Δημήτρης Λοττίδης
Για εμάς που ανδρωθήκαμε στην Αθήνα των early 90s, του χάους, της «μαγκιάς», της ασχήμιας, της γκρίνιας, της Αθήνας χωρίς Μετρό, χωρίς καθαρές πλατείες, λειτουργικότητα, της Αθήνας της αφίσας, των σοβιετικής κατασκευής λεωφορείων, χωρίς περιφερειακό, αεροδρόμιο, μουσείο Ακρόπολης, της Αθήνας που απαγορευόταν το κολύμπι στη θάλασσά της λόγω λυμάτων… Εμείς λοιπόν που μεγαλώσαμε σε μια πόλη που ήταν στον πάτο, γνωρίζουμε καλά πως οι πόλεις αναγεννιούνται μετά από πολύ κόπο, χρήμα, μουρμούρα αλλά κυρίως χρόνο. Και ο χρόνος αυτός μετριέται σε δεκαετίες. Σήμερα, η Αθήνα είναι μια σχετικά σύγχρονη και καθαρή πόλη, με δική της ταυτότητα που σφύζει από τουρίστες και επενδύσεις στα ακίνητά της. Χρειάστηκαν όμως τριάντα χρόνια για να γυρίσει ο τροχός!
Η κατ’ επάγγελμα γκρινιάρηδες όταν διαψευσθούν, συνήθως δεν θυμούνται καν πως γκρίνιαζαν.
Σκεφτόμουν αντίστοιχα τη Λευκωσία, μια πόλη που πριν δεκαπέντε χρόνια δεν είχε ταυτότητα, δεν είχε εμπορικό κέντρο, ούτε έναν πεζόδρομο –πλην των Λήδρας και Ονασαγόρου. Δεν είχε πεζοδρόμια στις βασικές της συνοικίες, δηλαδή Αγιο Αντρέα, Παλλουριώτισσα και Καϊμακλί. Έμοιαζε, δηλαδή, με το σημερινό χάος του Δήμου Στροβόλου. Όταν η γκρίνια για τη Λευκωσία ήταν στο απόγειό της, εμείς στο must στηρίξαμε το όραμα για μια νέα πόλη. Στηρίξαμε –ενάντια στο ρεύμα– το Δημαρχείο στις δύσκολες αποφάσεις του. Πιστέψαμε στην ολιστική ανάπλαση της τάφρου, και όχι στην πλατεία - γέφυρα που ήθελαν κάποιοι. Είμασταν σίγουροι πως «δεν θα χαθεί το πράσινο» στην Κυριάκου Μάτση. Πως οι αναπλάσεις σε Στασικράτους και Μακαρίου θα τέλειωναν στην ώρα τους, πως το ΓΣΠ θα γίνει μια όαση λειτουργικότητας στο κέντρο της πόλης. Πιστέψαμε στους ειδικούς και σε αυτούς που είναι η δουλειά τους, και όχι στο τουίτερ και τους κατ’ επάγγελμα γκρινιάρηδες. Ο λόγος ήταν απλός. Δεν φτιάχνεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά. Ειδικά όταν ζήσεις πόσα «αυγά έσπασαν» για να διαμορφωθεί η σημερινή Αθήνα. Ειδικά όταν παρακολουθήσεις τους ίδιους ανθρώπους που σταματούσαν για δεκαετίες με προσφυγές τη δημιουργία του μουσείου Ακρόπολης. Πού είναι άραγε αυτοί που έλεγαν πως στην Αθήνα θα είναι μια «καταστροφή του ιστορικού Κέντρου» το Μουσείο που θαυμάζει σήμερα η οικουμένη; Πού είναι οι τύποι που έλεγαν πως θα εξαφανιστεί το πράσινο στην τάφρο και την Κυριάκου Μάτση; Αυτοί που αμφισβητούσαν πως θα τελείωναν Μακαρίου, Στασικράτους, Καλλιπόλεως, Μάτση στην ώρα τους (η Πλατεία Ελευθερίας είναι μια άλλη υπόθεση); Η κατ’ επάγγελμα γκρινιάρηδες όταν διαψευσθούν συνήθως δεν θυμούνται καν πως γκρίνιαζαν. Είναι λοιπόν εύκολη η γκρίνια, η κριτική, η μουρμούρα. Σε κάνει να έχεις «άποψη», να είσαι ενάντια στο «κατεστημένο» και ανεβαίνεις στο κύμα της ταλαιπωρίας και της απελπισίας του κόσμου που του έκοψαν προσωρινά τον δρόμο προς το σπίτι ή τη δουλειά του. Το δύσκολο είναι να είσαι ψύχραιμος, να πιστεύεις σε ένα όραμα και να παίρνεις ή να στηρίζεις αντιλαϊκές αποφάσεις με γνώμονα το αύριο και τις επόμενες γενιές. Δεν λέω πως δεν έγιναν και δεν γίνονται λάθη. Όμως προτιμώ να κάνω λάθη παρά να μην κάνω τίποτα. Τα δύσκολα λοιπόν για την πόλη μας πέρασαν. Οι βασικές υποδομές και αναπλάσεις ολοκληρώθηκαν ή ολοκληρώνονται. Το μεγαλεπήβολο έργο που θα μας βάλει (και) στον τουριστικό χάρτη, το Μουσείο, κι αυτό ξεκίνησε. Τώρα θα ξεκινήσουν τα λεγόμενα «έργα βιτρίνας», όπως είναι οι αναπλάσεις ιστορικών οδών της παλιάς πόλης αλλά και η αναβάθμιση του γραμμικού πάρκου του Πεδιαίου. Τα λεφτά εξασφαλισμένα για τον επόμενο δήμαρχο, η δουλειά η δύσκολη, δε, έχει ολοκληρωθεί.
Ο ρόλος του επόμενου δημάρχου πλέον είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που είχε ο Γιωρκάτζης. Ο επόμενος θα πρέπει να φέρει πίσω τον κόσμο στην πόλη, να είναι φιλικός προς ιδιωτικές επενδύσεις που ακολουθούν πάντα τις δημόσιες, αλλά κυρίως θα πρέπει να δημιουργήσει τις υποδομές ανάπτυξης της αισθητικής και συντήρησης της πόλης, πάνω στα θεμέλια των έργων αξίας μισού δισεκατομμυρίου που έγιναν από το κράτος, τους φορολογούμενους και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν αυτό ακούγεται εύκολο, δεν είναι όσο νομίζει κάποιος. Το ζωντανό παράδειγμα της προηγούμενης ανάπλασης του γραμμικού πάρκου όπου δημιουργήθηκαν καλαίσθητες πεζογέφυρες αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, αλλά που από την κατασκευή τους δεν έχουν συντηρηθεί και μπογιατιστεί, ενώ ο φωτισμός τους δεν έχει ανάψει ποτέ, μου φέρνουν στο μυαλό πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και μεταξωτούς κώλους. Η Λευκωσία, λοιπόν, ψάχνει άμεσα τον υφαντουργό της.