ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: γκρί κολάν, cropped μπλουζάκι και suede blazer σε καμηλό χρώμα
 

Το τελευταίο Kαλοκαίρι στη Ρώμη

Επιτέλους στα Ελληνικά, σχεδόν μισό αιώνα μετά την πρώτη του έκδοση το 1973.

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

Gianfranco Calligarich

Μετάφραση: Δήμητρα Δότση

Εκδόσεις Ίκαρος

Σελ. 215

[...] Είμαστε αυτό που είμαστε, όχι λόγω των ανθρώπων που έχουμε συναντήσει, αλλά όλων εκείνων που έχουμε αφήσει πίσω μας. [...] σελ.24

Tο τελευταίο Καλοκαίρι στη Ρώμη είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Gianfranco Calligarich. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο που, όπως το χαρακτηρίζει και η μεταφράστριά του, είναι υποβλητικό, ατμοσφαιρικό, πνευματώδες και συγκινητικό με κοινωνικές και λογοτεχνικές προεκτάσεις- και με ένα φινάλε συγκλονιστικό- που παραμένει πάντα επίκαιρο. Είναι περισσότερο από μια ιστορία ενός χαρακτήρα σε μια πόλη, θα έλεγα. Είναι ο χαρισματικός τρόπος που αποδίδονται τα συναισθήματα και η εκδήλωσή τους με αφορμή τα γεγονότα, οι περιπλανήσεις μέσα στο χώρο και στο χρόνο.

Κυριαρχεί έντονα η ποιητική διάθεση σε κάθε περιγραφή του συγγραφέα. Είτε αναφέρεται στα τέλεια σκηνοθετημένα φωτογραφικά καρέ όπου περικλείονται οι ήρωες και η εξέλιξη της ιστορίας του, είτε αναπτύσει το συναισθηματικό υπόβαθρο που επικρατεί. Υπάρχει σ’ αυτό διάχυτη η παρουσία της Καβαφικής Πόλις. Αναφέρονται μάλιστα οι στίχοι του ποιητή για να επιβεβαιωθούμε ευχάριστα.

Η πόλις θα σε ακολουθεί,[...]

Για τα αλλού — μη ελπίζεις —δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. (σελ. 110,111).

Η μόνη σταθερά ίσως του Λέο Γκατζάρα, του βασικού ήρωα της ιστορίας, είναι οι δυο βαλίτσες με τα βιβλία του. Το βιβλίο έχει αισθητή παρουσία καθ’όλην την ανάπτυξη της ιστορίας. Αναφέρονται συνεχώς και με κάθε αφορμή συγγραφείς, τίτλοι βιβλίων ή και αποσπάσματα. Η αγάπη του συγγραφέα ή του ήρωά του, για το βιβλίο, είναι ξεκάθαρη. Στις σελ. 51/52 σημείωνει :

-[...] ο Προύστ είναι από αυτούς τους συγγραφείς που πρέπει να τους διαβάζεις μεγαλόφωνα. Της άρεσε το σκεπτικό μου και με ρώτησε με ποιούς άλλους συγγραφείς θα έπρεπε να γίνει αυτό. Της ανέφερα τα πρώτα βιβλία που μου ήρθαν στο μυαλό: Βίβλος, Μόμπι Ντικ και Χίλιες και μια νύχτες. Μου φάνηκε μια αρκετά αντιπροσωπευτική λίστα.

-       Έχεις κάποιες προτιμήσεις όμως;

-       Ναι, είπα. Χένρι Τζέιμς Τζόις, Μπομπ Ντίλαν Τόμας, Σκοτ Φιτζέραλντ και γενικότερα μεταχειρισμένα βιβλία.

-       Γιατί μεταχειρισμένα; με ΄ρωτησε [...]

Και τότε της εξήγησα ότι έψαχνα για ψίχουλα ή κομμάτια από ξεραμένες ζύμες ανάμεσα στις σελίδες, γιατί ένα βιβλίο που το διαβάζει κανείς μασουλώντας είναι το δίχως άλλως καλό, ή έψαχνα για λαδιές, δαχτυλιές και λίγες τσακίσεις στις σελίδες.Τις τσακίσεις πρέπει να τις ψάχνεις στη ράχη. Ακόμα και το βιβλίο που το διαβάζεις διπλώνοντας το είναι καλό. Αν το εξώφυλλο είναι σκληρό, ψάχνω για λεκέδες, γδαρσίματα, γρατζουνιές, όλα αυτά είναι ασφαλείς ενδείξεις, της επισήμανα. [...]

Οι αναγνώστες είναι είδος προς εξαφάνιση. Σαν τις φάλαινες, τις πέρδικες και τα άγρια ζώα, εν ολίγοις, σχολίασα. Ο Μπόρχες τους αποκάλει μαύρους κύκνους και υποστηρίζει ότι οι καλοί αναγνώστες είναι πλέον πιο σπάνιοι κι από τους καλούς συγγραφείς.[...]

Είμαστε λοιπόν στην Ρώμη στις αρχές του εβδομήντα. Ο ήρωας, ένας νεαρός μποέμ χαρακτήρας, εγκαταλείπει το Μιλάνο και τους γονείς του για να ζήσει στη Ρώμη, την αιώνια πόλη της dolce vita προσπαθώντας να νοηματοδοτήσει τη μίζερη ως τότε ζωή του. Ο χρόνος του ξοδεύεται ανάμεσα σε πρόσκαιρες και ευτελείς εργασίες, ταπεινά δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, δείπνα και πάρτι με πλόυσιους και μορφωμένους φίλους, στοίβες βιβλίων και χωρίς όρια αλκοόλ.

Η βραδιά των τριακοστών γενεθλίων του σηματοδοτείται από τη γνωριμία με τη νεαρή, σαγηνευτική και ευαίσθητη Αριάννα. Ταράζονται τα νερά της μελαγχολικής του καθημερινότητας με την εφήμερη παρουσία της. Τον ανασύρει, κάθε φορά, από την άθλια καθημερινότητα του σώζοντάς τον από το υπαρξιακό τέλμα και την απέραντη μοναξιά που τον είχε βυθίσει η πόλη. 

Το τελευταίο Καλοκαίρι στη Ρώμη, είναι από τα μυθιστορήματα που σε γοητεύουν, που σου μένουν αξέχαστα. Μπορεί να έχει πρωτοεκδοθεί το 1973, αλλά διαβάζοντάς το έχεις την εντύπωση πως τα γεγονότα συνέβησαν μόλις χθες ή ακόμα και σήμερα. Εύκολα ταυτίζεσαι με κάποιο χαρακτήρα του, τουλάχιστον αυτό συνέβη σε εμένα, παρόλο που πρόκειται όχι για συνηθισμένους χαρακτήρες, ούτε για συνηθισμένες ζωές. Γενικά, κυριαρχεί μια λογοτεχνική σουρεαλιστική πραγματικότητα.

Έχει έντονα τα στοιχεία κινηματογραφικής ταινίας και φέρνει στο νου σκηνές από την ταινία του Φελίνι « La dolce vita » ή την «Τέλεια ομορφία» του Σορεντίνο. Ενώ βυθίζεσαι στις σελίδες του, όπως θα βυθιζόσουνα στη θέση σου σε μια κινηματογραφική αίθουσα, ακολουθείς τους ήρωές του στις πλατείες, στα μπαρ, στα σινεμά, στα στενά δρομάκια με τ' απλωμένα ρούχα και σε όλες τις ομορφιές της Ρώμης. Μιας πόλης που σε σαγηνεύει, σε εκστασιάζει και σε θέλγει σαν θεσπέσια απρόσιτη καλλονή...μα που στο τέλος γκρεμίζει κάθε σου προσδοκία. Η σχέση του Λέο Γκατζάρα με την πόλη αυτή, είναι μια σχέση όπως κι όλες του οι προσωπικές σχέσεις που περιγράφονται. Σχέση σταθερή κι όχι, ενθουσιώδης μα και θλιβερή. Πάντα υπάρχει μια συγκρατημένη χαρά που ποτέ δεν της δίνεται η ευκαιρία να εκδηλωθεί, το αντίθετο μάλλον, πάντα πνίγεται.

Η ιστορία της έκδοσης αυτού του μυθιστορήματος, που κατά μεγάλη έκταση μοιάζει να είναι αυτοβιογραφικό, αποτελεί από μόνη της ένα άλλο μυθιστόρημα. Το 1973 κέρδισε το βραβείο Premio Inedito (Βραβείο Ανέκδοτου Μυθιστορήματος). Στη συνέχεια κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Garzanti σε 17,000 αντίτυπα, τα οποία εξαντλήθηκαν μέσα σε ένα Καλοκαίρι. Εξαφανίστηκε από την αγορά για τρεις ολόκληρες γενιές βιβλιόφιλων, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί μόνο σε φωτοτυπίες ή σε πάγκους με μεταχειρισμένα βιβλία. Το 2010, αφού έγινε αντικείμενο μελέτης σε πανεπιστημιακές διατριβές και βιβλιοφιλικές λέσχες, ενώ ήταν εξαντλημένο και διακινούνταν από χέρι σε χέρι, επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Aragno και η μεγάλη απήχηση που είχε στον Τύπο επιβεβαίωσε τη σημασία της επανέκδοσής του. Όταν πλέον και αυτή η έκδοση εξαντλήθηκε, οι προσπάθειες αναζήτησής του συνεχίστηκαν στο διαδίκτυο, όπου σύντομα έγινε και πάλι ανάρπαστο. Το 2016 ο εκδοτικός οίκος Bompiani , τρίτος εκδοτικός οίκος σε διάστημα σαράντα τριών ετών, αποφάσισε να το επανεκδόσει και κάπως έτσι το μυθιστόρημα του Calligarich ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του. Το 2021 βραβεύτηκε με το βραβείο Fitzgerald.

Το 2022 μεταφράστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα αλλά και σε περισσότερες από 20 χώρες, εξακολουθώντας να συναρπάζει και να συγκινεί τους αναγνώστες του.

lasithiotakisa@sppmedia.com

 

Θερμές ευχαριστίες στο βιβλιοπωλείο Parga για την παραχώρηση των βιβλίων.

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη: Τελευταία Ενημέρωση

X