Είναι αλήθεια, οι έντονες αρνητικά φορτισμένες εμπειρίες αλλάξουν τόσο τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις και σοκάρουν τον ψυχισμό, κυρίως υποσυνείδητα, αλλά με πολύ ισχυρές συνειδητές επιπτώσεις, πόσο μάλλον εάν τα άτομα έχουν μια προδιάθεση στην ψυχοπαθολογία.
Το πρόβλημα με την πανδημία του κορωνοϊού εγείρεται σε τρείς διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης. Πρώτον την επικινδυνότητα απέναντι στην βιολογική – σωματική υγεία, ολοκληρωτικά καθώς οι συνέπειες ήταν ολέθριες σε πολλές χώρες ανά το παγκόσμιο. Δεύτερον στην κοινωνική αντιμετώπιση – συμπεριφορά, ιδιαίτερα σε κολεκτιβιστικές κουλτούρες όπως την δική μας, που η ανάγκη της σωματικής επαφής με τα οικεία μας άτομα είναι πολύ μεγάλη. Τέλος, τρίτον, στην ψυχική υγεία, κατά την αντιμετώπιση διαφόρων ειδών φοβιών ή και καταθλιπτικών – υπαρξιακών προβληματισμών που οδηγούσαν τα άτομα ολοένα και πιο κοντά στον αρνητισμό.
Εάν αναλογιστεί κάποιος την σημαντικότητα του αισθήματος του φόβου, τόσο για την παγκόσμια υγεία, για την οικογένεια, για την εργασία, για την προσωπική εξέλιξη κ.ο.κ. τότε θα καταλάβουμε ότι κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε τον κορωνοϊό πολυδιάστατα. Οι κοινωνικέ φοβίες (να μην αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, να έχουμε ξεχάσει την πρόσωπο με πρόσωπο επαφή, την αλλοίωση των κοινωνικών «κανόνων») αποτελούν πλέον καθημερινότητα για πολλούς από εμάς, για αυτό όμως το γεγονός δεν ευθύνεται η ευαλωτότητα του είδους αυτή καθ’ αυτή, όμως μπορεί να καταφέρουμε να απαντήσουμε σε αυτές μέσα από τα βασικά ένστικτα του ανθρώπου, ένα άλλο fight or flight (αγώνας ή φυγή) σύστημα που ξυπνά μόνο την στιγμή που καλούμαστε να πάρουμε την απόφαση.
Συνειρμικά θα πρέπει να ανταποκριθούμε και στην σοβαρότητα που μπορεί να έχει ο εγκλεισμός (lockdown) τόσο στα επίπεδα στρες όσο και στις αλλαγές των βασικών αναγκών. Το φοβερό με την επιστήμη την ψυχολογίας είναι ότι τα περισσότερα από όσα διδασκόμαστε μέσα στα χρόνια, μετά από παρατηρήσεις, πειραματισμούς κλπ., είναι η ευπλαστότητα με την οποία καταστάσεις στις ζωές των ατόμων μπορεί να ανταποκρίνονται με διαφορετικό τρόπο στους ίδιους ορισμούς.
Έτσι γίνεται και με τον εγκλεισμό, μπορεί να αναφέρεται στην ουσία, πριν το lockdown, στους φυλακισμένους (καταδικασθέντες για ποινικά αδικήματα – ό,τι έχει να κάνει με τον νόμο) αλλά στην ουσία, ποιότητες του εγκλεισμού μπορεί να απαντούν και σε όλα όσα ζήσαμε. Όπως για παράδειγμα, η διαχείριση του χρόνου, βρεθήκαμε ξαφνικά αντιμέτωποι με τον πολυπόθητο χρόνο που όλοι θέλαμε αλλά δεν είχαμε, και εκεί σοκαρίστηκε το σύστημα, ξεκινήσαμε καινούρια χόμπι, ή μερικοί αντιληφθήκαμε ότι τελικά η ζωή μας ήταν πιο απλουστευμένη από όσο νομίζαμε.
Ένα άλλο κομμάτι του «περιορισμού στις μετακινήσεις» αν εξαιρέσουμε τα όσα προείπαμε, κοινωνικές συναναστροφές, εξωτερικές δραστηριότητες, αγορές κλπ., είναι η εμφάνιση αρκετών διαταραχών άγχους – ταυτόσημες πολλές φορές με τους κρατούμενους. Οι εντάσεις ανεβαίνουν με το παραμικρό από την υπερβολική τριβή, ή από την στέρηση της ελευθερίας με απώτερο σκοπό την παύση του αισθήματος της καταπίεσης και της μοναχικότητας.
Τέλος, αναφορικά με τις ψυχικές διαταραχές, κατά βάση τις καταθλιπτικές σκέψεις, αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι το πόσο αντίθετες, εκ διαμέτρου ήταν για το ανθρώπινο μυαλό οι καταστάσεις που ζούσαμε. Πρώτα γιατί, ο εγκλεισμός είχε σαν σκοπό την προστασία της υγείας της κοινωνίας, άρα θετικά αποτελέσματα. Ενώ στην αντίθετη περίπτωση, ο εγκλεισμός προσέθετε αρνητικά φορτισμένες συναισθηματικές σκέψεις στο άτομο, ως μονάδα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι, οι συνθήκες στις οποίες ζούσαμε και πλέον μάθαμε να αφομοιώνουμε, έχουν αλλάξει, και η αποδοχή αυτής της αλλαγής είναι και το κλειδί για σωστή αντιμετώπισή της. Θα πρέπει να προσαρμοστούμε στις ανακατατάξεις, όσον αφορά την ιεραρχία των αναγκών μας, πρώτα για την προσωπική «εξυγίανση» αλλά και για την ευρύτερα συλλογική.