Αφροδίτη Δερματά
H Ελλάδα των 80s μύριζε σπιτικό φαγητό, χόρευε Πωλίνα, Αλέξια, Σάντρα και Michael Jackson, άκουγε μουσική από Walkman, πόνταρε στον αέρα της αλλαγής που θα έφερνε το ΠΑΣΟΚ, , μεθούσε τον ήλιο παρέα με τον Μάνο Λοΐζο, έβλεπε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση «ΕΡΤ» και χωρούσε ολόκληρη μέσα σε ένα πορτοκαλί τάπερ. Κάθε σπίτι που σεβόταν τον εαυτό του είχε τουλάχιστον τρία μπωλ από την σειρά της Tupperware και εκείνη την πλαστική κανάτα με το λευκό κούμπωμα και το άσπρο κουμπί που το πατούσες και άνοιγε. Προχθές την είδα να φιγουράρει στο Timeline μου και στο μυαλό μου ήρθαν εκείνα τα απογεύματα με «τσάι κουτσομπολιό και συμπάθιο», όπου όλες οι κυρίες του χωριού υποδέχονταν στο σαλόνι της «εκλεκτής oικοδέσποινας» την κυρία που θα παρουσίαζε τα νέα προϊόντα της Tupperware! Απαραίτητα γκατζετς που δεν έλειπαν τότε από καμία ελληνική κουζίνα. Μάλιστα θεωρούνταν τόσο ανθεκτικά και αθάνατα που είχαν την δυνατότητα να περάσουν ανεξίτηλα και άθικτα από γενιά σε γενιά. Έτσι, γίνονταν αυτόματα και η μελλοντική προίκα των κοριτσιών, παρέα με σεμεδάκια κεντημένα από την γιαγιά, μάλλινες ασήκωτες κουβέρτες και βαριά ασημένια μαχαιροπίρουνα.
Τα σαλόνια στα 80s δεν άνοιγαν ποτέ άνευ σοβαρού λόγου και αιτίας. Ήταν αποστειρωμένα, θύμιζαν μουσεία και άνοιγαν τις πύλες τους μόνο στις γιορτές, όταν έρχονταν επισκέπτες από μακριά ή όταν ερχόταν η πωλήτρια των τάπερ. Στην τελευταία περιπτωση το τελετουργικό είχε ως εξής… Η πωλήτρια ενημέρωνε την οικοδέσποινα πότε θα βρίσκεται στην περιοχή και μετά αυτή αναλάμβανε με την σειρά της να ενημερώσει για την μέρα και ώρα της επίδειξης και να συντονίσει όλες τις φιλενάδες της και δυνητικές πελάτισσες ώστε, όπως λεν και στο χωριό μου, να κάνουν attend το event. Για την βαρετή καθημερινότητα του χωριού η επίδειξη των τάπερ ήταν μεγάλο γεγονός και οι περισσότερες περίμεναν πως και πώς να έρθει η μέρα του σόπιν θέραπι που θα διαταράξει λίγο την ρουτίνα της καθημερινότητας.
Έφτανε λοιπόν η στιγμή που η κυρία με την βαλίτσες της γεμάτες τάπερ κατέφθανε περιχαρής στο σπίτι όπου θα γινόταν η παρουσίαση. Νωρίς το απόγευμα οι καλεσμένες χτυπούσαν το κουδούνι και το σπίτι γέμιζε φωνές και καλωσορίσματα. Τα φλιτζάνια με τους ελληνικούς καφέδες και τα τσάγια του βουνού τριγυρνούσαν αχνιστά στον χώρο, ενώ αν υπήρχε κόρη στην οικογένεια πάντα βοηθούσε στο σερβίρισμα. Ένα κέικ γεωγραφίας σκεπασμένο με ένα λευκό καπάκι, της τάπερ φυσικά, περίμενε στον πάγκο της κουζίνας έτοιμο να θυσιαστεί για την περίσταση και τα γλυκά του κουταλιού, φτιαγμένα πάντα από την οικοδέσποινα, σερβίρονταν με επισημότητα σε γυάλινα σκαλισμένα πιατάκια. Μόλις το σερβίρισμα τελείωνε και οι πρώτες γουλιές καφέ και τσαγιού ξέπλεναν τον ουρανίσκο, άρχιζε η παρουσίαση. Η ποιότητα των μπωλ και η λειτουργικότητα τους παρουσιαζόταν εν μέσω προσωπικών ιστοριών, κουτσομπολιών του χωριού, πειραγμάτων και γέλιων.
Και εκεί που παρουσιαζόταν εκείνο το μπωλάκι για την αποθήκευση των ελιών και το άλλο για την αποθήκευση του ταραμά, η φωνή της πιο πονηρής της παρέας χαμήλωνε συνωμοτικά και μάθαινες σε χρόνο ντετέ τα πικάντικα νέα του χωριού. Που κλέφτηκε ο Γιώργος με την Μαρία, που η Ελένη κεράτωσε τον Θανάση με τον κουμπάρο, που ο Αλέξης έχασε ένα χωράφι στα χαρτιά, που ο πεθερός της Κατερίνας είναι πολύ άρρωστος και τον περιμένουν από μέρα σε μέρα. Ο κίτρινος τύπος είχε την τιμητική του και έδινε άλλη νοστιμιά στην συνάντηση. Μέσα από γέλια και σούσουρα και καθώς η πωλήτρια προσπαθούσε αφενός να συμμετέχει στη συζήτηση λες και έμενε χρόνια στο χωριό αφετέρου να επαναφέρει τις κυρίες σε τάξη και να πουλήσει την πραμάτεια της, γινόταν η πρώτη πώληση. Αντιγράφοντας και ανταγωνιζόμενες λοιπόν η μια την άλλη, οι παραγγελίες πολλαπλασιάζονταν και οι δραχμές στο τραπέζι έπεφταν βροχή. Πάντα υπήρχε και η κυρά Μάρω που της άρεσαν, που ήθελε κι αυτή να τα αποκτήσει αλλά δεν είχε τα χρήματα. Που θα την σκότωνε ο άντρας της αν μάθαινε ότι ξόδεψε τόσα λεφτά. Έτσι σε αυτή την περίπτωση γίνονταν δεκτές και οι δόσεις. «Δώσε ότι έχεις και τα υπόλοιπα μου τα δίνεις την επόμενη φορά» έκανε την διευκόλυνση της η πωλήτρια προκειμένου να μην μείνει καμία δυσαρεστημένη και να μην χάσει και την εξτρά πώληση. Έτσι έκλεινε και η τελευταία συναλλαγή η μέρα έφευγε και η πωλήτρια έπρεπε να αποχωρίσει για το επόμενο χωριό.
Το ταπερ στο ράφι της κουζίνας μου έκανε ένα μακρύ ταξίδι στον χωροχρόνο και έφτασε ανέγγιχτο στο 2022. Το βαθύ πορτοκαλί του χρώμα μένει ανεξίτιλο σαν να μην πέρασε μια μέρα από εκείνο το απόγευμα. Βάζω μέσα τα φασολάκια που έμειναν από το μεσημέρι, το κλείνω, το τοποθετώ στο ψυγείο και μέσα του εγκλωβίζω αυτόματα εικόνες μυρωδιές και αισθήσεις από μια άλλη δεκαετία.
Βγαίνουμε από το σπίτι και περπατάμε αγκαζέ στα σκοτεινά σοκάκια του χωρίου. Έχει βρέξει, ο δρόμος είναι βρεγμένος, κάνει κρύο και μυρίζει καμένο ξύλο από τα τζάκια και τις σόμπες. «Μην το πεις στον πατέρα σου, θα με σκοτώσει που ξόδεψα τόσα λεφτά» μου λέει η μάνα μου συνωμοτικά. «Κάποια στιγμή θα σου τα δώσω, θα είναι η προίκα σου» συμπληρώνει κι εγώ προσπαθώ να χαρώ αλλά δεν μπορώ, αφενός δεν με νοιάζουν οι προίκες αφετέτέρου η πλάτη μου καμπουριάζει από το βάρος της συνομωσίας.