Η Γαλλία μπορεί να καυχηθεί ότι είναι ένα από τα κράτη με την υψηλότερη εμβολιαστική κάλυψη στην Ευρώπη. Το 67% των πολιτών της έχει κάνει και τις δύο δόσεις, τα κρούσματα μειώνονται καθημερινά, τα εστιατόρια σφύζουν από ζωή και η νεολαία –χωρίς μάσκες–χορεύει, μέχρι πρωίας, σε μπαρ και νυχτερινά κέντρα.
Η καλή εικόνα της χώρας, όσον αφορά την εμβολιαστική κάλυψη, δεν είναι καθολική καθώς υπάρχουν διάσπαρτοι θύλακοι ανεμβολίαστων, από όπου ίσως ξεκινήσει ένα ακόμα χειμερινό πανδημικό κύμα.
Ενας από αυτούς είναι η βόρεια Μασσαλία, μία από τις φτωχότερες περιοχές της Γαλλίας αλλά και της Ευρώπης, όπου καταγράφονται και τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού.
Σε ορισμένες γειτονιές έχει εμβολιαστεί μόλις το 35% των κατοίκων, οι μισοί δηλαδή από τους εμβολιασμένους στις πιο εύπορες συνοικίες.
Μεγάλο χάσμα
Ο Ζαν Λικ Ζουβ, επικεφαλής του νοσοκομείου της πόλης, επισημαίνει ότι «η COVID-19, στη βαρύτερη μορφή της, έχει εξελιχθεί σε μια κοινωνική ασθένεια, σε αρρώστια των φτωχών» Το ίδιο συμπέρασμα διατυπώνει και η Μισέλ Ρουμπιρόλα, αντιδήμαρχος της Μασσαλίας, αρμόδια για τη δημόσια υγεία. «Οι άνθρωποι που σήμερα νοσηλεύονται στις ΜΕΘ» τονίζει, «προέρχονται από τις φτωχότερες συνοικίες της Γαλλίας και ολόκληρης της Ευρώπης» Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στα μέσα του περασμένου μήνα, το 90% όσων νοσηλεύθηκαν στις ΜΕΘ δεν ήταν πλήρως εμβολιασμένοι.
Παρόμοια χάσματα στα ποσοστά εμβολιασμού μεταξύ πλουσίων και φτωχών απαντώνται και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως οι Βρυξέλλες και η Στοκχόλμη.
Οσον αφορά τη Μασσαλία, οι δημοτικοί αξιωματούχοι αποδίδουν την κατάσταση σε διάφορους παράγοντες. Ανάμεσά τους οι περιορισμένες δημόσιες συγκοινωνίες –ιδιαίτερα στις βόρειες συνοικίες– γεγονός που δυσκολεύει τους ανθρώπους να επισκεφθούν νοσοκομεία και εμβολιαστικά κέντρα, αλλά και η παραπληροφόρηση που βρήκε πρόσφορο έδαφος σε μια περιοχή που βλέπει με σκεπτικισμό οποιαδήποτε απόφαση ή επιλογή της κεντρικής κυβέρνησης. Επίσης, για τους κατοίκους των πιο υποβαθμισμένων περιοχών το «υγειονομικό πάσο»δεν συνιστά κίνητρο, αφού δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη δυνατότητα εισόδου σε εστιατόρια, νυχτερινά κέντρα και μουσεία, καθώς αυτά δεν αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.
Πηγή: Kathimerini.gr