Μιχάλης Μιχαηλίδης
Μεγαλώνοντας στο χωριό, αλλά και επισκεπτόμενος τον Πολύστυπο τακτικά, είχα την τύχη να βλέπω από κοντά όλη τη διαδικασία της παραγωγής του κρασιού και της ζυβανίας από τον παππού και τον θείο μου. Εκτός όμως από τα ίδια τα παράγωγα του σταφυλιού, έμαθα να εκτιμώ και όλα όσα προηγούνται… μέχρι τελικά να φτάσουμε στην οινοποίηση. Τον κόπο που μπαίνει στο αμπέλι κατά τη διαδικασία του κλαδέματος, τους ψεκάσματος, στο λίπασμα και φυσικά στον τρύγο. Ακόμα και το κουβάλημα, μιας και τα αμπέλια του παππού βρίσκονται στις πλαγιές των βουνών, στους πρόποδες της Μαδαρής.
Έμαθα επίσης ότι τίποτα δεν πάει χαμένο από ένα αμπέλι. Τα φύλλα, για παράδειγμα, τα χρησιμοποιούμε στη μαγειρική, το σταφύλι το μετατρέπουμε σε σταφίδα, φτιάχνουμε κρασί, κονιάκ, σουτζούκο, παλουζέ, χυμό, ξύδι, πετιμέζι, τα στέμφυλα τα κάνουμε αποστάγματα όπως ζυβανία και τσίπουρο, τις κληματόβεργες τις κρατάμε για προσάναμμα στο τζάκι, ενώ ακόμα και για τα κουκούτσια διαβάζουμε πως το λάδι τους έχει αντικαρκινικές και αντιοξειδωτικές ιδιότητες.
Έχοντας δει από πρώτο χέρι τη διαδικασία παραγωγής όλων όσα αναφέρω πιο πάνω, μπορώ να τα εκτιμήσω λίγο περισσότερο. Ειδικά το «μποζολέ πιτσιλλέ», όπως χαριτολογώντας ονομάζουμε το ξηρό (ή στερκό) κρασί της περιοχής μας, κάθε χειμώνα το τιμώ ιδιαίτερα. Κι ας μην έχει μεγάλη αξία, όπως θα μπορούσε εύκολα να σχολιάσει ένας επαγγελματίας οινοποιός, πέραν ίσως της συναισθηματικής αξίας που έχει για εμάς τους ερασιτέχνες τους είδους. Ειδικά από την εποχή που ξεκίνησα να ασχολούμαι πιο πολύ όμως, βοηθώντας στον τρύγο, στο κλάδεμα και στην οινοποίηση (την οποία εμείς κάνουμε σε πιθάρι), ομολογώ πως αυτό το είδος το αγαπώ λίγο περισσότερο.
Η τριβή μου με τη γη και το αμπέλι μου πρόσφερε κάτι ακόμα, αφού εκ των υστέρων με βοήθησε να εκτιμήσω το κυπριακό κρασί. Με θυμάμαι πάντα να ψάχνω στο section του wine list με τις κυπριακές ετικέτες. Κι όταν αισίως πολλά από τα κυπριακά οινοποιεία ξεκίνησαν να επανεφευρίσκουν τις ξεχασμένες γηγενείς ποικιλίες, πάντοτε, όποτε τις έβρισκα στα εστιατόρια, ήθελα να τις δοκιμάσω, Κι ας μην τις ήξερα. Ένα από τα πρώτα που δοκίμασα, θυμάμαι, ήταν η Morokanella (2017) από Κτήμα Γερολέμο, στο εστιατόριο Πατρικό στην Τερσεφάνου. Εκεί, αν δεν με απαντά η μνήμη μου, είχα δοκιμάσει πρώτη φορά και το Spourtiko «Iris» από Kolios Winery.
Κυπριακές ποικιλίες, ξεχασμένες, για τις οποίες κάποτε θα νοιώθουμε περήφανοι που τις ανακαλύψαμε εκ νέου!
Έκτοτε έχω απολαύσει κι άλλες γηγενείς ποικιλίες, όπως το Γιαννούδι, η Βασίλισσα, η Πρωμάρα και η Λευκάδα. Οι πιο πρόσφατες εμπειρίες που είχα με αυτές τις ποικιλίες ήταν ένα μπουκάλι Morokanella που απολαύσαμε ένα μεσημέρι πρόσφατα, μαζί με το ψάρι μας, στη ψαροταβέρνα Καράς, στο Παραλίμνι, αλλά και το wine tasting στο οινοποιείο Βασιλειάδης στο Όμοδος, στο πλαίσιο του οποίου γευτήκαμε μια Πρωμάρα (2023) και ένα Γιαννούδι (2020), αλλά και μία ετικέτα που τώρα βγαίνει στην αγορά, τη Vasilissa (2023).
Κάθε φορά εκπλήσσομαι με τον πλούτο της κυπριακής γης, με τα αρώματα και τις δυνατότητες των κυπριακών αμπελιών. Και εννοείται κάθε χρόνο αναμένω με αγωνία τα αποτελέσματα των «Βραβείων Ποιότητας» του Γαστρονόμου Κύπρου, τα οποία φέτος συμπληρώνουν δέκα χρόνια ζωής. Ανέκαθεν η ομάδα των βραβείων εντόπιζε, δοκίμαζε και βράβευε μοναδικά προϊόντα Κύπριων παραγωγών, μεταξύ αυτών και τις λευκές μοναδικές κυπριακές ποικιλίες, όπως το Σπούρτικο, η Βασίλισσα, η Μοροκανέλλα και η Πρωμάρα, αλλά και τις κόκκινες Όφθαλμο, Λευκάδα και Γιαννούδι. Ποικιλίες που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο και που σιγά σιγά, όπως όλα δείχνουν, θα καταφέρουν να φτάσουν σε κάθε άκρη του πλανήτη, ως μια εξαιρετική επιλογή για τους λάτρεις του κρασιού. Μοναδικά κρασιά, από κυπριακές ποικιλίες, ξεχασμένες, για τις οποίες κάποτε θα νοιώθουμε περήφανοι που τις ανακαλύψαμε εκ νέου!