Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδ. Opera
Σελ.87
Το καλοκαίρι τελείωσε είτε θέλουμε να το πιστέψουμε είτε όχι. Αρχίσαμε να μπαίνουμε σε ρυθμούς ρουτίνας, στους ρυθμούς της κανονικότητάς μας ο καθένας. Το άγχος είναι εκεί, να τα προλάβουμε έγκαιρα όλα. Ο χρόνος είναι χρήμα, όπως μας έπεισαν. Σ 'αυτό τον αγώνα δρόμου της επιβίωσης όμως, ας μην αφήσουμε να προσπεράσουμε την αξία ή την ουσία της κάθε στιγμής. Ας χαλαρώσουμε κι ας απολαύσουμε τα γλυκά φθινοπωρινά απογεύματα, χωρίς να μας στεναχωρούν τα φύλλα στην αυλή μας που δεν σκουπίσαμε. Ας πιούμε έναν καφέ με τους φίλους μας κι ας μας περιμένουν στο σπίτι ένα σωρό δουλειές. Ας διαβάσουμε ένα βιβλίο που μας ευχαριστεί κι ας περιμένει το πουκάμισο που θέλει σιδέρωμα. Ας τα κάνουμε όλα με τους δικούς μας ρυθμούς, με το δικό μας ρολόι, κι ας αφεθούμε σ’ αυτή την πορεία της ζωής σε ένα ταξίδι μαγικό. Να ακούσουμε πραγματικά τον διπλανό μας, να χαρούμε τη φύση κι όλα όσα θα θεωρούσαμε μικρά κι ασήμαντα. Γιατί στο τέλος, βλέποντας από μακριά το παρελθόν, αυτά είναι που αποδεικνύεται να είναι τα πιο ουσιώδη, που ωστόσο χάνονται αν δεν τα δούμε, αν δεν τα νιώσουμε πριν τη δύση τους. Αυτά είναι όσα πρέπει να προλαβαίνουμε στη ζωή, όσα δίνουν τη πραγματική αξία κάθε στιγμής, όσα μας κάνουν να νοιώσουμε τη χαρά, όσα μας κάνουν να αισθανθούμε πραγματικά χρήσιμοι.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Σεπούλβεδα, « Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας», έκανα τις πιο πάνω σκέψεις και για να είμαι ειλικρινής επανεντάχτηκα πιο ήπια στην καθημερινότητά μου μετά τις διακοπές μου.
Έντεχνα η ιστορία του Σεπούλβεδα αφηγείται μια ιστορία απλή, παιδική ίσως θα έλεγα, που αφορά όμως τον καθένα. Σ 'αυτή την ιστορία που ξεδιπλώνεται, με λυρισμό και ευαισθησία, αργά μπροστά στα μάτια μας, η φύση, θέματα φιλοζωίας, αποδοχής και συμπερίληψης, κατανόησης και συγχώρεσης όπως και αξίες που προκύπτουν μέσα από αβίαστα ερωτήματα έχουν κυρίαρχο λόγο και σκοπό. Αποφασίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας να υιοθετήσει τη βραδύτητα του σαλιγκαριού, του ήρωά του. Πώς αλλιώς θα ήταν πειστικός;
Αναζητήστε το βιβλίο στο Βιβλιοπωλείο Parga εδώ.
lasithiotakisa@sppmedia.com.cy
Aπό το οπισθόφυλλο: - "Κουκουβάγια, θέλω να σου κάνω μια ερώτηση." - "Τι ερώτηση θες να μου κάνεις;" - "Θέλω να μάθω γιατί είμαι τόσο αργό." Η κουκουβάγια άνοιξε τα τεράστια μάτια της, περιεργάστηκε το σαλιγκάρι, και μετά τα ξανάκλεισε. - "Είσαι ένα νεαρό σαλιγκάρι, κι όλα όσα έχεις δει, όλα όσα έχεις δοκιμάσει, το πικρό και το γλυκό, η βροχή κι ο ήλιος, η παγωνιά και η νύχτα, όλα αυτά πάνε μαζί σου, σε βαραίνουν, κι όπως είσαι τόσο δα, γίνεσαι αργό απ' το βάρος." - "Και τι κερδίζω που είμαι τόσο αργό;" ψιθύρισε το σαλιγκάρι. - "Α, σ' αυτό δεν έχω απάντηση. Να την βρεις μόνο σου" είπε η κουκουβάγια και, με τη σιωπή της, του έδειξε ότι δε θα δεχόταν άλλες ερωτήσεις." Το σαλιγκάρι που ακούει στο πρωτότυπο όνομα "Αντάρτης" είναι ένας ανήσυχος και επίμονος χαρακτήρας που ενοχλεί την ομάδα του με τις ερωτήσεις του, και γι' αυτό εκδιώκεται από το λιβάδι. Ο Αντάρτης αποδέχεται τη μοίρα του και φεύγει για την εξορία, η πορεία του όμως δεν είναι μοναχική: στον αργό του δρόμο αποκτά νέους φίλους και συνειδητοποιεί πως ένας μεγάλος κίνδυνος απειλεί το γένος των σαλιγκαριών. Αποφασίζει να επιστρέφει στο λιβάδι για να σημάνει συναγερμό, αλλά ποιος μπορεί να ξέρει αν οι πρώην σύντροφοί του θα δεχτούν να τον ακούσουν... –
Για τον συγγραφέα: Ο Luis Sepulveda (Λουίς Σεπούλβεδα) γεννήθηκε το 1949 στο Ovalle, στο βορρά της Χιλής. Συμμετείχε σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή, και με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, αποφυλακίστηκε, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (opera, 1993). Στρατεύτηκε στο διεθνές τάγμα «Σιμόν Μπολίβαρ» και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας. Το 1980 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συνδέθηκε με την οικολογική οργάνωση Greenpeace. Ταξίδεψε σ' όλον τον κόσμο. Του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις opera: Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (1993), Ο κόσμος του τέλους του κόσμου (1994), Patagonia express (1996), Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει (1997), Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer (1997), Hot Line (1998), Αν δεν έχεις πού να κλάψεις (1998), Χρονικά του περιθωρίου (2000), Η τρέλα του Πινοτσέτ (2003), Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου (2004), Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ (2006), To λυχνάρι του Αλαντίν (2009), Η σκιά του εαυτού μας (2009), Ιστορίες από δω κι από κει (2011), Τελευταία νέα από το νότο (2012), H ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ (2013), Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας (2014).(από τη σελίδα του εκδότη)