Μιχάλης Μιχαηλίδης
Συγκεκριμένα, δε συμμερίζομαι την άποψη πως ο μέσος Κύπριος πρέπει να βλέπει το τραπέζι γεμάτο για να είναι ευχαριστημένος. Και ειδικά αν μιλάμε για επίσκεψη σε ταβέρνα. Στη δική μου περίπτωση, ένα τέτοιο σενάριο σχεδόν πάντα λειτουργεί αρνητικά. Καταλαβαίνω πως είναι πολύς ο κόσμος που μετρά την ποσότητα ως παράμετρο για να βαθμολογήσει ψηλά την επίσκεψή του σε ένα εστιατόριο, προσωπικά πάντως το θεωρώ αδυναμία εκ μέρους του εστιατορίου να γεμίζουν τα τραπέζια με πιάτα -ανούσια και αχρείαστα πολλές φορές.
Έχει τύχει σε ταβέρνα να έρχεται η σερβιτόρα και να μας δίνει σχεδόν όλα τα πιάτα και τα δισκάκια στο χέρι, λόγω έλλειψης χώρου στο τραπέζι, κάνοντάς μας μάλιστα παρατήρηση που κάναμε χώρο στο δικό μας τραπέζι τοποθετώντας κάποια από αυτά στο διπλανό άδειο τραπέζι. Έχει τύχει επίσης να φεύγουμε από ταβέρνα και σχεδόν να μην αναπνέουμε από το πολύ φαγητό. Άσχετα αν ήταν καλές οι γεύσεις, ποιοτικές οι πρώτες ύλες και δυνατές οι παρασκευές, ενδεχομένως το μόνο που θα θυμάσαι φεύγοντας από το εστιατόριο θα είναι ένα τραπέζι γεμάτο που στην τελική σου προκαλεί άγχος. Το άγχος του να προλάβεις να γευτείς όλα όσα έχουν έρθει μαζεμένα, με την παράμετρο «σωστή ροή πιάτων» να αποτελεί σενάριο απομακρυσμένο.
Ανάμεσα σε φλύαρους μεζέδες σε ταβέρνες, πρόσφατα απόλαυσα το πιο ζουμερό, νόστιμο και καλοψημένο χοιρινό σουβλάκι!
Πρόσφατα, ήμασταν σε ταβέρνα στην ύπαιθρο -θα αποφύγω να τη «φωτογραφίσω». Μια φλύαρη ταβέρνα θα έλεγα, μιας και ο ιδιοκτήτης όταν ρωτήσαμε τι περιλαμβάνει το μενού (που δεν μας έφερε ποτέ), αρκέστηκε απλώς να μας πει «αφήστε το πάνω μου», κλείνοντάς μας κιόλας με νόημα το μάτι σε στυλ «This is Cyprus». Το αφήσαμε πάνω του και μαντέψτε τις φάγαμε… Φάγαμε μια τεράστια απογοήτευση. Πολλά δισκάκια, με αδιάφορα μεζεδάκια, πνιγμένα είτε στο λάδι τηγανίσματος είτε κακομαγειρεμένα. Το αποκορύφωμα ήταν όταν έφτασε ένας μεταλλικός δίσκος με σούβλα, μένοντας φυσικά στα αζήτητα, αφού προηγουμένως είχαμε γευτεί αταίριαστες μεταξύ τους και βαριές γεύσεις, φτάνοντας πολύ γρήγορα στον κορεσμό. Και όλο αυτό μάλιστα το πληρώσαμε ακριβά, ξοδεύοντας και από τον χρόνο μας να ακούμε από τον ταβερνιάρη να κακολογεί τις ταβέρνες όλης της περιοχής.
Φυσικά και το φταίξιμο είναι δικό μας, αλλά παρόλα αυτά θα ήθελα να σημειώσω μέσω αυτού του κειμένου πως και τα λεφτά που δίνουμε στα εστιατόρια και ο χρόνος που σπαταλάμε θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να τυγχάνουν σεβασμού, κάτι που σε αρκετές περιπτώσεις δυστυχώς δεν συμβαίνει.
Σε μια άλλη περίπτωση πρόσφατα, βρεθήκαμε στον νέο χώρο της ταβέρνας Τρεις κι ο Κούκος, στην Αστυνομική Εστία. Αφού ζητήσαμε από τον ιδιοκτήτη Χριστόδουλο (που γνωρίσαμε εκείνη την ώρα) να μας βοηθήσει με το μενού και την παραγγελία, φτιάξαμε τελικά μαζί έναν πολύ νόστιμο και χορταστικό μεζέ, συνοψίζοντας την έννοια του value for money. Μια σαλάτα Κούκος (με ξινομυζήθρα), μια μελιτζανοσαλάτα και μια φάβα, ντοματοκεφτέδες, σιεφταλιές με ανάμεικτο κιμά (χοιρινό και αρνίσιο), παϊδάκια αρνίσια, σουβλάκι ψαρονέφρι, σουβλάκι ελάφι και ένα τσίπουρο να συνοδεύει το φαγητό, ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή για να δώσουμε τα εύσημα στην ομάδα της ταβέρνας.
Ειδικά το σουβλάκι ψαρονέφρι, θα τολμούσα να πω πως είναι το πιο νόστιμο, ζουμερό και καλοψημένο χοιρινό σουβλάκι που δοκίμασα τα τελευταία χρόνια.
Σε μια εποχή που οι πλείστες ταβέρνες φλυαρούν σε ποσότητα και γεύσεις, το να επενδύεις στην top πρώτη ύλη και να βγάζεις πιάτα με χαρακτήρα είναι κάτι που θα μπορούσε να σε κάνει να ξεχωρίσεις, δίνοντάς σου ταυτότητα.