Μιχάλης Μιχαηλίδης
«Δεν είμαι διασκεδαστής» μάς λέει στο τέλος μιας δυνατής συναυλίας ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, με την ατμόσφαιρα στο κατάμεστο Δημοτικό Θέατρο Λακατάμιας να είναι έντονα φορτισμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Στον Αλκίνοο και σε ορισμένους άλλους καλλιτέχνες δεν πας για να διασκεδάσεις (ή τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ). Πας για να ακούσεις ζωντανά όλα εκείνα τα ωραία τραγούδια που έχεις ταυτίσει με πολύ προσωπικές στιγμές σου, δύσκολες αλλά και όμορφες.
Πήγα αργά (ως συνήθως), πήρα μπίρες, κάθισα όπου βρήκα (με την υπόλοιπη παρέα) και περίμενα να ξεκινήσει η παράσταση. Παρόλο που λίγο-πολύ ήξερα τι να περιμένω, εντούτοις η αγωνία πριν από κάθε συναυλία του, κάθε χρόνο, είναι πάντα το ίδιο μεγάλη. Δεν πας για να ακούσεις ένα τραγούδι, να το σιγοψιθυρίσεις, να βγάλεις βίντεο -θα το κάνεις κι αυτό, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Πας για το συναίσθημα που προκύπτει όταν -πλαισιωμένος από τους πάντα σπουδαίους μουσικούς του, εν μέσω ενός άρτιου ηχητικά και οπτικά πλαισίου- ο Αλκίνοος καταθέτει την αλήθεια του:
«Δε θέλω ο εαυτός μου να ναι τόπος δικός μου, ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ‘ταν αγέννητη η γη»,
«Βολέψου αναπαυτικά κι άσε μου το τιμόνι. Παντρέψου στα περιοδικά, σμίξε με την οθόνη. Μέσα απ’ της κάλπης τη σχισμή, ξεγέννα τα παιδιά σου. Κι ήσυχος κλείσ’ τα μάτια σου κι από τον κόσμο χάσου»,
«Αχ ζούμε οι άνθρωποι μεσ’ στο πουθενά, μα όταν βρισκόμαστε βγάζουμε φτερά, και γεννιόμαστε ξανά»,
«Στα σοβαρά μην με παίρνεις είν’ το μυαλό μου θολό, είναι κι ο κόσμος μου αστείος, κι όταν με βαρεθείς τελείως, ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θες».
Με το πέρας μιας γεμάτης από έντονα συναισθήματα συναυλίας, και αφού έχει ήδη αφιερώσει το τραγούδι «Βυθός» στη μάνα και στη σύντροφό του οι οποίες ήταν ανάμεσα στο κοινό, δεν παραλείπει να μας ενημερώσει ότι μόλις έχει «φύγει» ένας επί ετών συνεργάτης του. Λέει δυο ουσιαστικά λόγια μέσω των οποίων μας δίνει το στίγμα της 25ετούς φιλίας τους και του αφιερώνει ένα τραγούδι, αποχαιρετώντας κι εμάς με αυτό.
Ένα τρίωρο μετά, χωρίς να έχουμε διασκεδάσει, φεύγουμε γεμάτοι από το αμφιθέατρο, έχοντας απολαύσει την πρόταση ενός καλλιτέχνη που με το έργο αλλά και το πέρασμά του γενικότερα, εδώ και χρόνια μοιράζει το φως του. Το κάνει μάλιστα χωρίς να το επιδιώκει, με τον τρόπο που ο ίδιος θέλει, όσο πιο ουσιαστικά γίνεται. Κι αυτό τελικά μάλλον είναι που εκτιμάται ιδιαιτέρως από όσους τον ακολουθούν.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον οποίο επίσης προσωπικά αγαπώ! Ο σπουδαίος αυτός τραγουδοποιός με την ιδιαίτερη φωνή, την αμηχανία επί σκηνής και τον ποιητικό λόγο, καταφέρνει χρόνο με τον χρόνο να διευρύνει το κοινό του. Τόσο, που φτάσαμε σήμερα στο σημείο να συζητούμε στα social media μετά από κάθε συναυλία του και να μοιραζόμαστε την άποψή μας για το αν πρέπει ο ίδιος να τοποθετείται δημόσια και με ποιον τρόπο, κατά πόσο πρέπει να δισκογραφεί πιο συχνά, αν πρέπει να λέει ο Θανάσης τα τραγούδια του ή οι συνεργάτες του, αν πρέπει η μουσική του να φτάνει σε όλο και περισσότερους ανθρώπους ή αν θα ήταν καλύτερα να μπει ένα όριο… έτσι ώστε να την απολαμβάνουμε μόνο εμείς «οι προνομιούχοι που τυγχάνει να τον ακολουθούμε από παλιά».
Δεν θέλω να σχολιάσω αυτά που γράφονται, παρά μόνο θα περιοριστώ στο πώς το βιώνω εγώ και στη σχέση που εγώ θέλω να έχω με την Τέχνη του Θανάση, του Αλκίνοου, του Παυλίδη, του Μάλαμα, του Αγγελάκα, του Ανεστόπουλου και άλλων.
Ξεκινάς μια «σχέση» και βλέπεις πως αυτή έχει όλα τα στοιχεία που χρειάζονται έτσι ώστε να ευδοκιμήσει και να κρατηθεί στον χρόνο. Τον πρώτο καιρό, χωρίς καν να κάνεις κάτι, βλέπεις με μεγάλη ικανοποίηση ότι κερδίζεις από αυτή, γεμίζεις. Στην πορεία αλλάζουμε, εξελισσόμαστε, καλυτερεύουμε ή και παραμένουμε στάσιμοι ενίοτε. Κάποιες παράμετροι της σχέσης σίγουρα αλλάζουν. Αν δηλαδή ο Θανάσης αποφάσισε ότι δεν θέλει πλέον να μιλά τόσο πολύ για τα διάφορα κοινωνικά θέματα παρά μόνο να τοποθετείται μέσα από τα τραγούδια του με τον συγκλονιστικό τρόπο που το κάνει (άκουσε για παράδειγμα την «Τάλα» και το «Με τα χρόνια» και μετά διάβασε την ιστορία πίσω από αυτά τα τραγούδια), αν αισθάνεται ότι αδικεί τα τραγούδια του με το να τα ερμηνεύει ο ίδιος παρά κάποιος άλλος πάνω στου οποίου τη φωνή έγραψε ένα τραγούδι, αν μπαίνει στούντιο μόνο όταν πραγματικά θέλει να το κάνει και όχι βάσει των προσδοκιών του καθενός από εμάς, και εγώ ενοχλούμαι από αυτά, τότε μάλλον το θέμα είναι καθαρά δικό μου και όχι του Θανάση. Εξάλλου δεν είναι πάνω σε αυτή την ειλικρίνεια και την αλήθεια που υποτίθεται είναι κτισμένη η άνευ όρων σχέση που έχει το κοινό του Θανάση με τον ίδιο;
Αν την ώρα της ουσιαστικής συνδιαλλαγής και επικοινωνίας που εκτυλίσσεται σε μια συναυλία του Θανάση ή στην ακρόαση ενός δίσκου του -του ανθρώπου αυτού του οποίου η Τέχνη και η στάση ζωής είναι λύτρωση και πανηγύρι μαζί-, εγώ εστιάζω στις προσδοκίες που έχω από αυτόν και όχι στην κατάθεση της αλήθειας που ο ίδιος κάνει, τότε μάλλον θα πρέπει να λάβω σοβαρά υπόψη την -με δόση ειρωνείας και σαρκασμού- προτροπή του Αλκίνοου στον Βυθό: «Κι όταν με βαρεθείς τελείως, ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θες».
Στη σχέση μας με τους «μεγάλους» καλλιτέχνες, εννοώντας τους αληθινούς αυτούς καθημερινούς ανθρώπους που με ταπεινότητα, συνεχή αγώνα και πάντα με ειλικρίνεια και αλήθεια φωτίζουν τις μέρες μας, είναι αστείο στην πορεία να προσθέτουμε αστερίσκους με όρους και προϋποθέσεις. Αντ’ αυτού καλό είναι να μετράμε πόσα πολλά έχουμε κερδίσει και συνεχίζουμε να κερδίζουμε με το πάντα ελάχιστο αντίτιμο που πληρώνουμε για τις παραστάσεις ή τους δίσκους.