Μιχάλης Μιχαηλίδης
«Ο μεζές μας είναι στα €17» μού λέει ο κύριος Αντρέας, ιδιοκτήτης ταβέρνας σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, δίνοντάς μου άλλη μια πολύ καλή αφορμή να αναρωτιέμαι τι έχει πάει τόσο λάθος τα τελευταία δύο χρόνια και έχουν ανέβει τόσο πολύ (και τόσο αδικαιολόγητα σε πολλές περιπτώσεις) οι τιμές.
Γελώντας ενστικτωδώς (μάλλον από ανακούφιση) τού λέω «επιτέλους ακούω μια κανονική τιμή», με τον ίδιο να μου απαντά σχεδόν αμέσως «έννεν ανάγκη να πλουσιέψουμε που τα φέτος, ας πλουσιέψουμε σε 5-6 χρόνια».
Αντιλαμβάνομαι ότι οι τιμές γενικά έχουν ανέβει, ειδικά μετά τη χασούρα της πανδημίας και κυρίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τα όσα αλυσιδωτά ακολούθησαν. Ένας γνωστός μου εστιάτορας μού είχε πει από πέρσι ότι δεν προλάβαινε να αλλάζει τις τιμές στο μενού, αφού οι αυξήσεις σε πρώτες ύλες ήταν συνεχείς και μεγάλες. «Δεν μπορώ να αλλάζω βδομάδα παρά βδομάδα τις τιμές, οπότε το κάνω κάθε κανένα δίμηνο, και όχι με δραματικές αυξήσεις, απορροφώντας στις πλείστες των περιπτώσεων την αύξηση για να μην επιβαρύνω τον κόσμο μου».
Αυτό είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά στις αλόγιστες αυξήσεις λόγω… ελεύθερης αγοράς, και άρα στον δικό μας προϋπολογισμό ως άτομα ή ως οικογένεια και στο πόσα καλούμαστε να πληρώσουμε στις διάφορες εξόδους μας σε εστιατόρια, ταβέρνες, μπαρ και καφετέριες.
Για παράδειγμα, €17 για μια κανονικού μεγέθους μπριζόλα σε απάχικο εστιατόριο στην ορεινή Πιτσιλιά, καθισμένος σε λευκή πλαστική καρέκλα Lordos, είναι ή δεν είναι πολλά; Σίγουρα θα βρεις και πολύ πιο ακριβή μπριζόλα στην αγορά, αλλά και τα €17, όταν μαζί συνυπολογίζεις κι άλλες παραμέτρους, όπως το σέρβις, το περιβάλλον, το location κλπ, δεν τα λες λίγα.
Σχεδόν €25 για κρεατομεζέ και σχεδόν €30 για ψαρομεζέ, με αύξηση της τάξης των €4-€7 για το καθένα από αυτά, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, επίσης δεν είναι πολλά; Αντιλαμβάνομαι την αλυσιδωτή αύξηση στα πάντα και άρα την ανάγκη για αύξηση των τιμών, με αυξήσεις όμως της τάξης του 25-30% στις τιμές καταλόγου, δεν έχει ξεφύγει λίγο η κατάσταση;
Πρόσφατα, σε ψαροταβέρνα, πληρώσαμε €115 για δύο πιάτα, δύο ορεκτικά, δύο επιλογές από το παιδικό μενού και ένα μικρό ούζο. Και σε ταβέρνα πληρώσαμε €85 για παρόμοια φάση. Και άλλα €110 σε τουριστικό εστιατόριο. Δύο ενήλικες και δύο παιδιά. Και ενώ πλέον άρχισαν να μας φαίνονται φυσιολογικές αυτές οι τιμές, αν θυμηθούμε πόσα πληρώναμε αντίστοιχα πριν από μια διετία, σίγουρα κάτι έχει πάει πολύ λάθος, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις όλο το βάρος της αύξησης το επωμίζεται ο καταναλωτής.
Κατανοώ τη δικαιολογία των ανθρώπων της εστίασης ότι έχει ακριβύνει το κόστος ζωής και άρα αυτόματα ανεβαίνουν οι τιμές στα μενού, ας έχουμε όμως υπόψη μας ότι το κόστος ζωής έχει ανέβει αντίστοιχα και για τους καταναλωτές, οπότε μάλλον χρειάζεται να δούμε πιο ζεστά και πιο μεθοδικά το θέμα της τιμολόγησης.
Έχοντας ένα εξαιρετικό πρόσφατο παράδειγμα για το πώς μπορούν ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν οι ισορροπίες στο παιχνίδι, δεν είναι σώφρων θεωρώ να κτίζουμε το προϊόν μας και την τιμολόγησή μας πάνω σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη ή/και μια συγκεκριμένη εθνικότητα, οι οποίοι θεωρητικά έχουν και μπορούν να ξοδέψουν πολλά περισσότερα απ’ ότι ο μέσος Κύπριος. «Φέτος, λόγω απουσίας των Ρώσων, μέχρι τώρα είμαστε 30% κάτω», μου λέει ένας σερβιτόρος σε εστιατόριο της ελεύθερης περιοχής Αμμοχώστου, αφού προηγουμένως είχαμε συζήτηση στο τραπέζι για τις σημαντικές προς τα πάνω ανατιμήσεις των επιλογών στο μενού.
Κάπως έτσι κυλάει το «καυτό κυπριακό καλοκαίρι». Έχω πληρώσει μέχρι και €11 για μια απλή πίτα σουβλάκια, μέχρι €14 για ένα κοκτέιλ, €4,5 για ένα μπουκάλι νερό σε τουριστικό εστιατόριο. Βέβαια, επειδή δεν είναι τίμιο να τα ισοπεδώνουμε όλα, σε πολλές περιπτώσεις έχω απολαύσει και εξαιρετικό φαγητό σε πολύ κανονικές τιμές!