ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: lace καλσόν, μίνι μαυρο φόρεμα και ankle boots
 

«Μα πού πήγαν όλοι;» της Σοφίας Δάρτζαλη

Μπορεί να σου αρέσουν τα μουσεία, αλλά μπορεί και όχι. Ίσως τα εκθέματα ή οι πίνακες να σου φαίνονται ακίνητα όταν τα κοιτάζεις. Τι γίνεται όμως όταν δεν είναι κανείς εκεί;

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη

«Μα πού πήγαν όλοι;»

Συγγραφέας: Σοφία Δάρτζαλη

Εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης

Σελίδες: 64 

Το βιβλίο με την ιστορία της Σοφίας Δάρτζαλη και τις εικόνες του Βασίλη Κουτσογιάννη είναι μακράν πέρα από ένα βιβλίο για παιδιά που σκοπό έχει να καλλιεργήσει τη μουσειακή αγωγή και την εκτίμηση για τις Καλές Τέχνες. Είναι ένα βιβλίο που με αφορμή την Τέχνη θίγει θέματα όπως αυτά της αποδοχής, της ενσυναίσθησης, της συμπερίληψης, της διαφορετικότητας, της ελευθερίας της σκέψης, της φιλίας, του πολέμου και της ειρήνης. Καλλιεργεί την καλαισθησία και τη φαντασία. Είναι ένα βιβλίο που ωθεί τον αναγνώστη του, μικρό ή μεγάλο, σε ταξίδια νοητά. Προτρέπει τον καθένα να ονειρευτεί ώστε να διαφυλαχθεί η μαγεία της κάθε στιγμής, να παραμείνει ζωντανό το παρελθόν,  να υπάρξει αισιόδοξη πορεία στο μέλλον.

[...] Και νομίζω πως για λίγο με πήρε ο ύπνος, ίσα για να μπορέσω να αποθηκεύσω στα όνειρά μου αυτό που ζούσα εκείνη τη στιγμή. Ένας ύπνος γλυκός κι απαλός σαν τα ροζ νούφαρα της λίμνης [...] (απόσπασμα σελ. 47)

Η ιστορία δεν εκτυλίσσεται σε κάποιο συγκεκριμένο μουσείο αλλά σε ένα φανταστικό στο οποίο συμπεριλαμβάνονται έργα μεγάλων καλλιτεχνών από διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο αλλά και ιδιωτικές συλλογές. Πράγμα που τονίζει την οικουμενικότητα των εκθεμάτων. Τα έργα τέχνης πρέπει να είναι προσιτά και εύκολα προσβάσιμα σε όλους όπου κι αν βρίσκονται, ανεξάρτητα της εθνικότητάς τους, της ηλικίας τους, του φύλου τους, της οικονομικής ή κοινωνικής τους τάξης, του επιπέδου μόρφωσής τους. 

Η Τέχνη πρέπει να είναι κατανοητή χωρίς επεξηγήσεις, χωρίς λόγια. Αυτό που αισθάνεται κανείς αντικρίζοντας ένα έργο τέχνης, αυτό που αντιλαμβάνεται τη δεδομένη στιγμή, η ιστορία που μπορεί να φανταστεί και να τον ταξιδέψει εκείνη την ώρα, αυτή είναι και η σωστή ερμηνεία για αυτόν. Για κάποιον άλλον την ίδια ώρα μπορεί να είναι κάτι άλλο, άλλα συναισθήματα, άλλα νοήματα, άλλη ιστορία, άλλο ταξίδι. Ακόμα κι αν κάποιος επισκεφθεί το ίδιο μουσείο ξανά και ξανά αντικρίζοντας τα ίδια έργα μπορεί να νιώσει διαφορετικά συναισθήματα κάθε φορά, να τα αντιληφθεί διαφορετικά, η φαντασία του να τον ταξιδέψει κάθε φορά σε άλλα μονοπάτια. Κι όλο αυτό είναι φυσικό αφού κάθε έργο μπροστά στα μάτια μας φαντάζει διαφορετικό ανάλογα με το πως το φως πέφτει πάνω του, από ποια οπτική γωνία το κοιτάμε, σε ποια ηλικία βρισκόμαστε, ποια επίπεδα ωριμότητας έχουμε, ποια είναι η διάθεσή μας, ποια είναι η δύναμη της φαντασίας μας, ποιες είναι οι γνώσεις μας για το αντικείμενο, ακόμα και αν διαθέτουμε χιούμορ ή όχι.

[..] Τα ταξίδια τού είχαν γεμίσει το μυαλό εικόνες. Εικόνες όχι σαν εκείνες που είμαστε. Εικόνες από κάθε σταγόνα των ωκεανών και κάθε ακτίδα φωτός. Οι ιστορίες του ήταν γεμάτες ήλιο. Ήξερε κάθε πίνακα του μουσείου. Ήξερε όλες τους τις ιστορίες. Ιστορίες διαφορετικές από εκείνες του ξεναγού. [...] (απόσπασμα σελ. 50)

Αυτά είδα μέσα από την ιστορία της Δάρτζαλη και τις εικόνες του Κουτσoγιάννη. Μια ιστορία, με έντονο το αλληγορικό στοιχείο, που εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο από τον ήρωα που επινόησε η συγγραφέας, τον Πέδρο, ο οποίος ξεπηδά από το κάδρο του και τριγυρνά στις αίθουσες του μουσείου με σκοπό να ανακαλύψει το λόγο που ξαφνικά ο κόσμος σταμάτησε να επισκέπτεται το μουσείο. Γιατί, τα έργα, τα εκθέματα έχουν ανάγκη τους επισκέπετες τους αλλά και αντίστροφα. [...] Και ξέρω πως με χρειάζεσαι, όσο κι εγώ. Όσο εκείνο το ντροπαλό κοριτσάκι το περιστέρι του. (απόσπασμα σελ. 56)  Μ’ αυτόν τον έξυπνο και ευρηματικό τρόπο, η συγγραφέας, παρουσιάζει έργα μεγάλων ζωγράφων χωρίς να αναφέρει μέσα στην ιστορία της τους τίτλους τους, σε ποιο μουσείο βρίσκονται ή τα ονόματα των δημιουργών τους παρά μόνο στο τέλος του βιβλίου, στο παράρτημα «Τα έργα στα μουσεία του κόσμου». Επιπρόσθετα, στο παράρτημα αυτό παραθέτει Qr code το οποίο σκανάρωντάς το κανείς μπορεί να βρεί πληροφορίες για τα ρεύματα ζωγραφικής και τα έργα τέχνης που αναφέρονται στο βιβλίο.

[...]Και τίποτα πια δε με τρόμαζε. Εκτός από εκείνον τον ασπρόμαυρο τεράστιο πίνακα...εκείνον που όπως μου έμαθε τον έλεγαν «Γκέρνικα». «Εύχομαι να μη χρειαστεί να ζωγραφίσει κανείς κάτι τέτοιο ξανά» του είπα όταν έμαθα την ιστορια του. «Δυστυχώς οι άνθρωποι ξεχνούν» μου απάντησε. (απόσπασμα σελ. 53)

Την εικονογράφηση του βιβλίου την βρήκα πανέξυπνη, εξαιρετικά καλαίσθητη και πρωτότυπη. Συμπληρώνει την ιστορία αλλά και την εκτοξεύει στα ύψη. Μπορεί ο κάθε αναγνώστης να αντιληφθεί τα έργα που αναφέρονται στην ιστορία, όπως είναι δοσμένα από το χέρι του Κουτσογιάννη, είτε τα γνώριζε από πριν είτε είναι η πρώτη φορά που έρχεται σε επαφή μαζί τους. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς με λεπτομέρεια την εικονογράφηση και να ανακαλύψει το ύφος της κάθε εποχής ή του ρεύματος όπως το αποδίδει με την δικία του χαρακτηριστική πινελιά, ο εικονογράφος, πάντοτε με σεβασμό και ενίοτε με μια δόση χιούμορ. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς και το τελευταίο τρισέλιδο «Στο εργαστήρι του εικονογράφου» το οποίο παρατίθεται ως δώρο που θα εκτιμήσουν μικροί και μεγάλοι εραστές της Τέχνης.

Το βιβλίο προτείνεται για ηλικίες από 7+ αλλά σίγουρα μπορεί να το χαρούν και παιδιά μικρότερων ηλικιών όπως και κάθε ηλικίας αναγνώστες που αγαπούν τις Τέχνες και τα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία.

Για το βιβλίο υπάρχει διαθέσιμο πλούσιο εκπαιδευτικό υλικό.

Αναζητήστε το βιβλίο στο Βιβλιοπωλείο Parga εδώ.

lasithiotakisa@sppmedia.com

Από το οπισθόφυλλο: Ο Πέδρο είναι λίγο πιο μικρός ή λίγο πιο μεγάλος από σένα. Ο ζωγράφος του ήταν Ισπανός, όπως άλλωστε κι εκείνος. Ζει σε έναν πίνακα εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Του αρέσει πολύ όταν επισκέπτεσαι την αίθουσά του. Του αρέσει να σου μιλά με τα μάτια όταν τον κοιτάς. Για κάποιον περίεργο λόγο, όμως, το μουσείο θα μείνει κλειστό για πολύ καιρό. Κι οι πίνακες θα μείνουν μόνοι. Ο Πέδρο αναρωτιέται. Οι γείτονές του επίσης: Σεισμός; Πόλεμος; Επιδημία; Κάτι άλλο;
Θέλοντας να μάθει τι πραγματικά συμβαίνει, ο Πέδρο θα αφήσει πίσω το κάδρο του. Μαζί με τη λίγο άτακτη χήνα του, θα επισκεφτεί κι άλλες αίθουσες του μουσείου. Θα συναντήσει τον κυβισμό, τον ιμπρεσιονισμό, τον σουρεαλισμό... Θα ρωτήσει ξανά και ξανά τι έχει συμβεί. Ο κάθε πίνακας, όμως, δίνει τη δική του εξήγηση. Μέχρι που συναντά τον Σεβάχ. Έναν καινούριο φίλο, που θα τον ανεβάσει στη βάρκα του για να του διηγηθεί ιστορίες γεμάτες ήλιο. Θα τον ταξιδέψει στη χώρα της φιλίας, της αλήθειας και της Τέχνης. Γιατί η Τέχνη, όπως σίγουρα ξέρεις, δε δίνει μόνο ζωή – είναι και η ίδια ολοζώντανη.

Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη: Τελευταία Ενημέρωση

X