Μιχάλης Μιχαηλίδης
Κάθομαι σε ένα γραφικό τσιπουράδικο και σκέφτομαι πόσο φωτεινή έχει γίνει αυτή η πόλη!
Μέσα σε μόλις τέσσερις μέρες προλάβαμε να κάνουμε πολλά. Τόσα, για να συλλέξουμε ανεκτίμητες αναμνήσεις μέσα από δυνατές εμπειρίες.
Την τελευταία μέρα της ολιγοήμερης επίσκεψής μας στην ελληνική πρωτεύουσα, το τελευταίο βράδυ κατ’ ακρίβεια, κατευθυνόμαστε στην Πλάκα. Βασικά, καθώς περπατάμε στη Λυσίου, κάνουμε δεξιά για Μνησικλέους και ένας άλλος κόσμος, σχεδόν παραμυθένιος, εμφανίζεται μπροστά μας. Ωραία μαγαζάκια, με χρωματιστά παντζούρια και χρωματιστά έπιπλα, έτοιμα να υποδεχτούν τον κόσμο. Κυρίως ξένους τουρίστες, αλλά και ντόπιους που εκτιμούν αυτού του είδους την εναλλακτική διασκέδαση, που συνδυάζει ωραία αισθητική, χαλαρή διάθεση, δυνατά αποστάγματα και νόστιμα τσιμπήματα. Ορισμένα μαγαζιά μάλιστα έχουν και roof gardens προσφέροντας θέα της πόλης από ψηλά!
Ανηφορίζουμε διασχίζοντας τη Μνησικλέους, βάζουμε σημάδι ένα ωραίο τραπεζάκι για την επιστροφή και φτάνουμε στα Αναφιώτικα. Εκεί συναντάμε μια παρέα μεσηλίκων γυναικών, τουριστριών, να βγάζουν φωτογραφίες με φόντο τα γραφικά σοκάκια της περιοχής. Μιας περιοχής η οποία παρόλο που βρίσκεσαι στο κέντρο της Αθήνας -βασικά πρόκειται για μια συνοικία στη βορειανατολική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης- το σκηνικό εκεί περισσότερο θυμίζει νησί. Διακόπτοντας τον χαβαλέ τους, καθώς τις φωτογραφίζω με το κινητό που μου δώσανε μετά που μας το ζήτησαν, τις ρωτώ από πού είναι. Οι δυο από Πορτογαλία και οι τρεις από Τουρκία, μου λένε, διευκρινίζοντάς μου ότι εκείνη τη στιγμή είχαν γνωριστεί. Τους επιστρέφω το κινητό με χαμόγελο και ένα «you are crazy!», «φωτογραφίζοντας» περισσότερο αυτή την ωραία τρέλα και ενέργειά τους, και τη διάθεση να γελάνε δυνατά και να φωτογραφίζονται από κοινού, ενώ μόλις είχαν γνωριστεί. Η μία της παρέας μάλλον δεν δέχτηκε θετικά τον χαρακτηρισμό, αλλά τι σημασία έχει… Οι υπόλοιπες γέλασαν και με ευχαρίστησαν.
Γελώντας κι εμείς με τη στρυφνή Τουρκάλα, συνεχίσαμε την κάθοδό μας προς το σημείο που είχαμε βάλει σημάδι το τραπέζι. Μια παρέα μόλις είχε καθίσει -στην ουσία τούς παραχωρήσαμε ευγενικά τη θέση, μιας και είχαμε φτάσει σχεδόν ταυτόχρονα- και ως εκ τούτου βολευτήκαμε στα σκαλάκια, όπως και άλλες τρεις μικρές παρέες στο μαγαζί. Παραγγείλαμε τσίπουρο και μεζέ και απολαμβάναμε την κίνηση του δρόμου. Συζητούσαμε πόσο ωραία είναι η Αθήνα άμα της αφιερώσεις ουσιαστικό χρόνο, η διαδρομή προς την Ακρόπολη, η ενέργεια στην Πλάκα, στου Ψυρρή, στο Θησείο, πόσο καλό φαγητό έχει να προσφέρει (από street food μέχρι comfort food), πόσο εξαιρετική είναι η συνθήκη στα μικρά κοκτεϊλάδικα στο κέντρο (διάβασε σχετικά εδώ, βρες 15 ωραίες στάσεις στην πόλη για φαγητό και ποτό).
Παρόμοια ήταν και η συζήτηση που κάναμε το βράδυ του Σαββάτου, το πρώτο βράδυ στην Αθήνα, με τον Θάνο Προυναρούς, τον ιδιοκτήτη και ψυχή του θρυλικού Baba Au Rum, που συγκαταλέγεται στη λίστα με τα 50 Καλύτερα Μπαρ παγκοσμίως. Καθώς απολαμβάνουμε τα εξαιρετικά κοκτέιλ (μεταξύ αυτών τα δημοφιλή Spicy Baba και Smokin Mexican), ο Θάνος μάς λέει πόσο έχει αλλάξει προς το καλύτερο η Αθήνα τα τελευταία χρόνια. «Η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή μητρόπολη, επανακτώντας την αίγλη του παρελθόντος», επισημαίνει ο ίδιος. Τέσσερις μέρες μετά, και έχοντας αποκομίσει απίστευτα δυνατές εμπειρίες, διαπιστώνουμε ότι η άποψη αυτή βρίσκει εφαρμογή σε κάθε γωνιά της πόλης, σε κάθε εστιατόριο, σε κάθε μπαρ, σε κάθε χώρο πολιτισμού, σε κάθε σημαντικό αξιοθέατο που είναι γεμάτο από τουρίστες.
Και να φανταστεί κανείς, ούτε μπουζούκια χρειάστηκε να πάμε, ούτε στην Ερμού για ψώνια, ούτε θέατρο -αν και το τελευταίο το φέρουμε λίγο βαρέως είναι η αλήθεια. Την επόμενη φορά!