Έπειτα από τριάντα χρόνια παρουσίας στο θεατρικό σανίδι, εκατό παραστάσεις ως ηθοποιός και σκηνοθέτρια, συνεργάτιδα του ΘΟΚ από το 1995 σε πάνω από εξήντα παραγωγές, βραβευμένη τρεις φορές στα Θεατρικά Βραβεία Κύπρου, με παρουσία στην Επίδαυρο και τον κινηματογράφο, η Στέλα Φυρογένη, μία από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς του κυπριακού θεάτρου, αποφασίζει να ανοίξει την πόρτα στην τηλεόραση. Έτσι, σήμερα, υποδύεται στη σειρά «Η γη της ελιάς» την εκρηκτική Μανιάτισσα Χάιδω Στεφανέα και μας εξηγεί τους λόγους που είπε το «ναι» στον Αντρέα Γεωργίου. Μιλάει για την απώλεια της μητέρας της, πώς βίωσε τα χρόνια της πανδημίας και όλα αυτά που την κάνουν αισιόδοξη σήμερα.
Πρόσφατα έχασες τη μητέρα σου. Πώς βιώνεις αυτή την απώλεια;
Η απώλεια στη ζωή μας είναι πολύ δύσκολη. Ειδικά όταν έχει να κάνει με τον χαμό ενός αγαπημένου μας προσώπου. Αυτές οι στιγμές, όμως, μας δίνουν την ευκαιρία να κάνουμε την υπέρβασή μας και να ανοίξουμε τα μάτια μας στο ότι η ζωή μας μπορεί να είναι πολύ πιο όμορφη και ουσιαστική εάν συνειδητοποιούμε ότι το «μαζί» μπορεί να λειτουργεί καλύτερα για εμάς. Ο καθένας μόνος του δεν είναι εύκολο πράγμα. Θεωρώ πως πρέπει να είμαστε ανοικτοί για να δούμε την ομορφιά στους άλλους ανθρώπους, στο περιβάλλον μας, στη φύση, στα ζώα. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Η απώλεια κάθε είδους είναι δυσάρεστη και ο καθένας τη βιώνει με τον δικό του τρόπο. Δυστυχώς, οι σημερινοί ρυθμοί της ζωής μάς αναγκάζουν να πενθούμε στα γρήγορα. Νιώθω πως έχασα την άγκυρά μου, την «αρχή» μου. Πρόκειται για μία συνθήκη που σου δηλώνει πως από εδώ και πέρα υπάρχει μόνο το τέλος. Χρειάζεται χρόνος...
Θεωρείς πως ο χρόνος είναι γιατρός;
Σαφώς είναι. Θεωρώ πως είναι μέσα στη φύση μας αυτό, από τη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο για να ζήσουμε και είμαστε αποφασισμένοι να επιβιώσουμε. Πρέπει, λοιπόν, να δεχτούμε πως ο χρόνος απαλύνει τα πράγματα. Ίσως τα απογυμνώνει από τα πολύ σφοδρά συναισθήματα ή ακόμη τα μαλακώνει. Πιστεύω πως ο οργανισμός μας αναγκάζεται να αφήνει πράγματα να φεύγουν, δεν μπορούμε να τα θυμόμαστε όλα για πάντα. Ένα βασικό συστατικό της επιβίωσης.
Κάτι που πάντα ήθελα να σε ρωτήσω είναι γιατί γράφεις το όνομά σου με ένα λάμδα.
Το όνομά μου δεν γράφεται με ένα λάμδα. Συνηθίζεται να γράφεται με δύο από το ιταλικό «Stella». Θεωρώ πως στην Ελλάδα, όπου τον Στέλιο και τη Στέλλα τούς βαφτίζουν Στυλιανό και Στυλιανή, πρέπει το Στέλλα να γράφεται με ένα λάμδα αλλά δεν είναι καθόλου αυτό. Ξεκίνησα να γράφω το όνομά μου στο νηπιαγωγείο και το έμαθα με ένα λάμδα. Η μητέρα μου δεν μου το διόρθωσε ποτέ και -παρόλο που μιλάμε για προηγούμενες εποχές- είναι εντυπωσιακό ότι κανένας δάσκαλος ή καθηγητής δεν με ρώτησε γι’ αυτό ούτε μου το διόρθωσε. Ποτέ δεν μου είπε κανείς τίποτα. Δεν υπάρχει καμία σημειολογία πίσω από αυτό. Υπάρχει μόνο κάτι πολύ παιδικό και μου αρέσει.
Με τον θάνατο της μητέρας μου νιώθω πως έχασα την άγκυρά μου, την «αρχή» μου. Πρόκειται για μία συνθήκη που σου δηλώνει πως από εδώ και πέρα υπάρχει μόνο το τέλος
Είσαι μία ηθοποιός κατ’ εξοχήν θεατρική. Πώς και δεν έκανες ποτέ τηλεόραση μέχρι και σήμερα;
Το θέατρο εξαρχής ήταν τόσο πρωτόγνωρο για μένα. Γι’ αυτό δεν με ενδιέφερε να κάνω κάτι άλλο. Παρόλο που με γοήτευε πολύ το σινεμά, εντούτοις επέλεξα να αφοσιωθώ στο θέατρο. Η πρώτη μου αγάπη δεν ήταν η τηλεόραση, ίσως γιατί μου φαινόταν κάτι πολύ μακρινό. Όταν μπήκα στη δραματική σχολή, είχα σταματήσει να βλέπω τηλεόραση, δεν είχα χρόνο, οπότε υπήρχε μία απόσταση με το μέσο. Έπρεπε να είσαι πιο πολύ μέσα στα πράγματα για να πάρεις μία δουλειά στην τηλεόραση εκείνη την εποχή. Έπειτα, όταν ήρθα στην Κύπρο, ένιωθα υπερκαλυμμένη από τη δουλειά μου στο θέατρο και δεν υπήρχε η εσωτερική ανάγκη να κάνω τηλεόραση.
Είχες, όμως, πολλές προτάσεις για τηλεοπτικές δουλειές στην Κύπρο.
Τα πρώτα χρόνια είχα, αλλά βεβαίως οι άνθρωποι βαρέθηκαν να μου προτείνουν συνεργασίες (γέλια).
Ποιοι ήταν οι λόγοι που έλεγες «όχι» στην τηλεόραση;
Με κάλυπτε απόλυτα η δουλειά μου στο θέατρο, τόσο πρακτικά, από θέμα χρόνου δηλαδή, όσο και συναισθηματικά-δημιουργικά, με γέμιζε απόλυτα. Παίρνω μεγάλη ευχαρίστηση από τη δουλειά στο θέατρο.
Έτυχε να παρακολουθήσεις κάποια τηλεοπτική παραγωγή στην οποία αρνήθηκες συνεργασία και να μετανιώσεις εκ των υστέρων γι’ αυτό;
Για να σου πω την αλήθεια, για πολλά χρόνια η τηλεόραση δεν έπαιζε στο σπίτι μου, οπότε δεν έτυχε να παρακολουθήσω κάτι. Η καθημερινότητά μου δεν μου προσέφερε τον χρόνο για να δω τηλεόραση με πολύωρες πρόβες, διάβασμα και παραστάσεις.
Η τηλεοπτική σειρά του Alpha «H γη της ελιάς» αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη σου δουλειά στην τηλεόραση;
Ναι, είναι η πρώτη. Μετά από τριάντα χρόνια δουλειάς στο θέατρο, νομίζω πως μπορώ να κάνω και τηλεόραση (γέλια).
Τι ήταν αυτό που σε έκανε να πεις το «ναι» στη «Γη της ελιάς»;
Ήταν μία πολύ ωραία, ζεστή πρόταση από τον Αντρέα Γεωργίου και τον Κούλλη Νικολάου που μου έδειξε μεγάλη εκτίμηση σε όλα τα επίπεδα. Μου πρότειναν ένα ωραίο ρόλο, με ενδιαφέρον, σε μία σειρά με ένα πολύ καλό καστ ηθοποιών. Από την άλλη, σαφώς, έχει να κάνει με το γεγονός πως η δουλειά στο θέατρο σήμερα είναι πολύ δύσκολη. Τα δύο τελευταία χρόνια, με την πανδημία και τις συνέπειές της, ήταν μία πολύ ωραία ευκαιρία να κάνω αυτή τη γνωριμία με την τηλεόραση.
Πώς είναι αυτή η γνωριμία με τη δουλειά στην τηλεόραση, λοιπόν;
Η δουλειά αυτή έχει να κάνει με την κάμερα, με την οποία έχω μία κάποια εξοικείωση λόγω κινηματογράφου, οπότε η γλώσσα είναι η ίδια. Οι ταχύτητες είναι άλλες και η πληθώρα του πράγματος είναι κι αυτό προκλητικό από την πλευρά του. Πρέπει να είσαι συνεπής σε ένα πράγμα που δημιουργείται τώρα και πας μαζί του. Βέβαια, έχουμε το πλεονέκτημα ότι τα επεισόδια έρχονται πολύ νωρίς και έτσι έχουμε την ευκαιρία να μελετήσουμε και να εμβαθύνουμε. Αυτό θεωρώ πως είναι πάρα πολύ σημαντικό. Δεν ξέρω σε διαφορετική κατάσταση αν θα μπορούσα να αντεπεξέλθω. Είναι ενδιαφέρον να μπορείς να ψάχνεις να βρεις τον δρόμο σου μέσα από αυτές τις δυσκολίες και να καταφέρνεις να κρατήσεις ενιαίο το νήμα του ρόλου σου. Από την άλλη, εγώ ως άνθρωπος χαίρομαι πάντα να γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους στον χώρο. Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, χαίρομαι διότι έχω γνωρίσει πολλούς καινούργιους ανθρώπους που αγαπούν πολύ τη δουλειά τους και οι περισσότεροι από αυτούς δουλεύουν μεταξύ τους ως ομάδα εδώ και αρκετό καιρό. Αυτό δημιουργεί μία ατμόσφαιρα ασφάλειας και ένα πολύ ωραίο κλίμα που αν δεν υπήρχε, θα ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα.
Τελικά η δουλειά της τηλεόρασης είναι πιο απαιτητική από το θέατρο;
Είναι απαιτητική με διαφορετικό τρόπο. Χρειάζεσαι μία προετοιμασία και μία ετοιμότητα για κάτι που πρέπει να το πετύχεις σε ένα χρονικό διάστημα χωρίς να ταλαιπωρήσεις τον εαυτό σου και τους υπόλοιπους. Ουσιαστικά πρέπει να είσαι ανοικτός και ετοιμοπόλεμος ανά πάσα στιγμή.
Βλέπεις τον εαυτό σου να συνεχίζει μελλοντικά στην τηλεόραση;
Δεν έχω ιδέα. Πρόκειται για μία καινούργια εμπειρία, την οποία προς το παρόν τη ζω καλά. Από εκεί και πέρα δεν μπορώ να ξέρω. Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα πει πως δεν θα κάνω ποτέ τηλεόραση. Οι συνθήκες έφεραν έτσι τα πράγματα. Η προτεραιότητά μου ήταν το θέατρο.
Πες μας λίγα πράγματα γι’ αυτή τη γυναίκα που υποδύεσαι στη σειρά.
Πρόκειται για μία γυναίκα πολύ σκληρή, δυνατή και αθυρόστομη, με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχουν οι γυναίκες της Μάνης. Η γυναίκα αυτή έχει φαινομενικά μία τακτοποιημένη ζωή, δύο όμορφα παιδιά και ένα ήσυχο γάμο. Εκεί που τα πράγματα βαίνουν καλώς, η κόρη της δολοφονείται την ώρα του γάμου της. Έτσι, παρακολουθούμε μία γυναίκα, η ζωή της οποίας ξαφνικά αναποδογυρίζεται. Υπάρχουν κατάρες οι οποίες διατρέχουν τον ρόλο μου. Αυτό είναι πολύ προκλητικό για μένα ώστε να βρίσκω μετά τη γαλήνη μου έπειτα από αυτή την αρνητική ενέργεια του ρόλου. Προς το παρόν το διασκεδάζω γιατί εκστομίζω πολλές μανιάτικες λέξεις, πράγμα εντελώς καινούργιο. Αγαπώ πολύ τις γλώσσες, τις προφορές, την προέλευση και την ετυμολογία των λέξεων, οπότε αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Η γυναίκα αυτή ενεργεί και βρίζει ταυτόχρονα, πράγμα που αγγίζει το παράλογο. Μέχρι ενός σημείου μπορώ να την καταλάβω. Όλο το υπόλοιπο είναι μυθοπλασία και έχω την επικοινωνία μου με τον σκηνοθέτη για να βρίσκουμε κάθε φορά τον δρόμο. Γιατί όλα αυτά πρέπει να έχουν ένα υπόβαθρο, δεν μπορούν να είναι στον αέρα, χρειάζονται βάση.
Πώς βίωσες την περίοδο της πανδημίας που ήταν ένα τεράστιο πλήγμα και για το θέατρο;
Με μεγάλη πίκρα. Μας βλέπω να κατρακυλάμε σε ένα είδος μεσαίωνα. Βαλλόμαστε από παντού ως ανθρώπινο είδος. Η φύση μάς εκδικείται αλλά και εμείς οι ίδιοι αδιαφορούμε για όλα όσα συμβαίνουν. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να βγούμε αλώβητοι από όλο αυτό. Το να μπορούμε να επικοινωνούμε και να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, να χαμογελάμε και να βλέπουμε ο ένας τα δόντια του άλλου, να μπορούμε να φιληθούμε και να νιώθουμε τις μυρωδιές μας έχει καταστεί δύσκολο. Χρειάζεται να βρούμε ποια είναι αυτή η ανθρώπινη αρχή που θα μας κρατήσει σε αυτό τον πλανήτη.
Έχει επέλθει μεταξύ μας ένας διαχωρισμός;
Πάντα υπήρχε. Σήμερα είναι εμβολιασμένοι-ανεμβολίαστοι. Άλλοτε ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ, ΑΠΟΕΛ-Ομόνοια, μαύροι- λευκοί. Δεν μπορώ αυτό το πράγμα, είναι τόσο κλισέ. Έχουμε πρόβλημα οι ίδιοι με τον εαυτό μας. Θα έπρεπε να έχουμε λίγο περισσότερες απαιτήσεις από εμάς. Χρειαζόμαστε εκπαίδευση γι’ αυτό και δεν την έχουμε. Χρειαζόμαστε πολιτισμό και δεν τον έχουμε. Ας είμαστε, όμως, ανοικτοί όταν έρχεται ένα καλό πράγμα.
Αισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε σήμερα;
Οι μόνες στιγμές που είμαι αισιόδοξη και συγκινούμαι είναι όταν βλέπω εκείνους τους ανθρώπους που κάνουν την υπέρβαση στη ζωή τους. Εκείνους που δεν έχουν και δίνουν. Εκείνους που δεν περιορίζονται μόνο στον εαυτό τους και εκείνους που θα είναι έτοιμοι να σταθούν απέναντι στην αρνητικότητα του άλλου. Πολλές φορές το να χαμογελάσεις και να πεις μια καλημέρα σε κάνει να ανοίξεις μια πόρτα στον απέναντί σου. Αυτό δεν είναι αισιόδοξο;