Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη
«Δεν πρέπει ποτέ κανείς να εκμυστηρεύεται σε μια γυναίκα τον ενθουσιασμό του για μιαν άλλη. Γνωρίζουν άριστα η μια την άλλη ώστε να πάρουν στα σοβαρά μια τέτοια ενθoυσιώδη εξομολόγηση. Για τις γυναίκες, οι άνδρες μοιάζουν με πελάτες καταστήματος όπου ο πωλητής έχει το πλεονέκτημα να γνωρίζει τα εμπορεύματά του και εκμεταλλεύεται επιδέξια κάθε περίσταση ώστε να τα παρουσιάσει σε ευνοϊκότερο φως, αντίθετα, ο αγοραστής προσέρχεται πάντα με μια δόση αφέλειας.» Απόσπασμα σελ. 55
Το καλοκαίρι, που είμαστε πιο ξέγνοιαστοι με περισσότερο ελεύθερο χρόνο και ανεβασμένη τη διάθεση, είναι μια εποχή που μας δίνεται η ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με αναγνώσματα που δεν έχουμε το χρόνο να διαβάσουμε σε άλλες περιόδους, είτε γιατί τα θεωρούμε πιο δύσκολα, είτε γιατί χρειάζονται περισσότερο την προσοχή και προσήλωσή μας.
Το βιβλίο του Γκαίτε «Ένας άνδρας πενήντα ετών» είναι ένα έργο το οποίο ο κάθε ένας πρέπει να διαβάσει κάποια στιγμή στη ζωή του. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα της γερμανικής λογοτεχνίας αλλά και της παγκόσμιας, λόγω της βαθύτητας των θεμάτων που αναλύει και της φιλοσοφικής του αξίας.
Ο Γκαίτε άρχισε να το γράφει το 1807, λίγο πριν κλείσει τα πενήντα. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά δέκα χρόνια αργότερα σε συντομευμένη μορφή και επανεκδόθηκε το 1821, εντεταγμένο πλέον στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος για τον Βίλχεμ Μάιστερ. Στη σημερίνη, πολύ πιο εκτεταμένη της μορφή, η ουσιαστικά αυτοτελής αυτή νουβέλα είδε το φως της δημοσιότητας το 1829.
Με το έργο αυτό, ο Γκαίτε θέτει ουσιαστικά ερωτήματα για τη σημασία και τις επιπτώσεις του γήρατος στην κοινωνία και προβλέπει, προφητικά, πριν από διακόσια χρόνια, ότι η ματαιοδοξία και η φιλαρέσκεια του ανθρώπου για το φαίνεσθαι σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και κατ’ επέκταση της βιομηχανίας της ομορφιάς, θα φέρει σημαντικές επιπτώσεις στις οικογενειακές και κοινωνικές δομές, όπως φυσικά και διαπιστώνουμε πως ισχύει στην εποχή που διανύουμε.
Ο λόγος του Γκαίτε πάντοτε προσεγμένος και άρτιος αφού χρησιμοποιούσε διάφορα λογοτεχνικά μέσα και στυλ για να εκφράσει και αναδείξει τις συναισθηματικές, φιλοσοφικές και κοινωνικές πτυχές του έργου του. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται σε αυτό το έργο αποτελεί μια από τις πρώτες προσπάθειες στη γερμανική λογοτεχνία να συνδυάσει τα παραδοσιακά γραμματικά και λεξιλογικά χαρακτηριστικά της με νέους τρόπους γραφής και εκφραστικότητας.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η γλώσσα στο «Ένας άνδρας πενήντα ετών» είναι πλούσια και ποιητική, κάτι που αναντίρρητα συνέβαλε στη διάδοσή του ως ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της γερμανικής λογοτεχνίας.
Ένα σύντομο αλλά βαθύτατα πλούσιο ανάγνωσμα που θα εμπλουτίσει ποιοτικά τον χρόνο μας οδηγώντας μας σε φιλοσοφικά μονοπάτια.
Αναζητήστε το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο Parga εδώ.
Από το οπισθόφυλλο: Ο Γκαίτε άρχισε να γράφει το "Ένας άνδρας πενήντα ετών" το 1807, λίγο προτού κλείσει τα πενήντα. Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά δέκα χρόνια αργότερα σε συντομευμένη μορφή και επανεκδόθηκε το 1821, ενταγμένο πλέον στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος για τον Βίλχελμ Μάιστερ. Στη σημερινή, πολύ πιο εκτεταμένη της μορφή, η ουσιαστικά αυτοτελής αυτή νουβέλα είδε το φως της δημοσιότητας το 1829. Θέμα της έχει τη συναισθηματικά πολυτάραχη και βιωματικά σύνθετη εμπειρία του αρχόμενου γήρατος, σε μια εποχή όπου η ηλικία των πενήντα ετών θεωρείται γενικά ως αφετηρία της σωματικής και πνευματικής παρακμής και αποσύνθεσης· "γέρων τις πεντηκοντούτης" σημειώνει κάπου σε ανάλογο πνεύμα ο Παπαδιαμάντης. Συμβολικό είναι το επεισόδιο όπου ο ήρωας χάνει ένα μπροστινό δόντι του, προαισθανόμενος ότι το σώμα του διαλύεται πλέον εις τα εξ ων συνετέθη. Ο Γκαίτε θέτει ερωτήματα για την ψυχική και κοινωνική σημασία του γήρατος και προβλέπει προφητικά τις επιπτώσεις που έχει στον σύγχρονο κόσμο μας ο συνδυασμός της φιλαρέσκειας με τις τεχνικές δυνατότητες της βιομηχανίας της ομορφιάς