Μιχάλης Μιχαηλίδης
«Μου λένε καμιά φορά ‘γιατί δεν γράφονται μεγάλα έργα σήμερα;’. Και να γραφτούν δεν θα ασχοληθούμε, αλλά ούτε απαιτούμε από κάποιον να τα γράψει, ούτε τα περιμένουμε, ούτε αν τα βρούμε θα τα αναγνωρίσουμε ως μεγάλα έργα. Μία κοινωνία που έχει κάτι μεγάλο να εκφράσει, δημιουργεί τον δημιουργό που θα το εκφράσει εκ μέρους της. Έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Δεν είναι μόνον αυτός ο λόγος, αλλά ένας λόγος είναι σίγουρα αυτός». Η τοποθέτηση αυτή του Αλκίνοου, τον οποίο εκτιμώ βαθύτατα ως άτομο και κυρίως ως καλλιτέχνη, με κάνει να ανατρέχω στη δισκοθήκη μου (όσο ντεμοντέ κι αν ακούγεται αυτή η λέξη) προσπαθώντας να αναγνωρίσω τα «μεγάλα έργα».
Θέλω να απομυθοποιούμαι. Τα βαθιά συναισθήματα δεν έχουν μύθους.
Σίγουρα έχουν προκύψει σπουδαίοι δίσκοι στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, από καλλιτέχνες που δημιουργούν μεθοδικά, με ειλικρίνεια και συνέπεια. Πατώντας στην τοποθέτηση του Αλκίνοου θα έλεγα πως, μπορεί η κοινωνία στο σύνολό της σήμερα όντως να μην έχει κάτι μεγάλο να εκφράσει, εντούτοις όμως ένα κομμάτι της, αυτό που συχνά φλέγεται, αυτό που συνεχώς προβληματίζεται, αυτό που προσπαθεί να εξελιχθεί, ψάχνει για να βρει κάτι σημαντικό είτε για να ψυχαγωγηθεί είτε για να ταυτιστεί και να πάρει βαθιές ανάσες. Εξ ου και δεν είναι καθόλου τυχαία η δημοτικότητα και κυρίως η δυναμική που έχουν σήμερα καλλιτέχνες όπως ο Θανάσης Παπκωνσταντίνου.
Είναι ευχάριστο και ελπιδοφόρο που όλο και περισσότερος κόσμος ασχολείται με αυτό τον καλλιτέχνη. Μέχρι και σε ενημερωτικές εκπομπές στην κυπριακή τηλεόραση του αφιέρωσαν χρόνο, με αφορμή τον πρόσφατο αποχαιρετισμό του. Επειδή όμως είναι για τον Θανάση που μιλάμε, θα ήταν τουλάχιστον αστείο αν επιχειρούσαμε να πούμε πως ήρθε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου για να κάνει ταμείο, ή έστω αν προσδίδαμε έναν συμβολισμό σε ρεπορτάζ όπως το συγκεκριμένο, από την άποψη ότι παραπέμπει στον στίχο του από τον Πεχλιβάνη που λέει πως μια μέρα «το νερό το κρύσταλλο θα ρέει απ’ τις οθόνες». Θα επαναλάβω όμως την άποψη πως είναι πολύ ευχάριστο που ο Θανάσης, ή καλύτερα η δημιουργία του, φτάνει συνεχώς σε όλο και περισσότερο κόσμο.
Και παρόλο που ο ίδιος συχνά προσπαθεί να μας πείσει ότι πρέπει να κρατήσουμε τα τραγούδια του και να ξεχάσουμε τον ίδιο (κάτι που επανέλαβε και τώρα στον αποχαιρετισμό του), εντούτοις θεωρώ πως οι άνθρωποι που τον ακολουθούν όχι μόνο δεν διαχωρίζουν τον δημιουργό από το έργο του, αλλά αντιθέτως αναγνωρίζουν στην περίπτωσή του ότι το ένα ενισχύει το άλλο. Η καλλιτεχνική του ευρηματικότητα δηλαδή ενισχύεται από την ειλικρίνειά του, με το αποτέλεσμα να είναι πρωτόγνωρο και συνάμα οικείο. Θυμάμαι πολλά χρόνια πριν, διαβάζοντας συνεντεύξεις συναδέλφων του στο Δίφωνο αλλά και παίρνοντας ο ίδιος συνεντεύξεις για μια στήλη που διατηρούσα στο περιοδικό Time Out, όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες τον παραδέχονταν ως «ό,τι καλύτερο υπάρχει σε επίπεδο δημιουργού στην Ελλάδα». Τότε, φυσικά, πριν 16-17 χρόνια, επ’ ουδενί δεν είχε τη δημοφιλία που έχει σήμερα. Ούτε εγώ τον ήξερα, ενώ δεν θα κρύψω κιόλας πως η επαναλαμβανόμενη αναφορά από πολλούς στο όνομά του μού φαινόταν του άμοιρου και λίγο επιτηδευμένη.
Και ξαφνικά ανακαλύπτω τον «Ελάχιστο Εαυτό», λίγο μετά αφότου κυκλοφόρησε. Τον Θανάση Παπακωνσταντίνου τον ανακάλυψα κάπως αργοπορημένα, με το «San Michele» και το «Σιμούν». Έκτοτε, αρχές του 2011, μπήκα στο σύμπαν του και δηλώνω φανατικός αυτής της αισθητικής, αυτής της ιδεολογίας, αυτής της ειλικρίνειας και αυτής της αλήθειας. Ακούω με προσοχή κάθε δουλειά του προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω τι τον έχει ωθήσει κάθε φορά στα συγκεκριμένα στιχουργικά και ηχητικά μονοπάτια, απολαμβάνω πάντα με τους φίλους μου τη διονυσιακή διάθεση και τη μέθεξη που προκύπτει σε κάθε συναυλία του, διαβάζω με προσοχή τις συνεντεύξεις του και φυσικά αναμένω με αγωνία την κάθε επόμενη πρότασή του -ενίοτε μάλιστα ανακαλύπτω εκ νέου και παλιά τραγούδια του. Κανονικός groupie δηλαδή!
Και παρόλο που η τωρινή «αγρανάπαυσή» του κάπως με στεναχωρεί, μιας και μάλλον θα κάνουμε καιρό να τον δούμε live (όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται αυτό), εντούτοις δεν μπορώ παρά να αισθανθώ περήφανος για τον καλλιτέχνη που αγαπώ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Στην πιο γόνιμη στιγμή της καριέρας του -τουλάχιστον σε επίπεδο live εμφανίσεων-, με το κοινό σε όλα τα live να είναι πραγματικά αμέτρητο, αντί να κεφαλαιοποιήσει την «επιτυχία», αυτός επιλέγει να μας αποχαιρετήσει και αποσύρεται για να δημιουργήσει (ίσως και για να απολαύσει το εγγονάκι του), λέγοντάς μας μάλιστα «η ανταπόκριση και η αγάπη που υπήρχε νομίζω πως ήταν υπερβολική». Ακόμα και τώρα, στην καλύτερη φάση της πορείας του, ο σπουδαίος αυτός τραγουδοποιός… ρίχνει την καρδάρα με το γάλα, σε μια προσπάθεια απομυθοποίησης. Όπως χαρακτηριστικά μάς είχε πει και σε μια συνέντευξη που του κάναμε από κοινού με τη συνάδελφο Τάνια Νεοκλέους, «όταν βλέπω κάποιες στιγμές ότι πάει να υπάρξει μια μυθοποίηση, τότε επεμβαίνω και την καταστρέφω. Θέλω να απομυθοποιούμαι. Τα βαθιά συναισθήματα δεν έχουν μύθους».
Εν κατακλείδι θα πω νιώθω τυχερός που ανακάλυψα το σύμπαν ενός δημιουργού που μας σκαλίζει τη συνείδηση, που μας χαρίζει ουσιαστικές αναμνήσεις με τα live του και μας βάζει κάθε φορά σε μια κατάσταση έντονης αναμονής για το επόμενο δισκογραφικό εγχείρημά του. Είμαστε τυχεροί που ζούμε στην «εποχή του Θανάση» κι ας μην γνωρίζουμε σήμερα ποια θα είναι η επόμενη φορά που θα χαμογελάσουμε από ικανοποίηση στο άκουσμα του στίχου «Δεν μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό…».