Αφροδίτη Δερματά
«Ποιος θέλει παγωτό;» ακούγεται η φωνή της μητέρας από την κουζίνα. Η Λίνα πετάει την κούκλα της στο κρεβάτι και τρέχει με ενθουσιασμό να προλάβει να φάει το μεγαλύτερο κομμάτι. Στο πέρασμα της σπρώχνει το μικρό κομό στον διάδρομο και το βάζο με τα λουλούδια που στεκόταν πάνω γίνεται χίλια κομμάτια. Ο πατέρας της καθισμένος στην πολυθρόνα διαβάζει εφημερίδα. Σηκώνει τα μάτια του απότομα και την κοιτάει άγρια. Αυτή κοκκαλώνει. Ξέρει τι την περιμένει. Την φωνάζει να πάει κοντά. Το ύφος του είναι βλοσυρό. Τα αδύνατα ποδαράκια της τρέμουν. «Τι έκανες εκεί;» της λέει με άγρια φωνή «δεν σου έχω πει να είσαι πιο προσεκτική;» Σηκώνει το μεγάλο του χέρι και την χτυπάει δυνατά στο πρόσωπο. «Μην τυχόν και κλάψεις» την προειδοποιεί και «παγωτό δεν έχει» συμπληρώνει. Η Λίνα τον κοιτάει με τα μάτια θολά, κλαίει βουβά, αθόρυβα. Τα μάτια και η μύτη της τρέχουν ρυάκι. Το αίμα φτάνει μέχρι το λαιμό της. Η μάνα της μπαίνει στο δωμάτιο, την κοιτάει ανέκφραστα χωρίς συμπόνια, την παίρνει από το χέρι, την πάει στο μπάνιο και τις ξεπλένει το πρόσωπο. Ο λευκός νιπτήρας γίνεται ροζ. Αίμα, μύξες, δάκρυα και νερό στήνουν ένα κυκλικό χορό, ενώνονται, γίνονται ένα μέχρι που χάνονται μέσα στο σιφόνι. Η μάνα της την πιάνει από το χέρι και την συνοδεύει στο δωμάτιο. «Δεν θα βγεις από εδώ μέχρι να σου πούμε» την ενημερώνει ψυχρά. Οι αδερφές της σηκώνονται από το κρεβάτι και φεύγουν από το δωμάτιο. Μένει μόνη. Ξαπλώνει στο κρεβάτι και νιώθει να μικραίνει. Το σώμα και η ψυχή της γίνονται ένα μικρό κουβάρι.
Η Λίνα μεγάλωσε και έγινε μια πανέμορφη γυναίκα, το μικρό παιδί μέσα της όμως παρέμεινε σε εκείνο το κρεβάτι, τρομαγμένο, κουβαριασμένο και ανήμπορο. Εκείνο το πληγωμένο παιδί ψάχνει απεγνωσμένα όλη του την ζωή να βρει την αγάπη στους άντρες, μια αγάπη σαν αυτή που της έδινε ο πατέρας της. Θεωρεί απόλυτα λογικό αυτός που σε αγαπάει να έχει το δικαίωμα να σε μηδενίσει, να σε βασανίσει, να σε τιμωρήσει αν δεν βρίσκει αποδεκτή την συμπεριφορά σου. Έτσι βρίσκει απόλυτα σωστή την συμπεριφορά της πρώτης της μεγάλης σχέσης. Τον Γιάννη τον γνώρισε μέσα από κοινούς γνωστούς. Δεν ήταν όμορφος, γοητεύτηκε όμως από την ευφυΐα του. Αυτός αρχικά εκθείασε το άψογο παρουσιαστικό της και τον δυναμικό χαρακτήρα της, στην πορεία με ένα περίεργα σαδιστικό τρόπο προσπάθησε να την υποβαθμίσει υποτιμώντας την μπροστά σε άλλους, πληγώνοντας την σαδιστικά με άσχημες συμπεριφορές. Μετά από αρκετά χρόνια η Λίνα αποφασίζει να συνεχίσει την ζωή της μόνη της. Μέχρι που στον δρόμο της βρίσκεται ο Αλέξης. Ένας όμορφος γοητευτικός επιτυχημένος άντρας. Τον ερωτεύτηκε τρελά. Αποδέχεται τις απιστίες του, έτσι άλλωστε "έτσι είναι οι άντρες", αποδέχεται τα προσβλητικά του σχόλια, αποδέχεται την χειριστική του συμπεριφορά και θολωμένη από τον παράφορο έρωτα τον παντρεύεται και αποφασίζει να κάνει παιδιά μαζί του. Αυτός της εξηγεί ότι παρά το γεγονός ότι παντρεύτηκαν αν δεν του κάνει παιδιά δεν θεωρείται οικογένεια του. Η Λίνα το δέχεται. Προσπαθεί μα κάθε προσπάθεια αποτυγχάνει. Θλίψη, πένθος αίσθημα ανικανότητας. Το διαζύγιο έρχεται κάποια χρόνια μετά. Ο λόγος ήταν ότι αυτή δεν τον εμπιστευόταν. Έψαχνε και όσο έψαχνε κάτι έβρισκε και ο Γιάννης δεν ήθελε ελέγχους ήθελε να ζει την διπλή ζωή του ανενόχλητος.
Η Λίνα με τις τέλειες αναλογίες, η γυμνασμένη, η πανέμορφη, περνούσε νύχτες που δεν έβγαινε έξω γιατί δεν ήθελε να την βλέπει ο κόσμος έτσι όπως είναι… «χοντρή» . « Νευρική ανορεξία» βγήκε η γνωμάτευση από τους γιατρούς. Αρνούνταν να φάει, γυμναζόταν ατελείωτες ώρες, τιμωρούσε τον θλιβερό εαυτό της παιρνώντας ατελείωτες ώρες πάνω σε έναν διάδρομο γυμναστικής και του απαγόρευε να εμφανιστεί σε κόσμο… «έτσι όπως ήταν».
Δευτέρα βράδυ την συναντώ μετά από χρόνια σε ένα μπαρ. Πίνω το ποτό μου και αυτή πίνει μια παγωμένη σόδα. Έχει όμορφα κομμένα τα μαλλιά της, φοράει ένα χαριτωμένο φουστάνι με λουλούδια και πλατφόρμες. Δεν έχει αλλάξει καθόλου, μόνο το βλέμμα της έχει ωριμάσει. Μου εξιστορεί την ζωή της και τις σχέσεις της και την ακούω αποσβολωμένη. Νιώθω ότι είμαστε απομονωμένες από τον κόσμο και έχω μπει τόσο βαθιά μέσα στις ιστορίες που μου περιγράφει που είναι σαν να βλέπω μια καθηλωτική θεατρική παράσταση. Έχω μια τελείως διαφορετική εικόνα γι’ αυτήν. Σοκάρομαι. Η Λίνα έχει νευρική ανορεξία, η Λίνα ερωτεύεται τους χειρότερους άντρες, η Λίνα έχει υποστεί βία λεκτική και σωματική από όταν ήταν παιδί και έχει ριζώσει μέσα της η πεποίθηση πως έτσι είναι η αγάπη. Η Λίνα αυτή η όμορφη γυναίκα που με κοιτάει απέναντι με τα λυπημένα μάτια. Η Λίνα που τώρα ξέρει την αλήθεια της και προσπαθεί να κάνει την επανάσταση της.
«Ο μπαμπάς σου δηλαδή…οι γονείς σου πίσω απ’ όλα…» συμπεραίνω, γνωρίζοντας πόση αδυναμία έχει στον μπαμπά της ο οποίος έχει φύγει από την ζωή… «Τον επισκέφτηκα λίγο πριν πεθάνει στο νοσοκομείο.» μου απαντάει «Όλα καλά ρε μπαμπά, περάσαμε όμορφα, ξέρω πως με αγαπούσες πολύ, αλλά γιατί τόσο ξύλο …τι σου έφταιξα μια σταλιά παιδί; Τι καταλάβαινα; Μου ζήτησε συγγνώμη κλαίγοντας…τον συγχώρεσα αλλά το βάζο είχε ήδη σπάσει».
Την Λίνα είχα να την δω πάνω από μια δεκαετία. Η κουβέντα που κάναμε εκείνη την νύχτα ήταν τόσο συγκλονιστική που για μέρες τριγυρνούσε με κάθε λεπτομέρεια στο μυαλό μου. Τελικά το ξύλο δεν βγήκε από τον παράδεισο, τελικά το βάζο μπορεί να ξανακολλήσει αλλά πάντα τα σημάδια θα μένουν εκεί. Τελικά μια νοσηρή παιδική ηλικία μπορεί να σε εγκλωβίσει μια ολόκληρη ζωή. Τελικά στο όνομα της αγάπης γίνονται τα μεγαλύτερα εγκλήματα...
«Οι γονείς πρέπει να γεμίσουν τόσο πολύ το απόθεμα της αυτοπεποίθησης του παιδιού τους, ώστε όλος ο κόσμος να μην μπορεί να το αδειάσει»