Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη
Το μονοπάτι του αλατιού
Ρέινορ Γουίν
Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη
Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Σελ.: 406
[...]Κάτι άλλαζε, και δεν ήταν μόνο η παγωνιά στον αέρα, ο χαμηλός ορίζοντας του ήλιου, η βαριά πρωινή πάχνη, η έλλειψη ζωηράδας στο κελάηδισμα των πουλιών. Δεν ήταν μόνο η αλλαγή εποχής, κάτι άλλαζε σε μένα. Είχα σταματήσει να κατατρώγομαι, να παλεύω να εμποδίσω το αναπόφευκτο, να αγωνιώ για το είδος ζωής που δεν είχαμε μπορέσει να συντηρήσουμε, να θυμώνω με το ανάλγητο σύστημα και τη γραφειοκρατία του, που μας είχε αδικήσει. Μια νέα εποχή είχε μπεί ήσυχα μέσα μου, μια εποχή ήρεμης αποδοχής. Είχε έρθει με τον ήλιο που με είχε κάψει, με τις καταιγίδες που με είχαν χτυπήσει. Αισθανόμουν τον ουρανό, το χώμα, το νερό και χαιρόμουν να είμαι μέρος των στοιχείων της φύσης, χωρίς να ανοίγεται μέσα μου μια άβυσσος οδύνης με τη σκέψη πως μέσα σ’ όλα αυτά δεν υπήρχε πια, το σπίτι μας. Ήμουν μέρος του όλου. Δεν χρειαζόταν να μου ανήκει ένα κομμάτι γης για να συμβεί αυτό. Στεκόμουν στον άνεμο και ήμουν άνεμος, η βροχή, η θάλασσα· όλα αυτά ήμουν εγώ και δεν ήμουν τίποτα μέσα σ’ όλα αυτά. Ο πυρήνας της ύπαρξής μου δεν είχε χαθεί. Ήταν διαφανής, ήταν ακαθόριστος, αλλά υπήρχε και δυνάμωνε με κάθε επόμενο ακρωτήριο. [...] (Σελ. 278-279)
Η συγγραφέας, Ρέινορ Γουίν, δεν είχε γράψει ποτέ πριν. Το συγκεκριμένο βιβλίο άρχισε να το γράφει σαν ταξιδιωτικό ημερολόγιο, θέλοντας να κρατήσει ζωντανές τις μνήμες και τις εμπειρίες τους, της ίδιας και του συζύγου της, από το μονοπάτι των εξακοσίων τριάντα μιλίων της νοτιοδυτικής ακτής. Ήθελε τον Μοθ που, λόγω της ασθένειάς του έχανε σταδιακά τη μνήμη του, να μην ξεχάσει το οδοιπορικό αυτό. Τον ήθελε, διαβάζοντάς το, να τον νιώθει να περπατά δίπλα της, όπως μέσα στο μονοπάτι. Τελειώνοντάς το, ήταν το χειροποίητο βιβλίο των απομνημονευμάτων της γραμμένο με γαλάζια γράμματα και δεμένο με σχοινί. Ήταν το δώρο της για τα γενέθλια του Μοθ.
Όταν ήμουν παιδί, σκεφτόμουν συχνά ότι αυτό θα ήθελα να κάνω, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι που δεν έγραψα τίποτα – μέχρι αυτού του βιβλίου. Δεν είχα κανένα λογοτεχνικό υπόβαθρο, ούτε λογοτεχνικές διασυνδέσεις πριν δημοσιευτεί, αλλά διάβαζα πολύ, βιβλία για τη φύση, όπως το “Tarka the Otter” του Henry Williamson όταν ήμουν παιδί, τα περισσότερα βιβλία του Τόμας Χάρντι στην εφηβεία μου και μια ετερόκλητη επιλογή από οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου στην ενήλικη ζωή μου.(απόσπασμα από συνέντευξη της συγγραφέως)
Ξεκινώντας την ανάγνωση, ξέρουμε από την αρχή πως πρόκειται για μια αληθινή, θλιβερή ιστορία ενώ ταυτόχρονα νιώθουμε τον αέρα αισιοδοξίας και δύναμης που πνέει σ' όλο το κείμενο, από την αρχή μέχρι το τέλος. Κυριαχούν καθηλωτικές λυρικές περιγραφές αλλά, συχνά και περιγραφές που γίνονται αλληγορικές. Περιγραφές του τοπίου, των ίδιων των πρωταγωνιστών της ιστορίας, όπως και των άλλων περιηγητών που συνάντησαν στο μονοπάτι. Έχουμε μια χαρτογράφηση της εξέλιξης των συναισθημάτων τους που προκαλεί αναμφίβολα θαυμασμό. Αυτό που εκτοξεύει αυτήν την ιστορία στα ύψη, δεν είναι μόνο ο τρόπος της εξιστόρησής της αλλά, η καταγραφή του μεγαλείου της αποδοχής της θλίψης τους, της ανάπτυξης της εσωτερικής τους δύναμης όπως και της εξωτερικής, του επαναπροσδιορισμού τους στη ζωή, της επανοηματοδότησης του όρου «εστία» και της νέας οπτικής γι’ αυτή τη ζωή που, άντλησαν μέσα από τη φύση, την άσκηση του σώματος αλλά και του πνεύματος τους. Είναι μια πραγματική ιστορία κι όχι μυθιστόρημα που, γίνεται μάθημα ζωής για τον καθένα, σκορπά δύναμη και αισιοδοξία. Διδάσκει πως όλα μπορούν να ανατραπούν, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, και να εξελιχθούν όπως ποτέ δεν το φανταστήκαμε. Εμείς, αρκεί να βλέπουμε τα πάντα με θετική ματιά κάνοντας πάντα όνειρα και σχέδια για το μέλλον έστω κι αν αυτό μοιάζει να είναι ανύπαρκτο ή καταστροφικό.
Αφορμή για να ξεκινήσουν σαν ελεύθεροι περιηγητές/κατασκηνωτές το μονοπάτι των εξακοσίων τριάντα μιλίων, ήταν η απώλεια της αγροικίας τους, η οποία δεν ήταν απλά το μέρος όπου διέμεναν αλλά και το μέσο με το οποίο βιοπορίζονταν.Την ιδέα γι’ αυτό το εγχείρημα την είχαν πάρει από ένα βιβλίο που βρέθηκε μπροστά τους, που μιλούσε για έναν νεαρό άνδρα που είχε περπατήσει τη δυτική ακτή της Αγγλίας με τον σκύλο του, τη στιγμή που οι δικαστικοί επιμελητές τους κτυπούσαν τη πόρτα για την έξωση.
Ξεκίνησαν ένα ταξίδι με ελάχιστα μετρητά και φθηνό εξοπλισμό, που πολλές φορές στην πορεία αποδείχθηκε ακατάλληλος και ελλειπής, γιατί ήταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν μη έχοντας που να πάνε. Δεν ήταν λύση γι αυτούς η απραγεία ούτε η αποδοχή μιας μίζερης ζωής χωρίς όνειρα. Δεν ήξεραν ποτέ το μέλλον μετά το τέρμα του μονοπατιού αλλά η πορεία τους ωρίμασε, τους εκπαίδευσε, τους έδωσε αισιοδοξία, τους έκανε πιο υγιείς και δυνατούς. Η φύση τους αντάμειψε επάξια. Εκτός από ένα, πρακτικά και ψυχικά, εξαιρετικά δύσκολο ταξίδι κάτω από φυσικές αντιξοότητες αλλά και συνθήκες πείνας και εξαθλίωσης ήταν και ένα ταξίδι αυτογνωσίας, με πολλούς εσωτερικούς διεισδυτικούς μονολόγους που βοήθησαν στην ανασυγκρότηση του εαυτού τους στη νέα τάξη πραγμάτων. Έτσι, μετά τέσσερις και πλέον μήνες, βγήκαν από το μονοπάτι σίγουρα διαφορετικοί, δεν θα ήταν ποτέ πια οι ίδιοι με πριν, τώρα ήταν γεμάτοι σχέδια και όνειρα για το μέλλον κι ας φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, όχι και τόσο υποσχόμενο.
Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός που το βιβλίο αυτό βρέθηκε για περισσότερες από 80 εβδοµάδες στη λίστα των best seller της Sunday Times.
Τα λόγια από το οπισθόφυλλο: Mια αληθινή ιστορία-ύµνος στη ζωή, στην αποδοχή της θλίψης και στη θεραπευτική δύναμη της φύσης. Λίγες µέρες αφότου η Ρέινορ µαθαίνει ότι ο Μοθ, ο άντρας µε τον οποίο είναι 32 χρόνια παντρεµένοι, βρίσκεται στο τελικό στάδιο µιας ανίατης ασθένειας, χάνουν το σπίτι τους και κάθε µέσο βιοπορισµού. Αφού δεν τους έχει αποµείνει πλέον τίποτα, παρά µόνο ελάχιστος χρόνος, παίρνουν τη γενναία απόφαση να περπατήσουν 630 µίλια στο θαλασσοδαρµένο µονοπάτι που διατρέχει τη νοτιοδυτική ακτή της Αγγλίας, από το Σόµερσετ µέχρι το Ντόρσετ, µέσω Ντέβον και Κορνουάλης. Έχοντας στα σακίδιά τους µόνο τα απολύτως αναγκαία, διασχίζουν καθηµερινά ένα άγριο τοπίο από γκρεµούς, θάλασσα και ουρανό. Με κάθε τους βήµα, κάθε συναπάντηµα και κάθε δοκιµασία, το οδοιπορικό τους εξελίσσεται σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας. To Μονοπάτι του Αλατιού ανασυνθέτει την έννοια της εστίας δείχνοντας πως, όταν αυτή χαθεί, µπορεί να «ξαναχτιστεί» και να επαναπροσδιοριστεί µε τους πιο απρόσµενους τρόπους.
Είπαν για το βιβλίο:
«Μια όµορφη, στοχαστική, λυρική ιστορία για την απώλεια στέγης και την ανθρώπινη δύναµη και αντοχή».
-Guardian
«Το Μονοπάτι του Αλατιού είναι µια ιστορία που δεν µπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου, ένας ναός στη γαλήνη… Θα σας αλλάξει για πάντα».
–Wall Street Journal
«Μια εκπληκτική αφήγηση για δύο ανθρώπους που ανέσυραν τους εαυτούς τους από τα βάθη της απελπισίας, διέσχισαν ορισµένα από τα πλέον δραµατικά τοπία της Αγγλίας αναζητώντας λύση στα προβλήµατά τους, και ανακάλυψαν στην πορεία τους εαυτούς τους».
–Independent
«Το Μονοπάτι του Αλατιού µοιάζει αρχικά ως η απόλυτη οδύσσεια ενός ζευγαριού απόβλητων, µε τη διαφορά ότι το ταξίδι τους δεν ήταν κάποια απόφαση ζωής. Αυτό που µεταφέρει κυρίως στον αναγνώστη είναι η ανθρώπινη αντοχή και η αναζωογονητική δύναµη της φύσης. Εµένα τουλάχιστον µε παρακίνησε να ξύσω την ξεραµένη λάσπη από τα µποτάκια πεζοπορίας µου και να ξαναπάρω τα βουνά. Ελπίζω να έχει την ίδια επίδραση σε εκατοµµύρια άλλους».
–The Times
Η Ρέινορ Γουίν, αφότου ολοκλήρωσε το µονοπάτι της νοτιοδυτικής ακτής, συνεχίζει να κάνει τακτικά πεζοπορίες µεγάλων αποστάσεων και να γράφει για τη φύση, την έλλειψη στέγης και το ελεύθερο κάµπινγκ. Ζει στην Κορνουάλη µε τον σύζυγό της Μοθ και τον σκύλο τους Μόντι. Το «Μονοπάτι του Αλατιού» είναι το πρώτο της βιβλίo.
Μεταφράστηκε σε 19 γλώσσες, ήταν υποψήφιο στη βραχεία λίστα για το «Costa Book Award» και έχει πωλήσεις άνω του µισού εκατοµµυρίου αντιτύπων παγκοσµίως.
Αναζητήστε το βιβλίο «Το μονοπάτι του αλατιού» στο Βιβλιοπωλείο Parga εδώ
lasithiotakisa@sppmedia.com.