Αφροδίτη Δερματά
Το πεύκο που στέκει μπροστά στον κήπο, εμποδίζει το βλέμμα της να περιπλανηθεί στον ορίζοντα. Βρέχει και κάνει κρύο. Είναι Ιανουάριος. Πέρασαν γρήγορα και τα Χριστούγεννα. Στέκεται δίπλα από την τζαμαρία, κρατάει το μωρό της στην αγκαλιά, του σιγοψιθυρίζει ένα τραγούδι και κουνάει αργά και ρυθμικά το σώμα της δεξιά -αριστερά. Του μικρού του αρέσει να κοιμάται με τραγούδια. Πόσο τον λατρεύει, δεν ξέρει αν έχει ξανά αγαπήσει άλλο πλάσμα τόσο πολύ στην ζωή της. Η βεράντα είναι βρεγμένη από την βροχή και οι σταγόνες κάνουν τσουλήθρα στα φύλλα των λουλουδιών και των δέντρων. Η μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα ανακατεύεται με την μυρωδιά του φαγητού. Έχει βάλει ψητό στο φούρνο με πατάτες. Ο μουντός καιρός, η μεγάλη τζαμαρία, τα βρεγμένα φυτά, της προκαλούν μια μελαγχολία που για έναν περίεργο λόγο της αρέσει. Παγιδεύει την στιγμή και την κρατάει για πάντα. Την τοποθετεί ευλαβικά στο ράφι του μυαλού της σαν φωτογραφία. Είναι μια στιγμή που δεν είχε τίποτα, αλλά είχε ταυτόχρονα τα πάντα. Πολλές φορές μετά, στα χρόνια που πέρασαν αναρωτήθηκε γιατί ήταν τόσο έντονη, γιατί έμεινε αθάνατη; Γιατί όταν κλείνει τα μάτια της την ξαναζεί τόσες φορές; Ισως ήταν η ησυχία του χωριού, το σώμα του μωρού που ακουμπούσε πάνω της, η θαλπωρή του ζεστού σπιτιού, η μυρωδιά του φαγητού, το γκρι χρώμα του ουρανού, ο βρεγμένος κήπος τοποθετήθηκαν ευλαβικά σε έναν νοερό πίνακα. Η απόλυτη παρουσία της, εκείνο το πρωί της Κυριακής, αυτό έκανε την στιγμή αθάνατη. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο, μην έχοντας στο μυαλό της τις δουλειές που έχει να κάνει μετά. Δεν έτρεχε στο παρελθόν, δεν ταξίδευε στο μέλλον. Βρισκόταν απόλυτα στο παρόν, μαζί με το μυαλό και με όλες τις αισθήσεις της, αφή, ακοή, όσφρηση και όραση. Συντονισμένη πλήρως με την ωραιότητα που την περιέβαλε.
Κοιτάει έξω από ένα άλλο παράθυρο το άδειο χωράφι απέναντι. Βρέχει και κάνει κρύο. Πέρασαν 12 χρόνια από τότε. Το μωρό μεγάλωσε, το σπίτι και ο κήπος δεν είναι πια δικά της και το χωριό είναι πλέον πολύ μακριά, οι σκέψεις δίνουν μάχη να κατακτήσουν το μυαλό της και αυτή τις πολεμάει. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο τότε. Πηγαινοέρχεται στο παρελθόν και στο μέλλον. Με το πρώτο θλίβεται με το δεύτερο ανησυχεί. Μάλλον το μυαλό γερνάει όσο περνούν τα χρόνια και γεμίζει παράσιτα. Δίνει αγώνα να πατήσει στις σκέψεις να τις βουλιάξει για να μπορέσει να ανέβει στην επιφάνεια και να έρθει στο τώρα. Κάποιες φορές τα καταφέρνει και άλλες όχι.
Βιαζόμαστε να φύγουμε, να ζήσουμε, να περάσουμε, να περάσει ο χρόνος και τελικά όλα προχωράνε τόσο γρήγορα. Όλα τριγύρω αλλάζουν. Όλα φεύγουν. Ξεχνάμε να αφεθούμε στις ανάσες μας, να κοιτάξουμε, να νιώσουμε, να ζήσουμε και να εγκλωβίσουμε τις στιγμές. Ακόμα και τις πιο μικρές, τις πιο ασήμαντες. Ξαφνικά μεγαλώνουμε και αναρωτιόμαστε που πήγαν τα χρόνια, που πήγαν οι άνθρωποι»
ΥΓ Πρέπει να ζεις στο παρόν, να καβαλικεύεις κάθε κύμα, να βρίσκεις την αιωνιότητά σου σε κάθε στιγμή. Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ