Αφροδίτη Δερματά
«Ετοιμάσου! Θα πάμε να δούμε μια εκπληκτική παράσταση, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου με την Νένα Μεντή» μου δηλώνει η φίλη μου η Ελένη. Η Ελένη είναι θεατρολόγος και προσπαθεί να με μυήσει στο ποιοτικό θέατρο. Τα τελευταία χρόνια με τραβάει σε μικρές ψαγμένες σκηνές στο κέντρο της Αθήνας και για εμένα είναι σαν να έχει ανοιχτεί ένας καινούργιος μαγικός κόσμος. Αρχίζω να ανακαλύπτω τις ευεργετικές ιδιότητες του θεάτρου και το πώς μια καλή παράσταση μπορεί να «γυμνάζει» το μυαλό σου μέρες μετά αφού την παρακολουθήσεις. Μπορεί επίσης να σε μεταμορφώσει, να ανοίξει τους ορίζοντες σου και σε κάνει να δεις την ζωή και τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Έτσι μαζί με την Ελένη τρέχουμε στις μικρές σκηνές και εγώ σαν παιδί παρακολουθώ, μαθαίνω, καθηλώνομαι από ερμηνείες. Άλλες τις καταλαβαίνω, άλλες προσπαθώ άλλες μου φαίνονται αδιάφορες. Άλλωστε όπως μας έλεγε κάποτε μια δασκάλα θεάτρου, για να διαπεράσει τον θεατή ο ρόλος πρώτα πρέπει να έχει διαπεράσει τον ηθοποιό.
Περνάμε λοιπόν τις πόρτες του θεάτρου Χώρα στην Κυψέλη και η αλήθεια είναι ότι διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Αφενός η Μεντή δεν μου γεμίζει το μάτι ως ηθοποιός –δεν την έχω δει βέβαια ποτέ στο θέατρο μόνο τηλεόραση- αφετέρου είναι μονόλογος και διαρκεί και 90 ολόκληρα λεπτά. Με τους μονολόγους λοιπόν έχω μια περίεργη σχέση. Αν δεν είναι καλή η ερμηνεία αισθάνομαι πως ανασταίνεται το σύνδρομο ΔΕΠΥ που έχω μέσα μου σε όλο του το μεγαλείο. Παράλληλα νιώθω πως η καρέκλα έχει πινέζες, θυμάμαι όλες τις δουλειές που έχω να κάνω, κοιτάω συνεχώς το ρολόι και γενικά υποφέρω φρικτά.
Η παράσταση αρχίζει και ομολογώ ότι με συνεπαίρνει από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Δεν νιώθω στιγμή την καρέκλα να με ενοχλεί, δεν κοιτάω καθόλου το ρολόι, δεν έχω τάσεις φυγής. Είμαι αφοσιωμένη στο έργο και όχι απλά με διαπερνάει ο ρόλος. Μεταμορφώνομαι με έναν μαγικό τρόπο σε Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Κλαίω, γελάω, υποφέρω, τσαμπουκαλεύομαι, αγωνίζομαι, ερωτεύομαι μαζί της. Έχω μπει σε έναν άλλο κόσμο.
Βρίσκομαι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, είναι βράδυ και ξαφνικά είμαι μέσα στην θάλασσα. Το λιμάνι της Σμύρνης καίγεται, ο κόσμος τρέχει πανικόβλητος, ο ένας σπρώχνει τον άλλον προκειμένου να σωθεί και εγώ μαζί με δεκάδες άλλους κατατρεγμένους μπαίνουμε στην πρώτη βάρκα που βρίσκουμε μπροστά μας. Η μάνα μου κάθεται δίπλα μου και τα δυο μικρά κοριτσάκια μου μπρος στα πόδια μου. Είμαστε στριμωγμένοι, ο ένας πάνω στον άλλο. Προσπαθούμε να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας. Το πένθος όμως περικλείει την βάρκα. Ακούγονται κλάματα συνεχώς, ο καθένας πενθεί κάποιον δικό του και όλοι μαζί πενθούμε την ζωή μας που αφήνουμε πίσω. Τα σπίτια μας, τις δουλειές μας, τις αυλές μας, τους γείτονες μας, την χώρα μας. Ευτυχώς είναι Σεπτέμβρης και το κρύο είναι υποφερτό. Τα παιδιά μου όποτε δεν κοιμούνται στα πόδια μου, γκρινιάζουν ή κλαίνε. Πεινάνε, θέλουν νερό. Δεν με φτάνει το σοκ που έχω περάσει, δεν με φτάνει η ανησυχία μου που βρισκόμαστε δεκάδες νοματαίοι σε μια μικρή βάρκα στην μέση του πουθενά και εγκυμονεί ο κίνδυνος να πνιγούμε, δεν με φτάνει η δικιά μου η δίψα και πείνα, έχω να διαχειριστώ και τις δικές τους. Γίνομαι ανύπαρκτη, ξεχνάω τις ανάγκες μου και τα αγκαλιάζω. Αυτά διαμαρτύρονται «Κατουριέμαι…πεινάω…διψάω…» ακούγεται συνεχώς. Οι ώρες περνάνε. Όλες οι βασικές ανάγκες ξεχνιόνται. Μένει η πιο μεγάλη, να επιμένει και να γίνεται επιτακτική. Η ΔΙΨΑ. Να είσαι μέσα σε τόσο νερό και να μην μπορείς να πιείς και το στόμα σου να στεγνώνει και οι δυνάμεις σου να σε εγκαταλείπουν. Τα παιδιά μου μαραμένα χωρίς κουράγιο ξαπλώνουν στα πόδια μου και κάθε τόσο ακούγονται οι λυγμοί τους. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια μάνα να βλέπει τα παιδιά της να αργοσβήνουν και να μην μπορεί να τα βοηθήσει. Απελπισμένη «στύβω» το στεγνό μου στόμα να βγάλει ότι σάλιο έχει απομείνει, ανοίγω το στόμα τους και φτύνω μέσα. Ζαλισμένα με τα μάτια κλειστά, δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται προσπαθούν να παρηγορήσουν την δίψα τους. Μετά από λίγο μου ξαναζητάνε νερό
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΝΕΡΟΟΟΟ…ΠΟΥ ΝΑ ΤΟ ΒΡΩΩΩ;;;» ουρλιάζω με απόγνωση.
Όλοι οι θεατές συγκλονισμένοι σκουπίζουμε τα δάκρυα μας. Σκέφτομαι το παιδί μου «στεγνό» να αργοπεθαίνει και να μου ζητάει νερό και να μην έχω να του δώσω και μόνο με την ιδέα τρέμω σύγκορμη .
Σήμερα λοιπόν μια μέρα από το τραγικό ναυάγιο στην Πύλο, έρχεται στο μέσεντζερ μου ένα μήνυμα.
Γράφει: «Τι γνώμη έχεις που κηρύχθηκε εθνικό πένθος για τον πνιγμό μεταναστών σε διεθνή ύδατα;»
Μια ερώτηση παγίδα στην οποία ο αποστολέας έχει ήδη τοποθετηθεί. Νιώθω να ανεβαίνει το αίμα μου στο κεφάλι. Παίρνω ανάσες για να μην απαντήσω ότι « Συγγνώμη…Σοβαρά τώρα. Αυτό σε πείραξε; Αυτό βρήκες να με ρωτήσεις; Ποια είναι η άποψη μου για το εθνικό πένθος; Οι δεκάδες ψυχές που έψαχναν απεγνωσμένα μια καλύτερη τύχη, τα παιδάκια που πεινούσαν, που έκλαιγαν που διψούσαν μέσα στο τρύπιο αμπάρι στην μέση του πελάγου; Οι άνθρωποι που έδωσαν ότι είχαν και δεν είχαν για να μπουν μέσα στο σαπιοκάραβο μπας και δουν μια καλύτερη μέρα; Οι μάνες που έχασαν τα παιδιά τους, τα παιδιά που έχασαν τις μάνες τους, οι πατεράδες που έχασαν τις οικογένειες τους; Για όλα αυτά δεν έχεις να πεις κάτι; Όχι Εθνικό…Τριήμερο Διεθνές θα έπρεπε να είναι το πένθος. Θα έπρεπε αυτή την στιγμή όλη η ανθρωπότητα να κλαίει και να πενθεί για την σαπίλα και την αδικία που υπάρχει εκεί έξω. Θα έπρεπε να κλαίμε με μαύρο δάκρυ για την κατάντια μας. Θα έπρεπε όλοι μαζί να κατεβάσουμε σημαίες, να ξεβολευτούμε, να βγούμε έξω να διαμαρτυρηθούμε, να ντραπούμε, να βοηθήσουμε, να αγαπήσουμε τον συνάνθρωπο μας. Αλλά δεν κάνουμε τίποτα. Καθόμαστε εδώ, κοιτάμε τις ειδήσεις να τ΄ρεχουν στην οθόνη μας και το παίζουμε ειδήμονες» .
Δεν είπα τίποτα…δεν έχει νόημα σκέφτηκα. Απάντησα απλά…
«Τι να πεις…έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τα εθνικά μας πένθη».
Αν ήταν ο γιος σου
θα γέμιζες την θάλασσα
με όλα τα πλοία του κόσμου.
Θα ήθελες όλοι μαζί, μυριάδες,
να γινόμασταν μια γέφυρα
να περπατήσει πάνω μας
και να περάσει απέναντι.
Αν ήταν ο γιος σου
δεν θα τον άφηνες μόνο του ποτέ.
Θα σκίαζες προσεκτικά το πρόσωπό του
να μην το κάψει ο ήλιος.
Θα τον τύλιγες στην αγκαλιά σου
να μη μουσκέψει από την αλμύρα της θάλασσας.
Αν ήταν ο γιος σου,
θα βούταγες στα κύματα,
θα τα βαζες με τον ψαρά που δεν σας
ανεβάζει στη βάρκα του.
Θα φώναζες για βοήθεια,
θα χτυπούσες τις πόρτες της εξουσίας
για να αξιώσεις τη ζωή του.
Αν ήταν ο γιος σου,
σήμερα θα ήσουν βυθισμένος στο πένθος,
θα 'φτανες να μισήσεις τον κόσμο,
για τα δεμένα πλοία στα λιμάνια,
για αυτούς που σας κρατούν μακριά,
και για κείνους που σε λίγο,
θα καλύψουν τα ουρλιαχτά με θαλασσινό νερό.
Αν ήταν ο γιος σου,
θα τους έλεγες απάνθρωπους, δειλούς,
θα τους έφτυνες.
Θα έπρεπε τότε να βρουν τρόπο να σε σταματήσουν, να σε κρατήσουν, να σε αποκλείσουν
γιατί η ανεξέλεγκτη οργή σου θα σε έκανε
να τους πάρεις μαζί σου στο βυθό της ίδιας θάλασσας.
Αλλά μείνε ήσυχος, στο ζεστό σου σπιτάκι
δεν είναι ο γιος σου… δεν είναι ο γιος σου…
Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχα
και πάνω από όλα ασφαλής.
Δεν είναι ο γιος σου.
Είναι απλώς ένα παιδί της χαμένης ανθρωπιάς,
ένα παιδί της βρόμικης ανθρωπότητας, που δεν κάνει θόρυβο.
Δεν είναι ο γιος σου… Δεν είναι ο γιος σου…
Κοιμήσου ήσυχος, φυσικά
δεν είναι ο δικός σου.
Όχι ακόμα…
| Sergio Guttilla |
ΥΓ. Και μιας και ο Χατζηδάκις έφυγε σαν σήμερα "καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ"