Αφροδίτη Δερματά
Oι μεταφορείς χτυπάνε το κουδούνι. Είναι Απρίλης, 7 το πρωί. Ανοίγω την πόρτα και τους αφήνω να μπουκάρουν στο σπίτι. Ο επικεφαλής της ομάδας τσεκάρει τον χώρο και δίνει εντολές. Όλα γίνονται με γοργούς ρυθμούς. Αδειάζουν ντουλάπια, αδειάζουν ράφια, έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, κατεβάζουν κουρτίνες και κάδρα. «Επέλαση» σκέφτομαι καθώς τους βλέπω να πηγαινοέρχονται βιαστικά στον χώρο. Λίγο μετά το μεσημέρι ήταν άδειο, εντελώς γυμνό λες και είχε γίνει πλιάτσικο. Είχε μείνει μόνο η βαλίτσα μου σε μια γωνιά, περιμένοντας στωικά και αυτή την σειρά της. Έριξα μια τελευταία ματιά στο σπίτι που έμεινα τα τελευταία 9 χρόνια. Σαν φιλμάκι πέρασαν μπροστά μου ένα σωρό αναμνήσεις. Εδώ ξενύχτησα με φίλους, γέλασα, αγαπήθηκα, αγάπησα, μάλωσα και το πιο σημαντικό εδώ πρωτοέμειναν τα παιδιά μου όταν γεννήθηκαν. Άραγε την τελευταία φορά που πότισα τα λουλούδια μου στο μπαλκόνι, που έφτιαξα παστίτσιο, που έδωσα φρουτόκρεμα στα παιδιά μου, που τα κουβάλησα αγκαλιά μετά από βόλτα, που τα διάβασα, σκέφτηκα ότι ήταν η τελευταία φορά; Πόσες τελευταίες φορές ζούμε στην ζωή μας; Όλες οι στιγμές στην καθημερινότητα κρύβουν μια δυνητική «τελευταία φορά» και το πιο τραγικό είναι ότι τις περισσότερες φορές δεν το γνωρίζουμε καν.
Εκείνο το πρωί που έπινα καφέ με την γιαγιά μου εκείνο το απόγευμα που μιλούσα με μηνύματα με την παιδική μου φίλη, εκείνο το τρικάβαλο που κάναμε στο μηχανάκι, εκείνο το beach party στην εφηβεία που μαζευτήκαμε με όλους τους φίλους, εκείνη την μέρα που πήγα να πάρω την κολλητή μου για να πάμε βόλτα και μου άνοιξε την πόρτα η γιαγιά της, εκείνη την μέρα που περνούσα την σιδερένια πόρτα της τάξης μου, δεν γνώριζα ότι ήταν οι τελευταία φορά. Πόσοι άνθρωποι πέρασαν από την ζωή μου και δεν ήξερα ότι τους έβλεπα για τελευταία φορά. Η Μαρία από το λογιστήριο, η Ελένη η συνάδελφος, ο Γιώργος ο συμμαθητής μου, η κυρία Δήμητρα που είχε το παντοπωλείο στην γειτονιά μου, ο Νίκος που έπαιρνα κάθε πρωί τον καφέ μου πριν πάω στην δουλειά. Η καθημερινότητα μας διέπεται από αμέτρητες τελευταίες φορές.
«Αφρούλα μου πέθανε ο μπαμπάς μου, έτσι ξαφνικά» ήρθε πριν λίγες μέρες το μήνυμα της φίλης μου της Πένυς στο μέσεντζερ. «Δεν το περιμέναμε. Ήταν διακοπές στο χωριό, είχε πάει στο καφενείο να παίξει χαρτιά και όταν γύρισε έπεσε μπροστά στην πόρτα. Δεν είχαμε κάποια ένδειξη, ήταν εντελώς ξαφνικό.» Αμέσως το μυαλό μου πήγε στην τελευταία φορά που έφαγε η Πένυ μαζί του. Κάθισαν στο τραπέζι ανύποπτοι, ο πατέρας της έπαιξε με τον γιό της, σήκωσε το ποτήρι με το κρασί είπε στην «Υγειά σας», όλοι ανταποκρίθηκαν και κανείς δεν ήξερε ότι αυτό το σκηνικό, δεν πρόκειται να ξανασυμβεί.
Οι τελευταίες φορές της ζωής μου τριγυρνάνε αυτές τις μέρες στο κεφάλι μου. Μάταιο θα μου πεις αλλά όταν συνειδητοποιείς ότι παντού καραδοκεί ένα τέλος όσο να’ ναι έχεις ένα μικρό πένθος να σε ακολουθεί καταπόδας. Από την άλλη μετά από αυτή την διαπίστωση, βλέπεις τον κόσμο με άλλα μάτια και προσπαθείς να αρπάξεις την κάθε στιγμή, να την παγώσεις, να την ζήσεις συνειδητοποιημένα, να την κάνεις αιώνια. Πως θα γίνει αυτό; θα αναρωτηθείς. Όταν ξέρεις ότι παντού καραδοκεί ένα τέλος τότε τα βλέπεις και τα αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά τα πράγματα.
«Κάποτε μαζευτήκαμε στην γειτονιά μας και παίξαμε με τους φίλους μας και κανείς μας δεν ήξερε ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά», διάβασα σε ένα ποστ στο Facebook. Από την άλλη, όπως λέει και ο φίλος μου ο Πάρης, όλο αυτό μπορεί να φαίνεται θλιβερό αλλά κρύβει μέσα του όλη την μαγεία της ζωής. Άλλωστε το κάθε τέλος κρύβει πάντα μια αρχή και οι αρχές είναι αυτές που μας ξεβολεύουν, μα ξυπνάνε από τον λήθαργο μας και μας κρατάνε ζωντανούς.