Μιχάλης Μιχαηλίδης
Θυμάμαι όταν πριν από μερικά χρόνια έφτασε στην Κύπρο το frozen yogurt, άλλη μια «αμερικανιά» που καταφέραμε να εισάγουμε με πολλή περηφάνια, τα μαγαζιά που το πρόσφεραν -είτε ως αμιγώς παγωταρίες είτε απλώς ως μια έξτρα προσθήκη στο μενού τους- ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Ο κόσμος περισσότερο από περιέργεια έτρεξε να δοκιμάσει το νέο αυτό είδος παγωτού και ουκ ολίγοι επιχειρηματίες είχαν εντοπίσει μια ευκαιρία να αυξήσουν τα έσοδά τους. Ουδέν μεμπτό! Σε μια ελεύθερη αγορά και μια δημοκρατική κοινωνία ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Το θέμα δεν είναι αυτό, βασικά δεν είναι καν θέμα. Ως απλός καταναλωτής, όμως, παρατηρώ ότι γενικά παίζει πολλή μίμηση. Ok, θα πάμε που θα πάμε με το trend, γιατί δεν κάνουμε τουλάχιστον την ελάχιστη προσπάθεια να βρούμε ένα μοναδικό selling point, αυτό δηλαδή που θα μας διαφοροποιήσει από τους 100 υπόλοιπους που προσφέρουν πανομοιότυπη εμπειρία σε απόσταση 5 τετραγωνικών χιλιομέτρων;
Σε μια συζήτηση, πρόσφατα, μου ζήτησε ένας φίλος να του προτείνω καμιά καλή ταβέρνα. «Πού να ξέρω… Αν θες brunch, όμως, να σου πω εκατό μαγαζιά», του λέω και ξεκινάμε να γελάμε εν μέσω μιας συζήτησης για το πόσα μπραντσάδικα λειτουργούν πλέον στην πόλη αλλά και στα χωριά. «Α, έχουμε και brunch», ακούς την κυρία Ευτέρπη (τυχαίο όνομα) να λέει στην άλλη άκρη της γραμμής, που μέχρι χθες μάζευε κόσμο τα μεσημέρια και τα βράδια για τα αφέλια, τους κεφτέδες και τα σουβλάκια της. Είπαμε, ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Αυτό που ξενίζει εμένα προσωπικά δεν είναι η σκέψη της προσθήκης ενός ακόμα γεύματος για να κερδίσεις ένα έξτρα κοινό που μέχρι χθες δεν το είχες, αλλά η προσέγγιση. Σε μια εποχή που όλοι προσφέρουν brunch, από τα κυριλέ εστιατόρια στα αστικά κέντρα μέχρι τα καφενεία στα χωριά, δεν θα ‘ταν σοφότερο αν βρίσκαμε έναν τρόπο να διαφοροποιηθούμε από τον ανταγωνισμό ή έστω να ξεχωρίσουμε με το δικό μας μοναδικό «προϊόν»;
Προσωπικά, βρίσκω τίμια την προσπάθεια που κάνουν τα παραδοσιακά στέκια προσφέροντας πρόγευμα με αυθεντικά τοπικά εδέσματα, εκτιμώ τα μαγαζιά που λανσαρίστηκαν εξ αρχής ως brunch spots έχοντας κάνει ξεκάθαρη τοποθέτηση για την ταυτότητά τους και παραμένουν πιστά σε αυτό που προσφέρουν και αυτό που πρεσβεύουν, και ενίοτε προτιμώ να πάω για brunch σε ένα καλό εστιατόριο που ποντάρει στην ποιότητα και στα ιδιαίτερα πιάτα, έστω κι αν το αντίτιμο που θα κληθώ να πληρώσω είναι κάπως ψηλότερο (αφού εδώ ακριβώς είναι που βρίσκει εφαρμογή αυτό που λέμε value for money).
Τα μαγαζιά που προσφέρουν brunch ή οτιδήποτε άλλο απλώς για να το προσφέρουν, μόνο φλυαρούν. Λέω ξανά πως το θέμα δεν είναι με το brunch, αλλά με τη συνήθειά μας να μιμούμαστε ή να υιοθετούμε μια «πετυχημένη» συνταγή, προσφέροντας το ίδιο ακριβώς προϊόν σε απόσταση αναπνοής με κάποιον άλλο που προσφέρει το ίδιο πράγμα. Χωρίς φαντασία, χωρίς διάθεση να σκεφτούμε δημιουργικά, χωρίς προσπάθεια να προσφέρουμε κάτι ιδιαίτερο, να εκπλήξουμε, να αποκτήσουμε δική μας ταυτότητα, μη ξεφεύγοντας μακριά από ένα «ταλαιπωρημένο» κροκ μαντάμ και από ένα αδιάφορο pancake με πραλίνα σοκολάτας και φράουλες.
Όπως ήταν λοιπόν τότε το frozen yogurt, είναι κατά κάποιο τρόπο σήμερα το brunch και φυσικά ο καφές τρίτης γενιάς. Υπάρχουν παρόλα αυτά, ευτυχώς και οι εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, εκεί που νομίζεις ότι έχεις δοκιμάσει οτιδήποτε κυκλοφορεί σε καφέ, εκεί που κάνεις τους υπολογισμούς σου και καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι η αγορά δεν έχει χώρο για να απορροφήσει άλλον ένα καφέ, εμφανίζεται ξαφνικά ένας specialty coffee σερβιρισμένος σε ένα καλαίσθητο ανακυκλώσιμο tin, που κλείνει αεροστεγώς. Και αυτό το προϊόν, σε χρόνο ρεκόρ γίνεται τάση -προς το παρόν στη Λεμεσό και σύντομα σε όλο το νησί.
Λίγη φαντασία χρειάζεται, αλλά και μια υποτυπώδης έρευνα για να εντοπίσεις τις ανάγκες και τα κενά της αγοράς. Και φυσικά, ξεκάθαρη ταυτότητα για αυτό που είσαι και αυτό που πρεσβεύεις, πρώτα για να το γνωρίζεις εσύ ο ίδιος και κατ’ επέκταση ο κόσμος που θέλεις να σε στηρίξει.