Δημήτρης Λοττίδης
Όπου και να γυρίσεις, όπου και να μιλήσεις, η Κύπρος σε πληγώνει. Μια χώρα που παλιά τη γνώριζαν οι ξένοι για τον ήλιο και τη θάλασσά της, σήμερα τη συζητούν στην οικουμένη για τους λογιστές, τους δικηγόρους, τα διαβατήρια, τον Πούτιν και τον Μιλόσεβιτς. Όπου πας στο εξωτερικό η Κύπρος σε πληγώνει, και αυτό είναι πιο έντονο όσο περνούν οι μήνες μετά τους λεκέδες.
Έγραφα λοιπόν τον περασμένο Νοέμβριο: «Η Κύπρος θα μπορούσε και μπορεί να απεξαρτηθεί πλήρως από τα ορυκτά καύσιμα, επενδύοντας σε βάθος χρόνου δύο δισ. στην ηλιακή ενέργεια, ένα ποσό που μπορεί να ακούγεται μεγάλο, αλλά δεν είναι και τόσο, αν λάβει κάποιος υπόψιν πως ξοδεύουμε κάθε χρόνο πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια σε μαζούτ για ηλεκτρισμό. Σοκαριστήκατε;
Οι τουρίστες πλέον βλέπουν και επιλέγουν να παραθερίζουν σε χώρες που σέβονται το περιβάλλον, σε ξενοδοχεία που εφαρμόζουν πολιτικές μηδενικού αποτυπώματος ρύπανσης, σε εστιατόρια που λειτουργούν με φιλοποσία farm – to – fork. Η Κύπρος λόγω μεγέθους και τοποθεσίας θα μπορούσε να κάνει ολικό rebranding ως η πρώτη χώρα με ελάχιστο οικολογικό αποτύπωμα, χώρα-πρότυπο για τις μεθόδους καλλιέργειας. Αυτά θα μας έκαναν τον πλέον δημοφιλή προορισμό του ευρωπαϊκού ποιοτικού τουρισμού».
Από τον περασμένο Νοέμβριο, η ζωή μάς ξεπέρασε για ακόμη μία φορά, και μάλιστα βίαια. Η ενεργειακή κρίση μάς έκανε να τρέχουμε αλαφιασμένα να τοποθετήσουμε ηλιακά πάνελ στην οροφή μας, να επενδύσουμε σε φάρμες ηλιακής ενέργειας, να συνειδητοποιήσουμε πως πληρώνουμε τρακόσια εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο πρόστιμο στην Ε.Ε., επειδή η ΑΗΚ και τα καπετανάτα της αγοράζουν και καίνε μαζούτ. Το 2022!
Η Κύπρος μας βρίσκεται (ξανά) μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Αυτό της προκοπής με επενδύσεις στην ηλιακή ενέργεια και τις βιώσιμες καλλιέργειες ή αυτόν της συνέχισης της ροπής στις λαμογιές, της δουλικότητας απέναντι στο εύκολο χρήμα χωρίς ηθικούς φραγμούς.
Το όνομά μας, ως Κύπρος, θα αποκατασταθεί αν γίνουμε κέντρο αριστείας, χώρα πρότυπο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, χώρα με εξαγωγές γεωργικών προϊόντων, ο λαχανόκηπος της Ευρώπης, αν γίνουμε κέντρο υπηρεσιών μόνο για τους σοβαρούς ξένους επιχειρηματίες και όχι για τα λαμόγια του πλανήτη. Ναι, γίναμε πανεπιστημιακό κέντρο, μπήκαμε στον χάρτη της εκπαίδευσης, αλλά όπως σε όλα μας πάμε να γίνουμε ακόμη μια παγκόσμια μετριότητα, δίνοντας άδειες για ιατρικές σχολές ή για πανεπιστήμια σε όποιο developer περάσει την πόρτα του προεδρικού. Αυτοί θα είναι κατά πάσα πιθανότητα το επόμενο ρεπορτάζ του Al Jazeera, καίγοντας μαζί με τα ξερά και τα χλωρά, τις υγιείς προσπάθειες ανάπτυξης σοβαρών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Όσο όμως μας διοικεί η γενιά των ’00s, του χρηματιστηρίου, των developers, των IPOs, η γενιά των δικηγόρων του Γέλτσιν, αυτά θα παθαίνουμε. Γιατί αυτή η γενιά των late 50s μέχρι τα 70 δεν μπόρεσε να δει ποτέ πέραν από τη μύτη της εξωτερικά αλλά ούτε και τη συνείδησή της εσωτερικά.
Ένας από τους μεγάλους που αγάπησε τον τόπο μας περισσότερο από εμάς τους ίδιους, έγραψε θέλοντας να εξυμνήσει τον κυπριακό ήλιο και τη φύση της Κύπρου: «Και βλέπεις το φως του ήλιου, καθώς έλεγαν οι παλαιοί. Ώσπου νόμιζα πως έβλεπα τόσα χρόνια, περπατώντας ανάμεσα στα βουνά και στη θάλασσα συντυχαίνοντας ανθρώπους με τέλειες πανοπλίες... παράξενο, δεν πρόσεχα πως έβλεπα μόνο τη φωνή τους». Γιώργος Σεφέρης, «Αγιανάπα Α΄» 1956.
Δημήτρης Λοττίδης
demetris@sppmedia.com
Twitter: @dlottides