Αφροδίτη Δερματά
Μια μικροπαντρεμένη κόρη μελαχρινή ήταν η μανούλα μου όταν έμεινε έγκυος την αφεντιά μου. Αδαής και αθώα, πίστευε μέσα στην πλάνη της ότι θα συνεχίσει να παίζει «κούκλες» σαν κοριτσάκι, με την μόνη διαφορά ότι πλέον το παιχνίδι της θα αναπνέει. Όταν την έπιασαν οι πόνοι της γέννας ήταν ακόμα στο χωριό. Τεσσερισήμισι ώρες διήρκησε η διαδρομή από την Παλαιά Εθνική Αθηνών- Κορίνθου με σοφέρ τον κουμπάρο και καθώς έφτασαν στην Αθήνα βρέθηκαν στον Κηφισό ξημερώματα, χωρίς GPS και χάρτη. Ένιωσαν μόνοι χαμένοι και απελπισμένοι. Η μάνα μου στο πίσω κάθισμα μούγκριζε σαν αγρίμι από τους πόνους και ο πατέρας μου προσπαθούσε αγωνιωδώς να βρει ποιόν δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουν για να φτάσουν στο Μαρούσι. Ξαφνικά σταμάτησε δίπλα τους ένας «πειρατής» με ένα μπλε παλιό αυτοκίνητο… Έμοιαζε λίγο με νονό της νύχτας και το όχημα του δεν είχε καν πινακίδες. Ο “Από μηχανής Θεός” τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν και γκαζώνοντας επιδεικτικά τους οδήγησε σε χρόνο ντετε έξω από το νοσοκομείο «Μητέρα», τους έκλεισε το μάτι και εξαφανίστηκε. Η μάνα φρικαρισμένη πλέον από τους πόνους δέχτηκε να κάνει ολική αναισθησία και η αφεντιά μου έσκασε μύτη σε αυτόν εδώ τον μάταιο κόσμο τραβηγμένη από το κεφάλι με βεντούζα.
Οι πρώτες φωτογραφίες μου ήταν απλά τραγικές, πρησμένο πρόσωπο και ένα κεφάλι μακρουλό σαν πεπόνι. Νιώθω ότι το κεφάλι μέχρι και σήμερα, ανεπαίσθητα παραμένει στην ίδια κατάσταση. Η νέα μητέρα έκανε τρεις μέρες να συνέλθε από την αναισθησία και η ίδια λέει ότι έχει μετανιώσει οικτρά που δέχτηκε να της την κάνουν, πρώτον γιατί δεν μπόρεσε να με υποδεχτεί και δεύτερον γιατί νόμιζε ότι θα πεθάνει από τις παρενέργειες. Με προϋπάντησαν με χαρά και συγκίνηση ο πατέρας και η θεία μου…η γιαγιά έλειπε σε ταξίδι στην Κύπρο και όταν έφτασε τελευταία καταϊδρωμένη και θυμωμένη, που έχασε την event, στο νοσοκομείο η θεία μου την τράβηξε λίγο παραπέρα και την ενημέρωσε ότι η κόρη της έκανε ένα κακάσχημο κοριτσάκι… Όμως η ίδια όταν με είδε να κοιμάμαι γαλήνια στο καλαθάκι μου της αντέτεινε ότι έχω όμορφα χαρακτηριστικά και ότι θα ξεπρηστώ και θα ομορφύνω. Χρόνια μετά, όχι επειδή ήμουν εγγονή της, εντελώς αντικειμενικά αισθανόταν ικανοποιημένη που δικαιώθηκε και «χτυπούσε» συνεχώς στην θεία μου την κακιά, άκυρη κριτική που είχε κάνει εκείνη την μέρα.
Επέστρεψα στο χωριό λίγες μέρες μετά για να αποδείξω στην μητέρα μου ότι ουδεμία σχέση είχα με κούκλα. Ότι ήμουν ένας μικρός άνθρωπος που δεν γούσταρα καθόλου την όλη φάση και ότι ήμουν πολύ καλά εκεί που ήμουν πριν με τραβήξει με βία έξω, εκείνη η καταραμένη βεντούζα. Ξεκίνησα λοιπόν να τους αποδεικνύω καθημερινά ποιος ήταν πλέον το αφεντικό στο σπίτι και την ζωή τους. Έκανα την νύχτα μέρα τραβώντας -ειδικά την μάνα- μαζί μου σε απανωτά και πολύ κουραστικά ξενύχτια, όπου πεινούσα, πονούσα, κρύωνα ζεσταινόμουν και γενικά δεν μου άρεσε η κατάσταση της ζωής. Έπειτα αφού είδα ότι την έχω βγάλει εκτός εαυτού και ότι κινδυνεύω να με δώσε για υιοθεσία αποφάσισα να της σκάσω το πρώτο χαμόγελο για να την γλυκάνω. Όντως, η κίνηση αποδείχθηκε σοφή και κάπως έτσι κατάφερα να την σκλαβώσω και είχα και πάλι το πάνω χέρι. Σχεδόν τρία χρόνια έκανε η μάνα μου να κοιμηθεί σαν άνθρωπος και κατάλαβε πολύ καλά ότι η καινούργια κούκλα της δεν είχε καμία σχέση με τις προηγούμενες και ότι ήταν αρκετά ζόρικη.
Τα χρόνια παιρνούν και η καινούργια κούκλα της παλιώνει, μεθαύριο κλείνει αισίως τα 47. Εντούτοις παραμένει ζόρικη, συνεχίζει να της πηγαίνει κόντρα, συνεχίζει να της την δίνει αυτός ο εντελώς μάταιος κόσμος, συνεχίζει να έχει ένα κεφάλι λίγο πεπονέ, συνεχίζει να είναι πνεύμα αντιλογίας, συνεχίζει να γκρινιάζει όταν αρρωσταίνει, συνεχίζει να της χαλάει την διάθεση ένα ρούχο που την σφίγγει ή ένα παπούτσι άβολο, συνεχίζει να ξυπνάει ξημερώματα και γενικά παραμένει μια δύσκολη κούκλα. Όσο και αν ο χρόνος περνάει, όσο κι αν το περιτύλιγμα αλλάζει, εκείνο το αντιδραστικό παιδί θα μένει για πάντα με πείσμα κρυμμένο εκεί… μητέρα. Να το χαίρεσαι και να σε χαίρεται!