ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: lace καλσόν, μίνι μαυρο φόρεμα και ankle boots
 

Τα πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ

Μικρή ιστορία ενηλικίωσης

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

Τα πρωτοβρόχια

Μικρή ιστορία ενηλικίωσης

Συγγραφέας: Σπύρος Κιοσσές

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Σελ. 168

Ακόμα και το εξώφυλλο, του βιβλίου, σε προϊδεάζει για την εποχή που διαδραματίζεται. Είναι γνώριμο το μωσαϊκό πάτωμα που είναι απλωμένο σε όλα τα σπίτια, στην Ελλάδα, των δεκατιών '70 και '80 αλλά ίσως και στα λίγο παλαιότερα αλλά και λίγο νεότερα των δεκατιών αυτών. Μια αισθητική πολύ χαρακτηριστική εκείνων των χρόνων. Μια αισθητική που λάτρεψα όταν έζησα κι εγώ σε ένα τέτοιο σπίτι πολλά χρόνια μετά.

Δεν έχω γραφείο, ίσα που φτάνει ο χώρος για δύο κρεβάτια στο παιδικό δωμάτιο, το δικό μου και της αδερφής μου. Γι’ αυτό διαβάζω στο τραπέζι της κουζίνας. Όταν δεν το χρειάζεται η μαμά  για να καθαρίσει φασολάκια ή για να φτιάξει τυροπιτάκια. Τα στερεά σώματα έχουν το δικό τους σχήμα και όγκο και αντιστέκονται σε κάθε δύναμη που πάει να τα παραμορφώσει.[...] Τα υγρά δεν έχουν δικό τους σχήμα, αλλά παίρνουν το σχήμα του δοχείου που περιέχονται. Σκέφτομαι ότι κι οι άνθρωποι έχουν σώματα, είναι σώματα, μπορούμε να να τους χωρίσουμε κι αυτούς σε κατηγορίες. Να, ο διευθυντής, ας πούμε. Αυτός είναι στερεός. Ακόμα κι αν τον παρακαλάμε να μας πάει εκδρομή, άμα πει όχι, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα. Η δασκάλα πάλι είναι υγρή, άλλοτε γλυκιά και φιλική, κι άλλοτε αυστηρή κι αγέλαστη, έτοιμη να μοιράσει τιμωρίες. Αλλάζει σχήμα συνέχεια. Όταν φυσάει άνεμος, τα κλαδιά των δέντρων κινούνται, σηκώνεται σκόνη κ.λπ. Όταν βρισκόμαστε έξω, αισθανόμαστε σαν να μας χαϊδεύει κάτι στο πρόσωπο, καθώς προχωρούμε. Από αυτά συμπεραίνουμε ότι κάτι υπάρχει γύρω μας που εμείς δεν το βλέπουμε και όμως το αισθανόμαστε. Αυτό το κάτι είναι ο αέρας που γεμίζει όλη την ατμόσφαιρα. Η γιαγιά είναι σίγουρα αέρας. Δεν την προσέχεις, δεν την καταλαβαίνεις, ξέρεις ότι είναι εκεί. Σαν χάδι, στο μάγουλο, όταν κοιμάσαι. Σαν τον αέρα που αναπνέουμε, κι ας μην τον βλέπουμε.[...] (σελ. 129 με 131)

Μια μικρή ιστορία ενηλικίωσης που κάνει, όσους κουβαλάνε σαράντα και πλέον χρόνια στην καμπούρα τους, να δακρύζουν πότε από τα γέλια και πότε από συγκίνηση. Κάθε μια από αυτές τις ιστορίες μιλά προσωπικά και άμεσα στον καθένα μας γι' αυτό και μας αγγίζουν τόσο πολύ. Είναι πολλές μικρές ιστορίες, διηγήματα, καλά στερεωμένες και σκηνοθετημένες ώστε να εξελίσσονται σαν νουβέλα. Υπάρχει εξέλιξη, συνέχεια, από την μια στην άλλη. Αυτό συμβαίνει και στο παραμύθι της γιαγιάς. Εξελίσσεται αποσπασματικά και παράλληλα με την υπόλοιπη ιστορία, ενώ αποδίδεται με λαϊκή γλώσσα της εποχής και του τόπου. Στο τέλος του, καταλαβαίνουμε πως δεν επρόκειτο ποτέ μα ποτέ για παραμύθι αλλά για μια θλιβερή ιστορία που μας προκαλεί λίγο πόνο. Όπως λίγο πόνο μας προκαλούσαν και τα παραμύθια της δικιάς μας γιαγιάς που είχαν πάντα μια δόση αλήθειας.  

Έχουμε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ο συγγραφέας ορίζει τον Τάσο  αφηγητή  και  του δίνει τη φωνή του. Δεν πρόκειται για αυτοβιογραφία παρόλο που πολλά στοιχεία χαρακτηρίζουν και το συγγραφέα όπως και πολλούς από εμάς. Είναι ένα μίγμα αυτοβιογραφικό και μυθοπλαστικό μαζί.  Η γλώσσα του αφηγητή είναι η γλώσσα που θα μπορούσε να έχει ένα παιδί δημοτικού εκείνης της εποχής. Δεν μπορούσε να έχει κάποια άλλη έκφραση, πως αλλιώς θα υπήρχε αυτή η αμεσότητα και πειστικότητα συνάμα. Το ίδιο και η αντίληψη, το παιδί μας αφηγείται τα γεγονότα όπως τα αντιλαμβανόταν μέσα από την άγνοια της ηλικίας του αλλά και της αθωότητάς του. Αυτό είναι και το βασικό γεγονός που μας κάνει να χαμογελάμε πολλές φορές διαβάζοντάς το. Ξέρουμε πως κι εμείς ίσως έτσι θα  είχαμε σκεφτεί τότε, ωστόσο τώρα μπορούμε να δούμε ακριβώς την πραγματικότητα.

Ο Τάσος λοιπόν μεγαλώνει σε μια λαϊκη γειτονιά μιας επαρχιακής πόλης στα τέλη της δεκαετίας του ΄'70 και στις αρχές του '80, σε μια περίοδο μεταβατική για την ελληνική κοινωνία, σε μια μεταπολίτευση με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα του 1981 θεωρείται τομή στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Για ένα παιδί όμως, τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει και πολύ. Εγώ δεν είδα καμία διαφορά, ζούμε ακριβώς το ίδιο όπως και πριν, αλλά ο μπαμπάς κάτι θα ξέρει. Και με τους φίλους του αυτούς έχει συμβούλια. Πρέπει να είναι καλά εκεί, γιατί πάντα γυρνάει πίσω χαρούμενος. (σελ. 13-14) Μέσα από την αυτοδιήγηση του ήρωα ζωντανεύει το κλίμα της εποχής, όπως, τουλάχιστον, μπορεί να το αντιληφθεί ο ίδιος, αλλά και το πλέγμα των οικογενειακών σχέσεων – άλλοτε υποστηρικτικό, σαν δίχτυ σφαλείας, κι άλλοτε πνιγηρό κι αναπόδραστο, σαν τον ιστό της αράχνης, όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο.

Στην πατριαρχική οικογένεια του Τάσου, δεν επικρατούσαν πάντα οι ισορροπίες. Δεν είναι μια ιστορία που ωραιοποίει το παρελθόν. Αντιθέτως μάλιστα ξεσκεπάζει όλα όσα πονούσαν και δεν τολμούσε κανείς να μαρτυρήσει ενώ διακατέχεται παράλληλα από μια γλυκία νοσταλγία που σκορπίζει συγκίνηση και μνήμες. Και ξαφνικά φάνηκε η μεγάλη σημασία του αλατιού στη ζωή των ανθρώπων. Ο μπαμπάς, που λατρεύει το αλάτι, πάντα ρίχνει στο φαγητό, όσο αλμυρό κι αν το έχει κάνει η μαμά, για να του αρέσει, ζήτησε την αλατιέρα. Η μαμά, αναστατωμένη, έψαξε στο καλάθι, το άδειασε όλο, δεν το βρήκε, πήγε στο αμάξι, έψαξε όλες τις σακούλες, δεν το βρήκε, ούτε στο πορτμπαγκάζ, ούτε πουθενά, η μαμά είχε ιδρώσει, ο μπαμπάς την κοίταζε άγρια, κι εγώ κατάλαβα τι θα γινόταν σε λίγο, η μαμά ξανάψαξε το καλάθι, το αναποδογύρισε, «μα ξέχασες το σημαντικότερο πράγμα;» άρχισε να ουρλιάζει ο μπαμπάς [...] (σελ.107)

Στην ιστορία αυτή παρελαύνουν νέοι ένοικοι στη γειτονία, νέα παιδιά στο σχολείο, νέο παιδί στην οικογένεια. Ταψιά που πηγαινοέρχονται στον φούρνο της γειτονιάς με μοσχομυριστά τσουρέκια. Τηγανιτά κεφτεδάκια που μεθούν όλη τη γειτονιά και την κάνουν να τα λαχταρά. Δέματα με δώρα που έρχονται από το εξωτερικό. Ξενητεμένοι. Το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ. Τα πρώτα σίριαλ της ελληνικής τηλεόρασης, «Το Λούνα Παρκ» με την κυρία Ουρανία και τον κυρ Γιώργη. Τραγούδια που αγαπήσαμε κι ακόμα θυμόμαστε να ηχούν στ’ αυτιά μας. Τζάμια που τα σπάει μια μπάλα, η γειτόνισσα που φωνάζει. Αυτή η γειτόνισσα που πάντα κάτι της φταίει. Οι ψείρες και τα κουρέματα με τη ψιλή. Κεφάλια που άνοιγαν στο παιγνίδι. Θάνατος. Αδυναμίες που στεναχωρούν και διαλύουν οικογένειες, κόκκινα κραγιόν και τακούνια που σκορπούν τον πειρασμό. Όλα μαστορεμένα δοσμένα με μια αποκαρδιωτική αφέλεια ή αθωότητα, δεν ξέρω. Γιατί καμιά φορά προσπαθώντας να νιώσουμε καλύτερα φέρνουμε στη μνήμη, στο παρόν, κάτι ευχάριστο για να μας φτιάξει τη διάθεση. Προσπαθώντας να επιβιώσουμε ενός δυσάρεστου γεγονότος, πλάθουμε στον δικό μας κόσμο τη δικιά μας ευτυχία με αυτό που κανονικά θα μας προκαλούσε θλίψη.

Απ’ το χέρι, ο μπαμπάς κι η μαμά προχωράνε μπροστά. Η μαμά κρατάει τον μπαμπά απ’ το μπράτσο και γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του. Πόσο χαίρομαι να τους βλέπω έτσι. Σε λίγο θα μπούμε στο σπίτι μας, η γιαγιά θα με περιμένει να μου πει τι έγινε στο «Λούνα Παρκ», μετά θα πλύνω τα δόντια, θα κάνω την προσευχή μου μαζί με τη γιαγιά και θα πέσω για ύπνο. Ακόμη σιγοτραγουδάω το «Αν γινότανε».

Τι καλά να κρατούσε για πάντα αυτό το βράδυ. Αχ, και να γινότανε. (σελ. 161)

Ψάξτε για το βιβλίο στο βιβλίοπωλείο Parga εδώ.

lasithiotakisa@sppmedia.com

 

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη: Τελευταία Ενημέρωση

X