Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη
Τζιέρι* μου, 1922
Φωτεινή Στεφανίδη
Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο
Σελ. : 72
[...]Και το δεύτερο μεσημέρι βγήκε στην αυλή απ’ την κουζίνα φέρνοντας μια πιατέλα γεμάτη ώς επάνω κουτσομούρα μεγάλη, θα ‘ταν και δυο κιλά. Την είχε καλοτηγανίσει, πολύ τραγανή φαινόταν… Σκοντάφτει στο μαρμαράκι της πόρτας- πάντα τα ‘σερνε τα πόδια της- πάρ’ τα όλα κάτω. «Δε βαριέσαι», λέει στο λεπτό. «Ψι ψι ψι», έδωσε τα ψάρια στα γατιά. Μέχρι να φάνε εκείνα, σκουπίζει το ίδιο τηγάνι, ανάβει το πετρογκάζ, βάζει το τηγάνι επάνω με φρέσκο λάδι. Περιμένει ένα λεπτό. Κόβει δυο σφιχτές ντομάτες κι ένα μεγάλο κρεμμύδι, τα ρίχνει μέσα. Συνεχίζει ρίχνοντας καμιά δεκαριά αβγά, αφού τα έσπαζε πρώτα σ’ ένα πιατάκι. Το λάδι πιτσίλαγε, χάλαγε τον κόσμο. Τρίβει φέτα από πάνω. Ρίγανη, πιπέρι. Χωρίς κουβέντα κάτσαμε και φάγαμε. Αυτή ήταν η γιαγιά μου. Τα έχανε όλα, άρχιζε από την αρχή. (Απόσπασμα από την πρώτη σελίδα)
Το «Τζιέρι μου, 1922» είναι το τελευταίο βιβλίο της Φωτεινής Στεφανίδη και το βρήκα στο παιδικό τμήμα του Βιβλιοπωλείου. Μάλιστα πολλοί είναι αυτοί που το προτείνουν ως παιδικό, για παιδιά ηλικίας 11+. Ναι, συμφωνώ ότι κάνει και γι αυτές τις ηλικίες, σίγουρα όμως είναι ένα βιβλίο που δεν πρέπει να το στερηθούν όλοι οι υπόλοιποι. Το ταξίδι που προσφέρει αξίζει αναμφισβήτητα να το κάνουν όλοι!
Είναι μια ιστορία λουσμένη με τη γλυκύτητα και τη ζεστασιά της Ανατολής. Ευωδιάζει κανέλλα, ρίγανη, ελαιόλαδο που τσιτσιρίζει στη φωτιά, φρέσκο ψάρι, αχνιστές πίτες που μόλις έχουν ξεφουρνιστεί, φρεσκοτριμμένη τομάτα, γλυκά του κουταλιού και σπιτικά λικέρ. Έχει χρώματα ζωντανά παντού και μοναδικά εργόχειρα που σκαρώθηκαν με πολλή φαντασία, σπιρτάδα, δεξιοτεχνία και μεράκι!
Πρόκειται για μια προσωπική μαρτυρία με φόντο την ιστορία της Σμύρνης, για τα χρόνια εκείνα που προηγήθηκαν του ξεριζωμού αλλά και εκείνα που τον ακολούθησαν, μέχρι λίγο πριν τα γεγονότα με το «Σισμίκ» στο Αιγαίο, λίγο πριν «φύγει» η γιαγιά Φωτεινή.
Στόχος στο βιβλίο αυτό, δεν ήταν ποτέ να εξιστορηθούν ή να καταγραφούν τα ιστορικά γεγονότα αφού μετά τα τόσα χρόνια που πέρασαν είναι όλες αυτές οι πληροφορίες χιλιοειπωμένες με λεπτομέρια και εύκολα προσβάσιμες για όποιον ενδιαφέρεται να τις βρει. Σκοπός ήταν η μεταφορά των συναισθημάτων, η προσωπική και ιδιαίτερη αφήγηση της γιαγιάς κι ας είχαν αρχίσει οι θύμησες να μπερδεύονται στο κεφάλι της.
Τα λόγια βγαίνουν αβίαστα, γλυκά κι απλά όπως στην καθομιλουμένη γλώσσα της γιαγιάς και αυτή η ιδιαιτερότητα προσθέτει μια αρχοντιά στο κείμενο. Αυθόρμητη και ειλικρινής πάντα, αφήνει τα λόγια της να ηχούν στα αφτιά μας σαν κελαρυστό νερό.
Για να το καταφέρει αυτό η συγγραφέας δε χρειάστηκε πολύ. Μέσα σε εβδομηνταδύο σελίδες μόνο, μας χαρίζει ένα άρτιο έργο που συγκινεί με την απλότητα αλλά παράλληλα και με την αρχοντιά του. Η ιστορία χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στο Πριν από τη μικροασιατική καταστροφή του 1922, όταν μόνο τα σύννεφα τ’ ουρανού και της καθημερινότητας σκίαζαν τη ζωή. Το δεύτερο μέρος που αναφέρεται στο Τότε, μέσα στη φωτιά της καταστροφής, στο καραγιαγκίνι που κατάκαψε ζωές και περιουσίες και μαύρισε τις καρδιές. Ενώ το τρίτο μέρος αφορά το Μετά την καταστροφή, η προσφυγιά κι όλα ξανά απ’ την αρχή στη νέα πατρίδα. Στο τέλος, σαν παράρτημα, μας δίνεται ένας μικρός θησαυρός. Μας δίνονται σημειώσεις και τεκμήρια για πρόσωπα, τόπους και γεγονότα. Τα μέρη διαχωρίζονται με πορφυρές (μ’ αυτό το βαθύ κόκκινο που στο χρωμάτισμα των κλωστών το πετυχαίνεις με τις κρεμμυδόφλουδες) σελίδες που, προσθέτουν ή μάλλον τονίζουν τη θέρμη που πλημμυρίζει τις καρδιές γιαγιάς και εγγονής ή ακόμα τη ζεστασιά της αγάπης για το κάθε τι που φτιάχνεται από το τίποτα και γίνεται πολύ!
Ανάμεσα στο κείμενό της, ως εικονογράφος αυτή τη φορά Φ. Στεφανίδη, παρεμβάλλει εικόνες, σκίτσα με μολύβι, με το πιο ευτελές ίσως υλικό στην τέχνη, που προσθέτουν μια μαγεία, παίρνουν και εξυψώνουν την ιστορία σε άλλη διάσταση. Οι χαρακτήρες μοιάζουν σαν αυτούς που έχουμε φανταστεί, το σκηνικό το ίδιο, ενώ καμιά φορά τα σκίτσα λειτουργούν σαν επεξηγηματικοί πυλώνες για να ξεκαθαρίσουν ίσως όποια απορία ή σύγχυση έχει δημιουργηθεί ή για να δώσουν το κάτι ακόμα, που δεν το είδαμε ή νιώσαμε στο κείμενο.
Δε θέλει πολλά κανείς για να δημιουργήσει ένα έργο άξιο να αγαπηθεί. Με δουλεία και πείσμα γίνεται η ανάγκη και η φτώχια ομορφιά, ευγένεια και πολιτισμός. Με αγάπη φτιάχνεται από τη φθορά θησαυρός και μ’ ανάδυση ψυχής γίνονται έργα τέχνης, σαν αυτά της γιαγιάς Φωτίκας, σαν αυτό, το «Τζιέρι μου, 1922», και σαν άλλα πολλά της Φωτεινής Στεφανίδη.
Τα λόγια από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: […]Λίγες εικόνες της γιαγιάς από μια ολόκληρη ζωή, δοσμένες στην εγγονή σαν σκόρπιες φωτογραφίες από ένα μεγάλο ταξίδι. Εικόνες πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όταν μόνο τα σύννεφα τ’ ουρανού και της καθημερινότητας σκίαζαν τη ζωή, εικόνες μέσα από την Καταστροφή, το καραγιαγκίνι που κατέκαψε ζωές και περιουσίες και μαύρισε τις καρδιές, κι άλλες μετά την Καταστροφή, από την προσφυγιά και το ξεκίνημα στη νέα πατρίδα. Αληθινές όλες.
Για τη συγγραφέα: https://www.photinistephanidi.gr/biography.
Είπαν για τη συγγραφέα και το έργο της: https://www.photinistephanidi.gr/photini.php
Αναζητήστε το βιβλίο στο Βιβλιοπωλείο Parga εδώ.
*Τζιέρι ή τζιγέρι
τζιέρι (τουρκ. ciğer)
Η λέξη αυτή, στην κυριολεξία, σημαίνει συκώτι, σπλάχνο. Μεταφορικά όμως την χρησιμοποιούμε για να προσφωνήσουμε κάποιον γλυκά, με αγάπη και θετικά συναισθήματα. Λέμε ας πούμε... «Καλώς το τζιέρι μου, το σπλάχνο μου, το μωρό μου, την αγάπη μου...»