ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: lace καλσόν, μίνι μαυρο φόρεμα και ankle boots
 

Ένα και δύο πηδάω τα κύματα

Όταν κοιτάμε πίσω, ένα φίλτρο του μυαλού κρατάει στην επιφάνεια μόνο τις όμορφες στιγμές κι έτσι νιώθουμε νοσταλγία.

Αφροδίτη Δερματά

Αφροδίτη Δερματά

O ψυχολόγος μου μου λέει ότι εμείς οι άνθρωποι έχουμε την τάση να ωραιοποιούμε και να εξιδανικεύουμε το παρελθόν. Όταν κοιτάμε πίσω, ένα φίλτρο του μυαλού κρατάει στην επιφάνεια μόνο τις όμορφες στιγμές κι έτσι νιώθουμε νοσταλγία. Οδεύουμε προς την καρδιά του καλοκαιριού, ο υδράργυρος στον Καναδά χτυπάει 50άρια και στην Κύπρο 42άρια, παράλληλα το μεταλλαγμένο κύμα δέλτα περικυκλώνει απειλητικά τις ζωές μας, οι ειδήσεις όπως πάντα είναι τρομακτικές, αλλιώς δεν θα είχαν και κανένα ενδιαφέρον -διότι όλοι ανεξαιρέτως είμαστε λίγο-πολύ τρομολάγνοι- και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στην παρούσα φάση, είναι να περιμένουμε με λαχτάρα τις διακοπές τραγουδώντας παράλληλα το ρεφρέν του γνωστού άσματος ένα και δυο πηδάμε τα κύματα μ αυτά τα κύματα σταματημό δεν έχουν. Γιατί από κύματα τα τελευταία 2 χρόνια η αλήθεια είναι πως έχουμε χορτάσει!

Διανύοντας λοιπόν αυτές τις «καυτές» καλοκαιρινές μέρες με φρενήρη ρυθμό, νιώθοντας ότι οι υποχρεώσεις, μικρές και μεγάλες, με χαστουκίζουν ακατάπαυστα κι η ζέστη κάνει τα βήματα μου βαριά και δύσκολα, ψάχνω να βρω καταφύγιο στο παρελθόν . Εκεί που ήταν όλα όμορφα και δροσερά  ή τουλάχιστον, σύμφωνα με τον ψυχολόγο μου, έτσι τα κάνει να μοιάζουν τα φίλτρα του μυαλού μου. Κάνω μια παύση και συναντάω τον παλιό παιδικό εαυτό μου, μέσα από παλιά τραγούδια, ποιήματα, διηγήματα και φωτογραφίες. Τον βλέπω με καστανόξανθα σταχιασμένα μαλλιά από τον ήλιο, πιασμένα με μια κίτρινη κοκάλινη στέκα να τρώει καρπούζι στην αυλή του σπιτιού μου κάτω από την σκιά της καρυδιάς, να παίζει νυχτερινό κρυφτό στα στενά δρομάκια του χωριού . Να πηγαίνει πηδώντας δεξιά- αριστερά και προσπαθώντας με αγωνία να αποφύγει τα δεκάδες βατράχια που έβγαιναν τη βραδινή τους βόλτα, να αγοράσει παγωμένες μπίρες από το μπακάλικο του χωριού. Να κάνει βουτιές από βατήρες, μαδέρια και εξέδρες χωρίς αντηλιακό και να συμμετέχει σε αγώνες μακροβουτιών. Να ανεβαίνει ανάποδα σιδερένιες τσουλήθρες, να κάνει κούνια μέχρι αργά και να εκτοξεύεται με φόρα από ψηλά στο γεμάτο ψηφίδες πάτωμα. Να πίνει παγωμένο γάλα κατσίκας με μισή κουταλιά νες καφέ και τρεις κουταλιές ζάχαρη και τα μεσημέρια να τρώει σκέτη ζάχαρη με το κουτάλι. Να διαβάζει ξαπλωμένος στο κρεβάτι ή τρώγοντας στο τραπέζι Ποπάυ, Μίκυ Μάους, Αστερίξ και Οβελίξ και αργότερα Μανίνα και Κατερίνα στα κρυφά. Να πηγαίνει θερινά σινεμά, να τριγυρνάει σε πανηγύρια και να ψωνίζει πάνινες κούκλες από τους Καραμελάδες. Να τρώει μαλλί της γριάς και παγωτό Lucky Cup. Nα κάνει θόρυβο στα πεζοδρόμια σέρνοντας τα ξύλινα τσόκαρα, να παίζει με γιογιό και να ψαρεύει καβούρια με απόχη. Να κοιμάται στρωματσάδα στο μπαλκόνι με τους καύσωνες και να σηκώνεται το πρωί με τα κοκόρια και με τις πρώτες ακτίδες του ηλίου. Να τρώει ζελέ με κρέμα και μπισκότα να εξερευνά τους βυθούς με μάσκα και βατραχοπέδιλα, να συλλέγει το πρωί κοχύλια και το βράδυ καπάκια κοκα κόλας από τις αυλές στις ταβέρνες. Να κοιμάται στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και να ξυπνάει στο κρεβάτι του σκεπασμένος με δροσερά λουλουδένια σεντόνια.

Αυτά ήταν τα καλοκαίρια μου κάποτε. Δεν ξέρω αν όντως ωραιοποιώ το παρελθόν όπως λέει και ο ψυχολόγος μου, το σίγουρο είναι ότι νοσταλγώ την ανεμελιά και τις αυθεντικές γεύσεις εκείνων των χρόνων που έφυγαν ανεπιστρεπτί. Καθώς οδηγώ και παλεύω να προλάβω τις υποχρεώσεις, παρηγοριέμαι λέγοντας στην κόρη μου ιστορίες από τότε. Νιώθω σαν να τα ξαναζώ από την αρχή. «Ουάου! Τι τρελή ζωή έζησες ρε μάνα» μου λέει κι εγώ νιώθω ευγνωμοσύνη και θλίψη…Λυπάμαι που αυτά εδώ τα παιδιά ζουν την ζωή μέσα από τα κινητά τους, που δεν ξέρουν τι θα πει  ελευθερία, διακοπές τρεις μήνες,  καρπούζι από το περιβόλι, στρωματσάδα στο μπαλκόνι, το να μαζεύεσαι το βράδυ στο σπίτι εξουθενωμένος από το παιχνίδι, το να περνάς ένα καλοκαίρι γεμάτο με βουτιές, να επιβιώνεις. Με τον τρόμο να καραδοκεί έξω από τις κλειστές πόρτες των δωματίων τους προσπαθούν μαζί με εμάς να πηδήξουν θαρραλέα το τέταρτο κύμα της πανδημίας που έχει φέρει τα πάνω κάτω στις ζωές τους. Ένα και δύο...

"ξέρετε εγώ είχα γιαγιά με αυλή. ντενεκέδες. τα λουλούδια εκεί η βαβυλώνα ντρέπεται. να τα σκεφτεί. ξέρετε τα μεσημέρια που ήταν καλοκαίρι. ένα χέρι που νομίζαμε πως είναι του Θεού. έσβηνε τον κόσμο. με του σκοταδιού το ανάποδο. εμείς κρατούσαμε στα χέρια το άπειρο τυπωμένο. ποπάι. βέρν. σεραφίνο. ξέβαφε στα χέρια μας αυτό που μετά μάθαμε πως λέγεται ευδαιμονία. και μια φωνή πάντα να λέει. κοιμηθείτε. ξέρετε εγώ είχα μικρές ταβέρνες μέσα σε νύχτες σε κάτι χωριά στα βουνά που ακόμα κι ο σκύλος των ονείρων μου δυσκολεύεται να επιστρέψει. εκεί γυρνώντας πάντα. στο πίσω κάθισμα λιποθυμούσα από νύχτα και τα τραντάγματα ενός αμαξιού από σκύλα λαμαρίνα. ξέρετε ζούσαμε με τα χέρια και τα πόδια μας. όλα ήταν ύλη και υπήρχαν. ύλη μάγισσας. προϊόντα μάγου τρομερού. αμφισβητούσαμε σχεδόν τη νομιμότητά τους. βιουμάστερ. μπρατσάκι πορτοκαλί. γιογιό που βγαζε φως. καινούργια σαγιονάρα που σνιφάραμε. συγκρουόμενα. μπαλαρίνα. άσε κάτι γομίτσες μικρές αρωματικές. άσε άλμπουμ πανίνι. μορφίνες παιδικές. ξέρετε κάθε φορά που βγαίναμε από θερινό ήμασταν καινούργιοι. φουλ σέρβις ανταλλακτικά. καινούργια μάτια. καινούργιο δέρμα. καινούργια καρδιά. άλλες στροφές. κάτι ολότελα ξαναφτιαγμένο. ξέρετε αυτό που νιώθαμε βλέποντας λάκι καπ στο ψυγείο μόνο σε βιβλικά κείμενα το έχω βρει να περιγράφεται. ξέρετε η μέρα ήταν απέραντη και η νύχτα ήταν αδιαπέραστη και το τίποτα του καλοκαιριού δεν έβλεπες που τελειώνει. ξέρετε. δεν μπορώ να ξαναπάω εκεί. ούτε που θέλω. θα χαλούσα το ph του οικοσυστήματος. πιθανότατα να δηλητηριαζόμουν. μεγαλώνοντας ξεμαθαίνεις να δυιλίζεις το απόλυτο. μήτε που νοσταλγώ. απλά ξηλώνοντας τώρα τη σύνθεση βλέπω τις πρώτες ραφές.
τις ακουμπώ με το δάχτυλο." | Κυριάκος Χαρίτος | ραφές |

Αφροδίτη Δερματά: Τελευταία Ενημέρωση

X