Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη
Μετάφραση : Μαρτίνα Ασκητοπούλου
Εκδ. Μεταίχμιο
Σελ. 56
Μετροφυλλίστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου εδώ.
Η αποτύπωση της καθημερινής γλώσσας των ανθρώπων είναι
κομμάτι της προσπάθειας του συγγραφέα να σκιαγραφήσει τις
ζωές που ζούμε, τον κόσμο που ζούμε.
Claire Keegan
«Με το που έκλεισε την πόρτα, ένιωσε το σπίτι ασυνήθιστα ήσυχο και σιωπηλό. Στάθηκε για μια στιγμή και φώναξε τη Ματίλντ, τη γάτα. Όταν την ξαναφώναξε και πάλι δεν άκουσε τίποτα, η καρδιά του σφίχτηκε και πήγε να την ψάξει, ανοίγοντας τη μία πόρτα μετά την άλλη, αλλά η γάτα δεν ήταν πουθενά- μέχρι που τη βρήκε στο μπάνιο. Μάλλον την είχε κλειδώσει μέσα καταλάθος, πριν φύγει για τη δουλειά». (απόσπασμα από το βιβλίο)
Λέγεται πως όσοι είναι τσιγκούνηδες, με την κυριολεκτική έννοια, είναι τσιγκούνηδες και στα συναισθήματά τους. Δίνουν φειδωλά την αγάπη τους όπως ξοδεύουν και τα χρήματά τους.
Στο τρίτο βιβλίο της Keegan, «Πολύ αργά πια», έχουμε την προσωποποίηση ενός τέτοιου χαρακτήρα, του Κάχαλ, ο οποίος παρουσιάζεται να χαλά κάθε όμορφη στιγμή, και για τον ίδιο, αφού βρίσκεται να μετρά τα πάντα με τα έξοδα που έγιναν. Η χαρά του σκοντάφτει και κτυπά στον οικονομικό απολογισμό που, σχεδόν πάντα τα ποσά είναι αμελητέα αλλά αρκετά για να γκρεμίσουν τη μαγεία και κάθε τι που έγινε καλοπροαίρετα, με πηγαία αγάπη και ενδιαφέρον. Είναι η σκιαγράφηση ενός βρετανού μοναξιασμένου χαρακτήρα που περιφέρεται σε ένα μουντό και μουχλιασμένο περιβάλλον παρόλο, που στο κείμενο αναφέρεται πως την ημέρα που διαδραματίζεται η ιστορία είχε ένα θρασύτατο ήλιο που φώτιζε το Δουβλίνο. Το μόνο φως που λάμπει στην ιστορία είναι αυτό της αγάπης της Σαμπίν η οποία ήταν γλυκιά και γενναιόδωρη σε αντίθεση με τον Κάχαλ. Υπάρχει αυτή η αντίθεση των καιρικών συνθηκών με αυτή της σχέσης των δυο ηρώων της ιστορίας όπως παρουσιάζεται ή όπως την αντιλήφθηκε ο Κάχαλ αλλά και στη θλιβερή θέση που βρίσκεται εν τέλει ο ίδιος. Αν το σκεφτούμε, ίσως και να είναι σκόπιμη, η αντίθεση, για να τονίζεται το φως που πηγάζει από τη χαρά απέναντι στο μουντό που φέρνει η μιζέρια και η θλίψη.
Η Keegan έχει πλέον χαρακτηριστεί ως η συγγραφέας των μικρών υπέροχων, λιτών αλλά με βάθος νοημάτων και πυκνής περιεκτικότητας κειμένων που κερδίζουν τις καρδιές των αναγνωστών. Πολλοί τη χαρακτηρίζουν ως μια από τις καλύτερες συγγραφείς της εποχής μας. Οι νουβέλες, ενίοτε, έχουν μια δυσκολία να πάρουν τον δρόμο της έκδοσης. Οι εκδότες προτιμούν τα μεγάλα μυθιστορήματα που θα έχουν πιο εύκολα απήχηση στο αναγνωστικό κοινό και κατεπέκταση και μεγάλες πωλήσεις. Κι όμως, οι νουβέλες της Keegan κατάφεραν να σκαρφαλώσουν ψηλά στις λίστες των ευπώλητων βιβλίων πολλών βιβλιοπωλείων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έχει καταρρίψει κάθε προκατάληψη για την αποδοχή του είδους που γράφει αφού, διαβάζοντας κάποιος τα βιβλία της σε μικρό χρονικό διάστημα, της μιας ως και τρεις ώρες, τον αγγίζουν και τον οδηγούν σε μονοπάτια περισυλλογής αφού συχνά γίνονται αισθαντικά και διεισδυτικά και μπορούν να επιδρούν καταλυτικά στον καθένα που τα διαβάζει.
Η αφήγηση αυτή τη φορά αφορά το παρόν, σε αντίθεση με τις δυο προηγούμενές της νουβέλες που είχαν να κάνουν με παρελθοντικές ιστορίες στις οποίες εστίαζε σε έννοιες όπως η οικογένεια και η καλοσύνη και τις οποίες μας έδωσε με εξαιρετική τρυφερότητα αλλά και πόνο.
Έχουμε λοιπόν εξαρχής εδώ μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο. Αυτή τη φορά γράφει για την Ιρλανδία, τους ανθρώπους της, την αγάπη και τον έρωτα. Αναρωτιέται αν η έλλειψη γενναιοδωρίας καταστρέφει τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ακουμπά σύγχρονα θέματα ή και προβλήματα αν θέλετε όπως οι σχέσεις, οι ανθρώπινες σχέσεις που κάποτε μπορεί και να μην είναι και τόσο ρομαντικές, τις εκφάνσεις του μισογυνισμού που δυστυχώς μας είναι τόσο γνώριμες. Συμπεριφορές που αναπόφευκτα απομακρύνουν όχι μόνο ζευγάρια το ένα από το άλλο αλλά και φίλους. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δύσκολες και είναι ακόμα πιο δύσκολες αν αυτός που «πέφτει», που μένει πίσω δεν έχει εντοπίσει και τη ρίζα του κακού ή αρνείται να την αποδεχτεί. Η Keegan αναφέρει σε μια της συνέντευξη: «Ο Κάχαλ είναι πολύ τσιγκούνης. Είναι κακός. Δεν του είναι εύκολο να κοιτάξει το παρελθόν κατάματα και να παραδεχτεί κάποια πράγματα. Λέει ψέματα στον εαυτό του». Κι όλα αυτά όπως λέει και η μεταφράστριά της δεν είναι κάτι που αναφέρει ή αναλύει στο κείμενό της αλλά προκύπτουν κι όλοι όσοι το διάβασαν τα συμμερίζονται γιατί η Keegan έχει το χάρισμα με λίγα λόγια να λέει πολλά.
Θα κλείσω με τα λόγια της Μαρτίνας Ασκητοπούλου για την Keegan: «... δομεί σε πολύ λίγες σελίδες ολόκληρα σύμπαντα και να αναπτύσσει αληθοφανείς σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων[...]. Η νουβέλα «Πολύ αργά πια» έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν την Claire Keegan μία από τις πιο πολυδιαβασμένες και αγαπημένες σύγχρονες συγγραφείς. Μία ώρα ανάγνωσης για πολλές μέρες σκέψης».
Διαβάστε το!
... δομεί σε πολύ λίγες σελίδες ολόκληρα σύμπαντα και να αναπτύσσει αληθοφανείς σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων.
Αναζητήστε το βιβλίο στα βιβλιοπωλεία Parga εδώ.
Από το οπισθόφυλλο: Μια ηλιόλουστη Παρασκευή στο Δουβλίνο, ο Κάχαλ παίρνει το λεωφορείο για να περάσει ένα μοναχικό τριήμερο στο σπίτι του. Δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του τη Σαμπίν, μια γλυκιά γυναίκα με την οποία θα μπορούσε να είχε περάσει τη ζωή του, αν είχε φερθεί διαφορετικά. Όλο το βράδυ με μόνη συντροφιά την τηλεόραση, ένα μπουκάλι σαμπάνια και τις σκέψεις του, ο Κάχαλ έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό. Τελικά, τι είναι η αγάπη, όταν δεν δίνουμε ποτέ τίποτα; Η Claire Keegan, με τον μοναδικό της τρόπο, αναρωτιέται αν η έλλειψη γενναιοδωρίας καταστρέφει τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Έγραψαν για το βιβλίο:
Για να το πούμε απλά, η Claire Keegan είναι μία από τις καλύτερες συγγραφείς στον κόσμο.
George Saunders
Μια σύντομη και βαθιά διερεύνηση της ανθρώπινης ευθραυστότητας από μια μετρ της μικρής φόρμας.
Kirkus
Κάθε φράση της Keegan είναι γεμάτη δύναμη, κάθε λέξη είναι στη σωστή θέση, και το αποτέλεσμα είναι ολοζώντανο και βαθιά συγκινητικό.
Hilary Mantel
Μια εκπληκτική συγγραφέας. Κανείς δεν γράφει σαν αυτή.
Irish Times
Για τη συγγραφέα: Η Claire Keegan (Κλερ Κίγκαν) γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1968. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στο New Yorker, στο Paris Review, και στο Granta και έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες. Το Antarctica (συλλογή διηγημάτων, 1999) κέρδισε το Rooney Prize for Irish Literature και ήταν ένα από τα βιβλία της χρονιάς σύμφωνα με τους Los Angeles Times. Το Walk the Blue Fields (συλλογή διηγημάτων, 2007) κέρδισε το Edge Hill Prize για την καλύτερη συλλογή διηγημάτων. Το Foster (νουβέλα, 2010) κέρδισε το Davy Byrnes Award. Το βιβλίο της Μικρά πράγματα σαν κι αυτά (2020) χαρακτηρίστηκε αριστούργημα από τους κριτικούς, ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Booker και έγινε διεθνές μπεστ σέλερ.