνα κυπριακές ρίζες αμπελιού, «κουζούπες» δηλαδή, μεταφέρθηκαν στη Madeira της Πορτογαλίας, όπου από τότε κατασκευάζεται το διεθνώς διάσημο κρασί Port, η Madeira Port. Πολύ κοντά στη δική μας κουμανταρία, αλλά με πολύ μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία, για πολλούς λόγους. Για κάποιους είμαστε εμείς υπεύθυνοι, αλλά αυτά σε άλλη εκπομπή.
Υπάρχει ακόμα μια εκπληκτική περίπτωση όπου οι κουζούπες μας στα κατάλληλα χέρια, με τη σωστή τεχνογνωσία αλλά και τη σωστή προώθηση, κάνουν πραγματικά θαύματα. Πρέπει να πω, όμως, ότι όταν λέμε προώθηση εννοούμε τη δημιουργία ενός μύθου, μιας ιστορίας, γύρω από ένα προϊόν και μετά τη σωστή αφήγηση, τη διάδοση αυτής της ιστορίας. Απλώς σκεφτείτε την ιστορία που μπορούσαμε να αφηγηθούμε εμείς. Πίσω στο θέμα μας, η δεύτερη καταγραμμένη υπόθεση αντιγραφής είναι η περίπτωση του ιππότη Thibaut του 4ου. Ο διάσημος τότε κόμης της Καμπανίας, μετά από σταυροφορία στους Αγίους Τόπους, επιστρέφοντας στη χώρα του, όπως πολλοί άλλοι σταυροφόροι, έκανε σταθμό στην Κύπρο. Τόσο λάτρεψε γενικά τα κυπριακά κρασιά και την κουμανταρία φυσικά, που φεύγοντας πήρε μαζί του από την Κύπρο δυο πράγματα μόνον, ή τουλάχιστον αυτά μόνο είναι καταγραμμένα. Πήρε τριανταφυλλιές για το άρωμά τους και κουζούπες από κυπριακά αμπέλια. Ήταν κόμης της Καμπανίας, που κακώς χρησιμοποιώ την εξελληνισμένη εκδοχή του τοπωνυμίου, ήταν επίτηδες όμως, για να σας αφήσω τα καλά τελευταία. Το όνομα της Καμπανίας στα Γαλλικά είναι Champagne… Champagne, σας λέει κάτι;
Οι ποικιλίες που συμμετέχουν στην παραγωγή του κρασιού συνήθως σε ανάμειξη είναι οι καθαρά δικές μας, γηγενείς κυπριακές: Το Μαύρο, ερυθρή ποικιλία και το Ξυνιστέρι, λευκή ποικιλία. Για την παραγωγή του γλυκού κρασιού, που κατοχυρώθηκε νομοθετικά το 1990, τα σταφύλια πρέπει να προέρχονται υποχρεωτικά από τους αμπελώνες αυτών των δεκατεσσάρων χωριών, οι οποίοι είναι δηλωμένοι και καταγεγραμμένοι, ώστε να μπορούν να ελεγχθούν.
Συνήθως, για γευστικούς και αισθητικούς λόγους, στην κατασκευή γίνεται ανάμειξη αυτών των δύο γηγενών ποικιλιών. Όταν η κουμανταρία παρασκευάζεται μόνο από άσπρα σταφύλια έχει ωραιότατο χρώμα και άρωμα αλλά δεν είναι τόσο γλυκιά. Όταν προέρχεται από μαύρα σταφύλια, είναι πολύ γλυκιά αλλά δεν έχει εκείνο το πολύτιμο χρώμα κεχριμπαριού. Έτσι για να παρασκευαστεί κουμανταρία με πιστοποιημένη ονομασία προέλευσης, υπάρχουν καθορισμένες επίσημες προδιαγραφές, τόσο όσον αφορά τις ποικιλίες που θα χρησιμοποιηθούν όσο και τη μεθοδολογία, τις οποίες πρέπει να τηρούν αυστηρά οι οινοβιομηχανίες.
Για την οινοποίηση, τα σταφύλια μετά τον τρύγο εκτίθενται στον ήλιο για περίπου μία εβδομάδα με σκοπό τη σταφίδωσή τους και την συμπύκνωση των φυσικών σακχάρων. Ο μούστος που προκύπτει από αυτά τα αφυδατωμένα πλέον σταφύλια θα μπει σε μεγάλα, παλιά, δρύινα βαρέλια, για ωρίμανση, σε ειδικά υπόγεια για τουλάχιστον δύο χρόνια.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ότι η κουμανταρία έχει βαθύ, κεχριμπαρένιο χρώμα, έντονα αρώματα στη μύτη με σύνθετο χαρακτήρα. Παίρνουμε πλούσια αρώματα σταφίδας, ξηρών σύκων, ξηρών καρπών, καπνού και λίγο από σοκολάτα. Γεύση πυκνή, με έντονη γευστική ισορροπία, αλλά, το πιο σημαντικό, και με επίγευση με διάρκεια. Είναι ένα πολύπλοκο, πληθωρικό κρασί που χαϊδεύει τις αισθήσεις και ξυπνά ωραία συναισθήματα.
Πριν λίγο, κατά τη διάρκεια της εκπομπής, αναφέραμε ότι η κουμανταρία μας είναι μια περιουσία για τον τόπο μας. Πιστεύω, τώρα μετά από όλη αυτή την ιστορική αναδρομή και αυτή την ανάλυση είναι ξεκάθαρο, ότι έχουμε ένα πραγματικό θησαυρό στα χέρια μας. Ένα θησαυρό ιστορίας, παράδοσης και κουλτούρας για τον οποίο πρέπει να είμαστε περήφανοι και να τον προστατεύουμε σαν κόρη οφθαλμού!
Εκτός όμως από όλα αυτά, η κουμανταρία μας είναι, ή θα μπορούσε να είναι, μια σοβαρή πηγή εισοδήματος για τον τόπο. Όπως το χαλούμι, για να μην πω ότι με τη σωστή προώθηση θα μπορούσε να είναι και πιο δυνατή πηγή εισοδήματος από το χαλούμι. Σκεφτείτε, αν καταφέρουμε να κατασκευάσουμε και να πουλήσουμε σοβαρές ποσότητες, τι σημαίνει αυτό για τον τόπο, πέραν από την εισροή εισοδήματος. Αστυφιλία; Πόσες δουλειές θα δημιουργηθούν; Πόσα χωριά θα φέρουν πίσω τους κατοίκους τους, αντί να εγκαταλείπονται και να μαραζώνουν; Τα χαλάσματα στα χωριά που είδαμε στη διαδρομή μας, π.χ. στην Βίκλα και στο Άγιο Γεώργιο του Αθρακού, θα σταματήσουν να είναι χαλάσματα, θα αποκτήσουν ξανά αξία, όπως και η γη γύρω από αυτά. Τουρισμός; Πόσοι ξένοι θα θέλουν να επισκεφτούν τα χωριά με οινική παράδοση εκτός από αυτούς που ήδη έρχονται για τον ήλιο και τη θάλασσα, αλλά και τι ποιότητας τουρίστες θα είναι;
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πλευρά σε αυτή την ιστορία. Μια χώρα που εξάγει ένα προϊόν σαν την κουμανταρία, εξάγει μαζί με τη συσκευασία και την εικόνα γύρω από το προϊόν και συνδέεται άμεσα με αυτή την εικόνα. Στην περίπτωσή μας εξάγουμε, παρουσιάζουμε στους ξένους δηλαδή, την ιστορία τουλάχιστον 5500 χρόνων του νησιού. Τους παρουσιάζουμε σύνδεση με την Αφροδίτη, τον Διόνυσο, τον Ησίοδο, τον Όμηρο, τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, τους Σταυροφόρους, τη Ρήγαινα και με τόσους άλλους. Τους μιλάμε για έναν οίνο με εξαιρετική ποιότητα και απίστευτο βάθος γεύσης. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η κουμανταρία είναι και ένα εργαλείο για να μεταδώσουμε μια άλλη, πιο σωστή εικόνα για τον τόπο μας. Ειδικά τώρα που, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, η εικόνα που βγάζουμε προς τα έξω είναι μια εικόνα για την οποία οποιοσδήποτε σωστός Κύπριος ντρέπεται. Στέλνουμε μηνύματα που δεν αντιπροσωπεύουν τον κόσμο του νησιού μας, στέλνουμε όλα τα λάθος μηνύματα. Υψώνουμε λάθος σημαία, σημαία από νάιλον, σημαία πλαστική.
Σήμερα, η παρέα μας, η παρέα του roadtrip.cy, μαζί, συνεχίσαμε τη διαδρομή μας στα κουμανταροχώρια, καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι το Καλό Χωριό. Μας έμεινε ο Άγιος Μάμας, το Καπηλειό και η Συκόπετρα για να ολοκληρώσουμε τη διαδρομή που ξεκινήσαμε. Δεν καταφέραμε να την τελειώσουμε γιατί σταματούσαμε παντού και είχαμε τόσα να δούμε. Χαρήκαμε μικρά χωριά, ιστορία του νησιού μας, ειδυλλιακά τοπία μια θαυμάσια, γεμάτη μέρα στον υπέροχο τόπο μας! Είμαστε πραγματικά τυχεροί που ζούμε σε ένα τέτοιο τόπο. Το έχω πει πολλές φορές, το ξέρω αλλά κάτι τέτοιες μέρες, σε τέτοιους τόπους το νιώθω ακόμα πιο έντονα. Απλώς, δεν είμαι σίγουρος ότι το συνειδητοποιούμε όλοι μας ή ότι το συνειδητοποιούμε αρκετά συχνά. Αν τον εκτιμούσαμε και λίγο παραπάνω, αν τον αγαπούσαμε πραγματικά αυτόν τον τόπο, αν τον προσέχαμε λίγο παραπάνω, δεν θα ήταν οι ζωές όλων μας καλύτερες, πιο πλούσιες;