ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: Tailored παντελόνι, turtle neck πλεκτό και μπαλαρίνες
 

Να τα πούμε;

Αφροδίτη Δερματά

Αφροδίτη Δερματά

«Να τα πούμε;»

«Να τα πείτε, να τα πείτε» ακουγόταν πάντα διπλά η ζεστή φωνή του σπιτονοικοκύρη και εμείς ξεκινούσαμε για πολλοστή φορά την γνωστή και από τις πολλές επαναλήψεις μονότονη, μελωδία. Αν ήμασταν στην πόρτα ή σε κάποιο χολ και δεν παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον το περιβάλλον, τεντώναμε το λαιμό και ξεκινούσαμε το τραγούδι κοιτώντας το κενό, αν είμασταν μέσα στο σαλόνι τότε το βλέμμα έπεφτε στο δέντρο ή στα αντικείμενα που διακοσμούσαν το σπίτι. Συνήθως τα χριστουγεννιάτικα δεντράκια ήταν μικρά και πλαστικά και στέκονταν διακριτικά πάνω σε κάποιο βοηθητικό τραπεζάκι, ή στο πεζούλι του παραθύρου. Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις κάποιοι είχαν στολισμένα καράβια κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου και όταν ο πατέρας μου μου έλεγε ότι αυτό είναι το κανονικό και ότι το έλατο είναι ξενόφερτο έθιμο και ότι θα έπρεπε να στολίζουμε καράβια, με έκανε έξω φρενών. Παρ’ όλες τις ενστάσεις του στο σπίτι μου είχαμε -για εμένα- το ομορφότερο δέντρο του χωριού. Πάντα κόβαμε ένα τεράστιο βένιο και το τοποθετούσαμε σε έναν ντενεκέ στην άκρη του σαλονιού, πάνω σε ένα τραπεζάκι που το έκανε να φαίνεται ακόμα πιο επιβλητικό και εντυπωσιακό. Τον ντεκεκέ τον σκεπάζαμε με αλουμινόχαρτο και απέξω τοποθετούσαμε φάτνη και έναν φουσκωτό Άγιο Βασίλη. Δεν ξέρω αν το δέντρο φαινόταν τεράστιο στα παιδικά μου μάτια η αν το συνέκρινα με τα μικροσκοπικά πλαστικά που συναντούσαμε στα σπίτια που πηγαίναμε, όπως και να έχει το έβρισκα πανέμορφο και ήμουν περήφανη γι’ αυτό.

Τα κάλαντα στο χωριό μου τα λέγαμε πάντα μεσημέρι, μετά το φαγητό και μέχρι που έπεφτε ο ήλιος. Με το που καταπίναμε την τελευταία μπουκιά του μεσημεριανού βάζαμε μπουφάν, κασκόλ και σκούφο, παίρναμε το τριγωνάκι μας και ξεχυνόμασταν στους δρόμους. Μου φαινόταν αρκετά ντροπιαστικό το να χτυπάω άγνωστες πόρτες αλλά ο σκοπός αγίαζε τα μέσα. Οι οικογενειακοί φίλοι και οι συγγενείς πάντα έδιναν πεντακοσάρικα, χιλιάρικα ή αν ήταν εύποροι ακόμα και πεντοχίλιαρα. Τύχαιναν όμως και κάτι γιαγιάδες που μας έδιναν ελάχιστες δραχμές έτσι μόνο και μόνο για να τηρήσουν το έθιμο. Τέλος υπήρχαν κι οι περιπτώσεις που μας έλεγαν με θυμό «ΜΑΣ ΤΑ ΕΙΠΑΝΕ» και ή δεν μας ανοίγανε την πόρτα ή μας την έκλειναν στα μούτρα. Επικρατούσε ένα δεκάλεπτο αδράνειας και ντροπής μέχρι να αποφασίσουμε να πάμε στο επόμενο σπίτι όπου μας καλοδεχόντουσαν και έτσι ξεπερνούσαμε την προηγούμενη προσβολή. Τα κάλαντα τα έλεγα πάντα με μια συμμαθήτρια μου την Γιώτα. Το περίεργο ήταν ότι ενώ δεν κάναμε ιδιαίτερη παρέα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, μόλις ερχόταν η περίοδος των γιορτών ήταν λες και είχαμε υπογράψει κάποιο άτυπο συμφωνητικό συνεργασίας. Την μέρα λοιπόν που έκλειναν τα σχολεία για διακοπές κοιταζόμασταν και λέγαμε «μαζί τα κάλαντα ε;» γνέφαμε καταφατικά η μια στην άλλη και η «επιχείρηση κάλαντα» έριχνε θεμέλια.

Κατά την διάρκεια της, η κάθε μια μας διατηρούσε το δικό της ταμείο. Αυτό οφειλόταν στον λόγο που ανέφερα πριν. Δεν ήταν και πολύ δίκαιο να μοιραζόμαστε το πεντοχίλιαρο που έδινε ο συγγεν΄ής μου ή ο συγγενής της. Οπότε η καθεμία είχε την τσάντα της. Η δικιά μου ήταν μια καφέ με χρυσή επένδυση που την περνούσα χιαστή και έκλεινε με μαγνητάκι. Όταν λοιπόν η τσάντα γέμιζε, ο ήλιος έπεφτε και τα ξυλιασμένα μας δάχτυλα άρχιζαν να αρνούνται να βγουν από τις τσέπες σήμαινε ότι ήρθε η ώρα να "σχολάσουμε". Ένα τελευταίο σπίτι και φύγαμε. Και ακόμα ένα τελευταίο, άντε πάμε και σε αυτό... η απληστία μας πάντα παρέτεινε την ώρα της επιστροφής μέχρι που τα πόδια μας δεν μας βαστούσαν άλλο και ερχόταν η Καληνύχτα.

Ο δρόμος της επιστροφής ήταν γεμάτος αγωνία και ενθουσιασμό. Παρά την κούραση μου, έτρεχα να μετρήσω τον τζίρο. Έμπαινα μέσα στο σπίτι όλο χαρά, ανέβαινα τις σκάλες, χωνόμουν στο δωμάτιο μου και αναποδογύριζα το περιεχόμενο της τσάντας πάνω στο γκρι κουβερλί του κρεβατιού. Βλέποντας την ποσότητα να απλώνεται μπροστά μου πανηγύριζα την επιτυχία μου, βούταγα τα χαρτονομίσματα και τα πέταγα προσεκτικά στον αέρα, σαν χαρτοπόλεμο. Ύστερα ξεκινούσα το τελετουργικό της μέτρησης. Έκανα μασούρια των εκατό δραχμών ξεκινώντας από τα νομίσματα των δέκα. 100, 200, 300…ένα χιλιάρικο. Δύο, τρία, τέσσερα, 15.000 δραχμές. Τι ευτυχία….Πόσα πολλά λεφτά… Ήμουν πάμπλουτη. Όταν θα άνοιγαν τα μαγαζιά, το ποσό θα καταθετόταν ευλαβικά στον Μπουκουβάλα. Ο Μπουκουβάλας ήταν το μοναδικό κατάστημα με παιχνίδια στο χωριό. Πολλές φορές η επένδυση αποδεικνυόταν εντελώς λάθος. Το παιχνίδι ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που διαφήμιζε η τηλεόραση και ή ήταν βαρετό ή εντελώς ψεύτικο  και δεν άξιζε τα λεφτά του.

Αυτή ήταν λοιπόν η «επιχείρηση κάλαντα», ένας τρόπος να βγάλουμε χρήματα και να αγοράσουμε αυτό που θέλουμε σε μια εποχή που όλα ήταν πιο δύσκολα, που τα παιδιά δεν είχαν ότι ήθελαν και όποτε το ήθελαν, που το χριστουγεννιάτικο δέντρο είχε από κάτω ένα μόνο δωράκι και αυτό το ένα και μοναδικό μας έφερνε απερίγραπτη χαρά. Που έπρεπε να παλέψουμε για να αποκτήσουμε κάτι και γι' αυτό ακριβώς το εκτιμούσαμε και κάπως παραπάνω. Όμορφες στιγμές, δύσκολες και αυθεντικές. Σήμερα όταν ακούω κάλαντα κυλάει ένα δάκρυ συγκίνησης. Μου φαίνεται απίστευτο το ότι έχουν περάσει 40 χρόνια…σχεδόν μισός αιώνας. Σαν ποτάμι τρέχει ο χρόνος, ας κυλήσουμε λοιπόν για άλλη μια χρονιά μαζί του. Ας αφεθούμε στο 2025!

Χρόνια πολλά!

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Αφροδίτη Δερματά: Τελευταία Ενημέρωση