

Αφροδίτη Δερματά
Η Ελένη τακτοποιεί και την τελευταία σιδερωμένη πετσέτα στην ντουλάπα. Ανοίγει την κουρτίνα, κοιτάει έξω από το παράθυρο… νύχτωσε. Κατεβάζει τα ρολά και κλείνει προσεκτικά το τζάμι. Κοιτάζει το ρολόι, η ώρα πήγε 7. Νιώθει κάτι περίεργο να βαραίνει το στήθος της, σάμπως όμως δεν την πιάνει κάθε φορά που σουρουπώνει αυτό το αίσθημα; Ειδικά από τότε που έφυγε το παιδί και είναι μόνη της. Βάζει νερό στον βραστήρα και φτιάχνει ένα χαμομήλι. Σήμερα από το πρωί που ξύπνησε νιώθει έντονη υπερένταση. Θέλει κάτι να την καλμάρει. Κρατώντας την κούπα που αχνίζει, περνάει έξω από το δωμάτιο του, κοιτάζει το κρεβάτι του και χαμογελάει, σήμερα το βράδυ θα κοιμάται εδώ, το αγόρι της. Πλησιάζει, ακουμπάει την κούπα στο κομοδίνο, τακτοποιεί λίγο καλύτερα το κάλυμμα, ρίχνει μια ματιά ολόγυρα και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Το παιδάκι της, πότε μεγάλωσε και είναι και φοιτητής; Πότε ήταν μπόμπιρας και έκανε σκανταλιές κάτω στα πόδια της, πότε τελείωσε το δημοτικό και πότε το Λύκειο. Σκέφτεται την μορφή του και συγκινείται. Έγινε ένα παλληκάρι δυο μέτρα. Πέρασε τόσα για να τον μεγαλώσει μόνη της και τα κατάφερε. Έφτιαξε έναν «όμορφο άνθρωπο», αισθάνεται περήφανη. Ανοίγει το πορτατίφ στο κομοδίνο, σκέφτεται ότι σε λίγες ώρες που θα μπει στο δωμάτιο θα του αρέσει να το βρει αναμμένο.
Πάει στο σαλόνι, κάθεται στον καναπέ και ανοίγει την τηλεόραση. Βλέπει την οθόνη χωρίς να βλέπει. Σε λίγο θα έρθει το παιδί . Του έχει φτιάξει γιουβαρλάκια, το αγαπημένο του φαγητό. Κοιτάει το κινητό της. Δείχνει 19.22. Του στέλνει μήνυμα « Ξεκινήσατε;». «Ξεκινάμε» έρχεται η απάντηση. «Καλό ταξίδι να έχετε αγάπη μου, ανυπομονώ να σε δω» πληκτρολογεί και πατάει το send. Η ώρα κυλάει αργά. Σηκώνεται πάλι, τακτοποιεί τα πιάτα στην κουζίνα. Γυρνάει στο σπίτι σαν το φάντασμα από δωμάτιο σε δωμάτιο. Τσεκάρει αν είναι όλα στην θέση τους. Κάθεται πάλι στον καναπέ, σκεπάζεται με την κουβέρτα και βάζει μια ταινία να παίζει. Κοιτάει το ρολόι. Μιάμιση ώρα έμεινε ακόμα. Θα πάει να τον πάρει από τον σταθμό. Ρυθμίζει το κινητό στο ξυπνητήρι μήπως και την πάρει ο ύπνος και κλείνει για λίγο τα μάτια της. Την παίρνει ο ύπνος.
Βλέπει ότι περπατάει σε έναν μεγάλο διάδρομο, στο τέλος του διαδρόμου είναι το δωμάτιο του Γιώργου, κάπως διαφορετικό. Αντί για κρεβάτι έχει μια κούνια. Την πλησιάζει και βλέπει το μωρό να κοιμάται σαν ένας μικρός άγγελος. Η κούνια είναι ξύλινη και παλιά και είναι βαμμένη μαύρη. Ακουμπάει τα χέρια της στα ξυλινα κάγκελα και σκέφτεται ότι σάπισαν πια μετά από τόσα χρόνια και ότι πρέπει να του πάρει καινούργια. Βλέπει το μωρό μέσα στον ύπνο του να αναστατώνεται και σκέφτεται ότι πρέπει να βγει σιγά από το δωμάτιο για να μην το ξυπνήσει. Καθώς πάει να τα τραβήξει τα χέρια της από τα κάγκελα της κούνιας αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί. Τα δάχτυλά της έχουν κολλήσει εκεί και έχουν γεμίσει σκλήθρες. Αρχίζουν να τρέχουν ΄αίματα και πονάει. Το μωρό ξαφνικά ξυπνάει και αρχίζει να κλαίει. Το κλάμα του γίνεται γοερό και όσο αυτή δεν μπορεί να το πάρει αγκαλιά αυτό κλαίει όλο και πιο έντονα. Προσπαθεί να ξεκολλήσει τα χέρια της από την κούνια, να πάρει το παιδί της αγκαλιά, όμως μάταια. Το μωρό κλαίει ασταμάτητα, αυτή απελπισμένη του μιλάει για να το παρηγορήσει όμως αυτό ουρλιάζει. Κόβεται η ανάσα του από το κλάμα, μελανιάζει, μαυρίζει ανασαίνει με το ζόρι. Χάνει το παιδί της, μπροστά στα μάτια της και δεν μπορεί να κάνει τίποτα να το βοηθήσει.
Ανοίγει τα μάτια της και ανακουφισμένη αντιλαμβάνεται ότι είναι όνειρο, κοιτάει το ρολόι της και σηκώνει τα μάτια της στην τηλεόραση. Βλέπει τις εικόνες δυο τρένων, βλέπει καπνούς βλέπει τον τίτλο που γράφει "Φρικτό δυστύχημα στα Τέμπη: Θύματα και σοβαροί τραυματισμοί από την σύγκρουση τρένων". Το παιδί μου φωνάζει…παίρνει το τηλέφωνο της να το καλέσει τον Γιώργο της. Βλέπει δυο μηνύματα «Μάνα συγκρουστήκαμε» «Μάνα, δεν έχω οξυγόνο».
ΥΓ. Τα πρόσωπα είναι φανταστικά η φρίκη είναι αληθινή
Ζωές που δεν έχουν πια ονόματα
Παιδιά που μαζέψαν στα χώματα
Μπάζα μετράω, μπάζα κι αξιώματα.
Δεν ζητάω καλοσύνη. Θέλω δικαιοσύνη.
Για να βρω τα χαμένα μου χρώματα.
Τα μάτια μου να μη δακρύζουν πόνο.
Μου έμεινε μια φράση μόνο:
«Δεν έχω οξυγόνο».
Μάνα, ουρλιάζουν οι νεκροί σου
Το ρούχο του παιδιού σου, απόψε, ντύσου.
-Φυλαχτό. Και πάρε μας μαζί σου.
Τα μάτια μου να μη δακρύζουν πόνο.
Μου έμεινε μια φράση, αυτή μόνο:
«Δεν έχω οξυγόνο».