Ήταν 14 Απριλίου του 1986, όταν η γιγαντιαία, εμβληματική προσωπικότητα που ονομαζόταν Simone de Beauvoir θα άφηνε την τελευταία της πνοή στο Παρίσι, την πόλη στην οποία γεννήθηκε, μεγάλωσε, έδρασε και μεγαλούργησε.
Η Simone de Beauvoir σίγουρα δεν ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα. Θεωρείται αρχιέρεια του φεμινιστικού κινήματος και μία από τις γυναίκες που άλλαξαν κυριολεκτικά τον ρου της ανθρώπινης σκέψης στον αιώνα που μας πέρασε.
Συγγραφέας, φιλόσοφος, διανοούμενη και ακτιβίστρια και φεμινίστρια, με τη δράση της και την κοσμοθεωρία της άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο νοείται η γυναίκα ως ύπαρξη στην εποχή μας.
Η Σιμόν Λουσία Ερνεστίν Μαρία Μπερτράν ντε Μποβουάρ, όπως είναι το πλήρες ονοματεπώνυμό της, γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1908, στη λεωφόρο Ρασπάιλ των Παρισίων.
Αν και μεγαλώνει σε ένα συντηρητικό, μεγαλοαστικό και καθολικό περιβάλλον και σε μικρή ηλικία θέλει να γίνει καλόγρια, στα 14 της χρόνια περνάει μια καθοριστική υπαρξιακή κρίση που την απομακρύνει μια και καλή από τη θρησκοληψία και τη σπρώχνει σε πιο φιλοσοφικά μονοπάτια. Ουσιαστικά, το πάθος της για τη φιλοσοφία είναι αυτό που την οδηγεί στα έδρανα της École Normale Supérieure, όπου αμέσως ξεχωρίζει για την ανατρεπτική της σκέψη.
Σπούδασε μαθηματικά, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης, όπου από νεαρή ηλικία είχε καταφέρει να σαγηνεύσει τους πάντες με το μπρίο και το λαμπρό της μυαλό.
Η ζωή και η σκέψη της Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν είχαν να κάνουν φυσικά μόνο με το φεμινιστικό κίνημα αλλά και με τον υπαρξισμό, την Αριστερά, τη σεξουαλική απελευθέρωση και τη γαλλική διανόηση της εποχής.
Το 1921 γνωρίζει τον σύντροφο της ζωής της, Ζαν-Πωλ Σαρτρ και γίνονται το πιο γνωστό αντισυμβατικό ζευγάρι διανοουμένων στον πλανήτη.
Ταξίδεψαν μαζί σε όλο τον κόσμο και γνώρισαν από κοντά τεράστιες προσωπικότητες της εποχής όπως ο Τσε και ο Φιντέλ. Ο ελεύθερος έρωτας και η αυτοδιάθεση του σώματος βρίσκονται στην πεμπτουσία της σχέσης τους και η λέξη «γάμος» αποτελεί ένα «κακό αστείο». Όταν το 1931 ο Σαρτρ ζητά από τη Μποβουάρ να παντρευτούν –για πρακτικούς κυρίως λόγους– η Μποβουάρ είναι κάθετη: «Ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών».
Ενίοτε διατυπώνεται η άποψη πως αποτελεί ειρωνεία που η «μητέρα του φεμινισμού» έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων ως η σύντροφος ενός σπουδαίου άντρα αλλά αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, αφού η αυτονομία της Μποβουάρ ήταν τόσο μεγάλη που δεν τιθασσεύεται με τίποτα.
Ως ζευγάρι με τον Σαρτρ, μένουν σε διαφορετικά σπίτια και ως ερωτικοί σύντροφοι, διατηρούν ανοιχτές ερωτικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, ενίοτε και όλοι μαζί, καταστάσεις που η Μποβουάρ θα εξιστορήσει μέσα από το λογοτεχνικό της έργο.
Για να κερδίσει την οικονομική ανεξαρτησία της, η Σιμόν γίνεται καθηγήτρια, αλλά το ναζιστικό κατοχικό καθεστώς την απολύει το 1943, επειδή υποστηρίζει τη σχέση μαθήτριάς της με Ισπανό εβραϊκής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η Μποβουάρ έρχεται σε επαφή με τον Καμύ, τον Ζενέ, τον Πικάσο και άλλα «αντιστασιακά στοιχεία» του Παρισιού, ενώ παίρνει μέρος στην οργάνωση ‘Σοσιαλισμός και Ελευθερία’ που ιδρύει ο Σαρτρ στο πλαίσιο της αντίστασης.
Συχνάζει στο θρυλικό παρισινό καφέ Les Deux Magots, όπου οι πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις της με τον Σαρτρ και τους υπόλοιπους μένουν στην ιστορία. Όταν ο πόλεμος τελειώνει, αρχίζει η χρυσή εποχή για τη Σιμόν, που εκδίδει μαζί με τον Σαρτρ το πολιτικό περιοδικό ‘Les Temps Modernes’ στις σελίδες του οποίου αντανακλάται η ανατρεπτική της σκέψη πάνω στην πολιτική, τη φιλοσοφία και το γυναικείο ζήτημα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι συντηρητικοί και καθολικοί κύκλοι της Γαλλίας την βλέπουν ως «πορνογράφο» και ως «νυμφομανή».
Στα μέσα του 1949, η Σιμόν ντε Μποβουάρ δημοσιεύει ‘Το Δεύτερο Φύλο’ (Le Deuxième Sexe), ένα έργο που σήμερα είναι γνωστό ως «η βίβλος του φεμινισμού». Για πρώτη φορά, η ταυτότητα της γυναίκας παρουσιάζεται ως κάτι μη φυσικό και μη δεδομένο, ως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα που συντηρεί συγκεκριμένες σεξουαλικές σχέσεις εξουσίας: «Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι» είναι ίσως η γνωστότερη ατάκα της γνωστότερης φεμινίστριας του εικοστού αιώνα.
Το έργο της Μποβουάρ είναι πολυδιάστατο, αφού περιλαμβάνει από πολιτικές θέσεις και φιλοσοφικά δοκίμια μέχρι μυθιστορήματα, βιογραφίες και θεατρικά έργα. Η αλληλοεπιρροή με το Σάρτρ είναι εμφανής σε πολλές περιπτώσεις, τόσο στα κείμενα της Μποβουάρ, όσο και σε αυτά του Σάρτρ.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ πεθαίνει στις 14 Απριλίου 1986 από πνευμονία και θάβεται στο νεκροταφείο Μονπαρνάς του Παρισιού, δίπλα στον αγαπημένο της Σαρτρ.
Διάσημα αποφθέγματα της Σιμόν:
Κάποιες μέρες ο Θεός μοιάζει τόσο μακρινός, που μοιάζει απών.
Δεν γεννιέσαι γυναίκα. Γίνεσαι.
Είναι τα γηρατειά μάλλον παρά ο θάνατος που είναι το αντίθετο της ζωής.
Τα γεράματα είναι η παρωδία της ζωής, ενώ ο θάνατος μετατρέπει τη ζωή σε πεπρωμένο.
Αν θέλει να ξεχάσει κανείς μπορεί, πρέπει όμως, να θέλει.
Τους αρέσει να σκοτώνουν τον χρόνο τους περιμένοντας τον χρόνο να τους σκοτώσει.
Το παρόν δεν είναι ένα εν δυνάμει παρελθόν. Είναι η στιγμή της επιλογής και της δράσης.
Η ομορφιά έχει να πει ακόμα πιο λίγα και από την ευτυχία.
Η μοιρολατρία θριαμβεύει επάνω σ’ αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτήν.
Άλλαξε τη ζωή σου σήμερα. Μη στοιχηματίζεις στο μέλλον, ενέργησε τώρα χωρίς καθυστέρηση.