Αφροδίτη Δερματά
Φωτό: Από το αρχείο της εταιρείας μελετών Ερμιονίδας
Οι αφίσες με τις νέες ταινίες ήταν πάντα κολλημένες σε ένα σταντ δίπλα από το καφενείο του Στάικου και σ’ ένα δεύτερο σταντ το οποίο είναι τοποθετημένο έξω από το σινεμά. Περιμέναμε με αγωνία κάθε εβδομάδα την νέα ταινία που θα ερχόταν. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν ιδιαίτερα επιλεκτική, πήγαινα σε όλες. Στο Σινε Παρί έχω ταξιδέψει με μουσικές του Ένιο Μορικόνε, έχω ερωτευτεί τον μικρό πρωταγωνιστή του «Σινεμά ο Παράδεισος», έχω κοντέψει να πάθω ανακοπή από αγωνία στο «Terminator» και έχω γελάσει μέχρι δακρύων με τις «Φανταρίνες» και με το «Αδερφή μου αγάπη μου». Το θερινό σινεμά πρωταγωνιστούσε στα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων! Όταν η ταινία ήταν ποιοτική με συνόδευε η σινεφίλ της οικογένειας, η θεία μου, που κάθε καλοκαίρι ερχόταν στην Ερμιόνη για διακοπές. Αν ήταν πολύ εμπορική πήγαινα μόνη μου. Γενικά η θεία μου ήταν η προσωπική μου κουλτουροεκπαιδεύτρια. Τα καλοκαίρια μαζί της ήταν εκπαιδευτικά, προσπαθούσε να μου εμφυσήσει μαζεμένα όλα όσα απέκλειε η απόσταση του χειμώνα. Ζούσε στο εξωτερικό και το χειμώνα κρατούσαμε επαφή μέσα από αλληλογραφία που ακόμα και αυτή είχε ύφος εκπαιδευτικό.
«Αφροδιτούλα μου ο Ρώμος και ο Ρωμύλος είναι δυο αδέρφια που εγκαταλείφθηκαν στον ποταμό Τίβερη! Τα έσωσε ο Θεός του ποταμού και τα πήραν υπό την προστασία τους τα ιερά ζώα του θεού Άρη, η λύκαινα Λούπα κι ένας δρυοκολάπτης. Η λύκαινα τα θήλαζε σε μια σπηλιά, εκεί Τα βρήκε ένας βοσκός και τα πήρε στην καλύβα του ! Η Ρώμη πήρε το όνομα της από τον Ρωμύλο» Έγραφε η κάρτα που μου έστειλε η οποία απεικόνιζε την λύκαινα να θηλάζει τα δυο μωρά.
Κάποια άλλη φορά μου έστειλε ένα μικρό δέμα που μέσα είχε πέτρες από τον Βεζούβιο το μεγάλο ηφαίστειο της Πομπηίας και ένα γράμμα. Το γράμμα εξιστορούσε την μεγάλη καταστροφή που έφερε στην πόλη η έκρηξη του Βεζούβιου! Το διάβαζα ξανά και ξανά με τα μάτια γουρλωμένα, ανησυχώντας ότι μπορεί να μας βρει κι εμάς τέτοιο κακό! Τοποθέτησα τις πέτρες σαν θησαυρό σ’ ένα σιδερένιο κουτί και κάθε τόσο τις έβγαζα της παρατηρούσα και τις μύριζα! Είχαν μια ιδιαίτερη μυρωδιά κάτι μεταξύ χώματος και του αρώματος της.
Η θεία μου, με έβαλε και στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας. Το πρώτο μου λογοτεχνικό βιβλίο μου το έκανε δώρο. Το αγόρασε από μια υπαίθρια έκθεση στο λιμάνι της Ερμιόνης. Είχε τίτλο «Ο Μπεν αγαπάει την Άννα» το έχω ακόμα στην βιβλιοθήκη μου και μέσα έχω γράψει με τα παιδικά καλικατζαρογράμματα μου στην πρώτη σελίδα «Αφροδίτη Δερματά 1988».
Έτσι κάπως λοιπόν με έκανε να αγαπήσω και το σινεμά, πηγαίνοντας με πάντα στις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες. Ταινίες που μετά από τόσα χρόνια έχουν μείνει ανεξίτηλες στην μνήμη μου! Ο κινηματογράφος στην Ερμιόνη ήταν ένας διαφορετικός τρόπος διασκέδασης, ένα τελετουργικό που έβαζε την δική του πινελιά στα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων. «Σήμερα θα πάω σινεμά» ενημέρωνα την γιαγιά μου και αυτή άνοιγε το ταμείο και μου έδινε το χαρτζιλίκι μου. Καθώς βράδιαζε ανέβαινα τα πέτρινα σκαλιά, έβγαινα στην μικρή ταράτσα, έκοβα το εισιτήριο μου, έπαιρνα τα τσιπς ή τα γαριδάκια μου, περίμενα υπομονετικά καθισμένη στις χαρακτηριστικές καρέκλες της εποχής οι οποίες είχαν βάσεις σιδερένιες με πλαστικά σχοινιά -αυτές που όταν σηκωνόσουν μετά από δυο ώρες και τα μπούτια σου ήταν ριγέ- μέχρι που τα φώτα έκλειναν. Η βοή της μηχανής, η δέσμη φωτός που «διέσχιζε» το σκοτάδι και έφτανε στον λευκό τοίχο ήταν μια διαδικασία μυσταγωγική.Τα «προσεχώς» ξεκινούσαν και πραγματικά τα παρακολουθούσαμε με πολύ προσοχή προκειμένου να ξέρουμε τι να περιμένουμε τις επόμενες εβδομάδες και να σημειώσουμε τα πιο ενδιαφέροντα στην ατζέντα του μυαλού! Έπειτα σειρά είχε η ταινία. Σπάνια θυμάμαι να έχω παρέα στο σινεμά και δεν με ένοιαζε, από μικρή που ήμουν το έβλεπα ως έναν μοναχικό τρόπο διασκέδασης. Το φως στην οθόνη ερχόταν από ένα μικρό κουβούκλιο πίσω, το οποίο το χειριζόταν ή ήταν βοηθός ένας καλόκαρδος εύσωμος γίγαντας που κυκλοφορούσε στο χωριό της παιδικής μου ηλικίας. Ο Ρίγκο ή διαφορετικά Ντουλάπας. Έτσι ήταν τα παρατσούκλια στην Ερμιόνη της δεκαετίας του 80, που επιβαλλόταν όλοι οι διαφορετικοί να έχουν κάποιο αστείο, κοροϊδευτικό nick name. Αυτός λοιπόν και οι αναμνήσεις μου από το θερινό σινεμά πάνε μαζί. Έτσι, όταν πρόσφατα είδα στο timeline μου την φωτογραφία του αγαπημένου μου κινηματογράφου, ένιωσα τεράστια νοσταλγία για όλες αυτές τις στιγμές που χάθηκαν στον χρόνο. Έμεινα να κοιτάω την φωτογραφία με τις ώρες συνειδητοποιώντα ότι το σινεμά ήταν απλά ένα μέρος του σκηνικού που μου λείπει...λείπουν κυρίως οι ψυχές που το τρίγύριζαν, λείπει και εκείνη η ανεμελιά των παιδικών χρόνων. Κοιτώντας την φωτογραφία αποφάσισα να ψάξω και για τον «Ρίγκο- Ντουλάπα». Ενημερώθηκα με ένα ποστ ότι Πρόσφατα έφυγε ξαφνικά από την ζωή. Λυπήθηκα. Ένας κόσμος σιγά σιγά χάνεται στο χθες.
Καλοκαίρι 1980 κάτι….Η ταινία τελειώνει και κατεβαίνουμε κουβαλώντας την αίσθηση της τα σκαλιά. Δίπλα είναι το LM, το διάσημο φαστφουντάδικο! Ένα παγωτό μηχανής βανίλια θα κάνει την διαδρομή της επιστροφής πιο γλυκιά και πιο δροσερή. Βγαίνω από το μαγαζί με το παγωτό στο χέρι και μπροστά μου ξεδιπλώνονται σαν φιλμ, οι βάρκες, η θάλασσα που λαμπυρίζει από τα φώτα του χωριού, το λιμάνι, ο μόλος, τα καφενεία, τα ταβερνάκια που μαζεύουν τα τελευταία πιάτα, το μαγαζί της γιαγιάς μου σκοτεινό με τα φώτα κλειστά, η ανηφόρα και η μικρή γκαρσονιέρα. Αυτή είναι η διαδρομή. Η θεία μου κάθεται στο στενό μπαλκόνι, στο σκαλί της πόρτας και αγκαλιάζει τα διπλωμένα της πόδια. Πίνει ουίσκι με πάγο και ρουφάει μια τζούρα από το τσιγάρο της. «Πως σου φάνηκε η ταινία Αφροδιτούλα μου;» με ρωτάει σιγά, «Γύρισες;» φωνάζει παράλληλα η γιαγιά μου από την κουζίνα όπου κοιμάται αυτές τις μέρες. Κάθομαι στο σκαλί. «Ωραία ήταν» «Γύρισα» απαντάω και στις δυο. Βγαίνει μέχρι την πόρτα με τη νυχτικιά… κοιτάει την θεία μου «πολύ καπνίζεις…κόψε το πια» της λέει και αυτή αναστενάζει θυμωμένα καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μην απαντήσει για να μην τσακωθούν. Γυρνάει σ εμένα «Πεινάς; Να σου κόψω καρπούζι;» «έφαγα παγωτό» της λέω . Μας λέει καληνύχτα και επιστρέφει με αργά νυσταγμένα βήματα στον καναπέ της.