ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: lace καλσόν, μίνι μαυρο φόρεμα και ankle boots
 

Οι δέκα παππούδες, η θάλασσα κι εγώ

Η παιδική ηλικία είναι η «πατρίδα» που γυρνά πίσω ο καθένας με γλυκιά νοσταλγία.

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

Φάμπιο Τζενοβέζι

Μετάφραση: Φωτεινή Ζερβού

Εκδόσεις Πατάκη

Σελ. 432 

...είναι χρήσιμο να ξέρεις να τρως, να πίνεις και να περπατάς, αλλά δεν μπορείς να πας πουθενά, αν δεν ξέρεις από πού έρχεσαι, και πού είσαι, και ποιοί είναι αυτοί γύρω που σε αγαπούν τόσο πολύ. (Απόσπασμα από το βιβλίο, σελ. 427)

Αναμφίβολα η παιδική ηλικία είναι η «πατρίδα» που γυρνά πίσω ο καθένας με γλυκιά νοσταλγία, ακόμα κι αν αυτή η παιδική ηλίκια ήταν θλιβερή. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τα χρόνια πριν την εισβολή της τεχνολογίας στην καθημερινότητά μας που άλλαξε άρδην τον τρόπο ζωής και σκέψης μας, τα γούστα, τις προτεραιότητές μας, που ροκανίζει το χρόνο μας και μας στερεί το παιχνίδι και τις παρέες, συρρικνώνει την εξωστρέφεια και την κοινονικότητά μας.

Το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερα άρθρα κατακλύζουν τα social media με θέμα τα παιδικά χρόνια των δεκατιών ’70, ’80 μέχρι και τις αρχές των ’90. Χρόνια που οι παρέες συναντιούνταν στους δρόμους για παιχνίδι χωρίς οι γονείς να ανησυχούν ιδιαίτερα, έπιναν νερό από το λάστιχο, περίμεναν τον παγωτατζή το απόγευμα για να πάρουν παγωτό χωνάκι, κατασκεύαζαν αυτοσχέδια δεντρόσπιτα, πετούσαν χαρταετούς, έπαιζαν ποδόσφαιρο στις αλάνες της γειτονιάς και μόλις σουρούπωνε κρυφτό, μέχρι να ανάψουν τα φώτα στο δρόμο που σήμαινε πως όλοι έπρεπε να μαζευτούν στο σπίτι.

Ωστόσο, οι δεκαετίες εκείνες έγιναν και πηγή έμπνευσης για πολλούς συγγραφείς, ξένους αλλά και έλληνες, και αφορμή να γυρίσουν νοερά στα χρόνια της δικιάς τους παιδικής ηλικίας. Πλημμυρισμένοι από τα συναισθήματά τους καταφέρνουν να μας χαρίσουν κείμενα γεμάτα γλυκιές θύμησες που, μας συγκινούν και σκορπούν χαμόγελα που φτάνουν ως τ’ αφτιά ενώ τα μάτια είναι ακόμα βουρκωμένα. Κείμενα που κατορθώνουν να ταξιδέψουν κι εμάς πίσω στο χρόνο, πίσω στην «πατρίδα» των αθώων παιδικών μας χρόνων.

Η λίστα των βιβλίων αυτών, που αγάπησα, όλο και μεγαλώνει. Δίπλα στο «Μια θάλασσα κι έναν καιρό» του Λουκά Φουρλά, στο «Ο λαθρεπιβάτης» του Βάσου Νικολάου, στο «Τα πρωτοβρόχια» του Σπύρου Κιοσσέ προστίθεται τώρα θριαμβευτικά και το νέο βιβλίο του Φάμπιο Τζενοβέζι «Οι δέκα παππούδες, η θάλασσα κι εγώ». 

Είναι ένα μυθιστόρημα που το βρήκα καταπληκτικό, δικαιωματικά του δόθηκε ο χαρακτηρισμός «ρόκ» από τον Gian Paolo Serino της Il Giornale. Ο Φάμπιο εξιστορεί σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση την ιστορία των παιδικών του χρόνων, από την πρώτη δημοτικού μέχρι που θα πάει στην Τρίτη γυμνασίου, με τους δέκα του παππούδες και την προσπάθειά του να επιβιώσει ή να εναρμονιστεί στο περιβάλλον της κοινωνίας όπου μεγάλωνε, στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Ο Φάμπιο ήταν αλλά και έδειχνε τόσο διαφορετικός όσο κι απόμακρος από το σύνολο. Ένα παίδεμα σκέψεων και μια πάλη συναισθημάτων και γεγονότων τον οδηγούν στο τελικό συμπέρασμα της αποδοχής του ποιός είναι, από που έρχεται και πού πάει το οποίο του χαρίζει χαρά και γαλήνη, αφού συνειδητοποιεί ότι αυτή η διαφορετικότητα είναι αυτή που τον κάνει μοναδικό.

Η αφήγηση εικονοπαραστατική, με μοναδικά κινηματογραφικά καρέ που μας κάνουν να φέρουμε στο νου εικόνες από ταινίες του κινηματογράφου που μας μάγεψαν όπως, την ταινία « Σινεμά ο Παράδεισος» του Τζουζέπε Τορνατόρε, την «Ουρανία» του Κώστα Καπάκα ή ακόμα και την τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Τα καλύτερά μας χρόνια».

Ο συγγραφέας μας χαρίζει μια γλυκία, τρυφερή και συγκινητική ιστορία με ευδιάκριτο το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό. Ακουμπά με λεπτότητα ευαίσθητες χορδές συναισθημάτων και με ιδιαίτερη γλαφυρότητα σκιαγραφεί τον κάθε του χαρακτήρα μέσα στο έργο του. Μέσα από τα αθώα μάτια του ήρωά του, του Φάμπιο, κοιτάμε κι εμείς όλα εκείνα τα γεγονότα, μέσα από μια ευφιέστατη ροή, που του προκαλούν ανείπωτη χαρά και ενίοτε αποκαρδιωτική θλίψη. Μας προσφέρεται χωρίς τσιγκουνιά φουρτούνα συναισθημάτων που εναλλάσονται συνέχεια καθ' όλη τη διάρκεια της διήγησης και αφού φθάσει το τέλος το εισπράτουμε με δέος, γιατί πρόκειται για μια συγκινητική ομολογία για το πως ξεκίνησαν όλα...

Διαβάστε το αργά, χωρίς βιασύνη. Απολαύστε κάθε του πρόταση, χαρείτε κάθε του έκφραση. Μην κρυφτείτε, κλάψτε! Μην ντραπείτε, αφήστε το γέλιο σας να βγει δυνατό! Γευτείτε το σαν ώριμο αχλάδι, γιατί σαν τέτοιο είναι, που δαγκώνοντάς το πλημμυρίζει το στόμα με τον χυμό του, που σπάει μύτη η μυρωδιά του, που είναι γλυκό και η σάρκα του λιώνει στο στόμα αφήνωντας εκείνη την ιδιαιτερότητα της υφής της στη γλώσσα και στον ουρανίσκο...

Τα λόγια από το οσπισθόφυλλο: Ο Φάμπιο είναι έξι χρονών, έχει δύο γονείς και καμιά δεκαριά παππούδες. Έτσι ακριβώς, καθώς είναι το μοναδικό παιδί της οικογένειας Μαντσίνι. Οι παππούδες του, δηλαδή τα αδέρφια του πραγματικού του παππού, είναι άνθρωποι παράξενοι, νευρικοί, ιδιόρρυθμοι σε βαθμό επικίνδυνο, που μαλώνουν μεταξύ τους για το ποιος θα πάρει μαζί του τον Φάμπιο στο κυνήγι, στο ψάρεμα και σε ένα σωρό άλλες, συχνά ακατάλληλες για μικρό παιδί, δραστηριότητες.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο Φάμπιο μεγαλώνει χωρίς να συναναστρέφεται συνομήλικούς του. Η πρώτη μέρα στο σχολείο θα είναι γεμάτη εκπλήξεις: υπάρχουν στον κόσμο κι άλλα παιδιά στην ηλικία του, που έχουν πολλούς φίλους και λίγους παππούδες, που διασκεδάζουν μεταξύ τους παίζοντας παιχνίδια με παράξενα ονόματα: κρυφτό, μαντιλάκι, τυφλόμυγα. Ευτυχώς πλάι του έχει έναν στοργικό πατέρα, που δε μιλάει, τα μαγικά του χέρια όμως επιδιορθώνουν ό,τι χαλάει, μια μαμά έτοιμη πάντα να προστατεύσει τον Φάμπιο από τις απογοητεύσεις της ζωής, μια γιαγιά που διευθύνει τα πάντα και μια σοφή φίλη που κυκλοφορεί με στολή πασχαλίτσας. Μια μεγάλη χαοτική οικογένεια που μοιάζει αήττητη, παρά τη φοβερή «κατάρα» που θέλει τους άντρες της να τρελαίνονται αν δεν έχουν παντρευτεί ως τα σαράντα (απόδειξη οι παππούδες). Κάτι απρόοπτο, όμως, ανατρέπει τα πάντα...

Μέσα από μεγάλες δυσκολίες, ξαφνικούς έρωτες και σημαντικές γνωριμίες, σε μια ροκαμβολική διαδρομή, τρυφερή, συγκινητική και ταραγμένη, ο Φάμπιο θα συνειδητοποιήσει ότι η διαφορετικότητά μας είναι ο θησαυρός που μας κάνει μοναδικούς.

Για τον συγγραφέα: Ο Φάμπιο Τζενοβέζι γεννήθηκε στο Φόρτε ντέι Μάρμι της Τοσκάνης το 1974. Έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα μυθιστορήματα Versilia Rock City, Esche vive και Chi manda le onde (Premio Strega Giovani 2015), καθώς και το Tutti primi sul traguardo del mio cuore, το ημερολόγιο της περιπέτειάς του στον Ποδηλατικό Γύρο της Ιταλίας. Το μυθιστόρημα «Οι δέκα παππούδες, η θάλασσα κι εγώ» (Il mare dove non si tocca) κυκλοφόρησε στα ιταλικά το 2017 και έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα ολλανδικά. Το 2021 κυκλοφόρησε το Il calamaro gigante («Το γιγάντιο καλαμάρι») με θέμα την αναζήτηση αυτού του σπάνιου είδους καλαμαριού, που για χρόνια αποτελούσε ένα αίνιγμα των θαλασσών (υπό έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη). Συνεργάζεται με την εφημερίδα Corriere della Serra και τo ένθετό της για το βιβλίο La Lettura

Έγραψαν για το βιβλίο: «O Τζενοβέζι αφηγείται την ιστορία μιας “γενιάς χωρίς δεκανίκια”, που έχει μάθει να στέκεται στα πόδια της και ν’ αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής με τις δικές της δυνάμεις, χωρίς να αναζητά σανίδα σωτηρίας». Gian Paolo Serino, Il Giornale

«Το “ροκ” ύφος του Τζενοβέζι διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου· άλλες συγκινούν κι άλλες διασκεδάζουν τους αναγνώστες, μα πάνω απ’ όλα τούς ξυπνούν συναισθήματα ενός “παρελθοντικού” κόσμου ιδωμένου μέσα από τα σπινθηροβόλα μάτια ενός παιδιού της δεκαετίας του ’80». Gian Paolo Serino, Il Giornale

«Ένα μυθιστόρημα για το πώς φτιάχνει κανείς τον δικό του δρόμο ανάμεσα στις κακοτυχίες της ζωής και στην απεραντοσύνη της θάλασσας, ένα τεντωμένο σκοινί για να βαδίσεις· το νήμα αυτής της αφήγησης έχει υφανθεί με μια πνοή ειλικρίνειας και αγάπης». diapostrofo.com 

Αναζητήστε το βιβλίο στο Βιβλιοπωλείο Parga εδώ.

lasithiotakisa@sppmedia.com

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη: Τελευταία Ενημέρωση