ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: lace καλσόν, μίνι μαυρο φόρεμα και ankle boots
 

Πήρε φωτιά ο... κόσμος μας

Αφροδίτη Δερματά

Αφροδίτη Δερματά

Τον Ιούλιο του '87 έζησα για πρώτη φορά στην ζωή μου καύσωνα. . Θυμάμαι χαρακτηριστικά την μάνα μου σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, να κάθεται στο σαλόνι, που ήταν το πιο δροσερό δωμάτιο του σπιτιού, σχεδόν αγκαλιά με τον μοναδικό ανεμιστήρα που είχαμε. Το Air-condition στην Ελλάδα του 1987 ήταν είδος πολυτελείας και μάλιστα φορολογούταν. Υπήρχε σε ελάχιστα σπίτια, στην πόλη. Τα απογεύματα δροσίζαμε τον ουρανίσκο μας με ένα υπέροχο παγωτό βανίλια από γάλα κατσίκας που έφτιαχνε η μητέρα μου και πίναμε νες καφέ φραπέ με πολύ γάλα και πολλά παγάκια στην αυλή. Ομολογώ ήμουν μόλις εννέα χρονών. Ίσως εκεί οφείλονται τα τόσα νεύρα που έχω. Τότε δεν ξέραμε από υγιεινά και ανθυγιεινά, τρώγαμε και πίναμε χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τι διαφημιζόταν στην τηλεόραση. Θυμάμαι ότι κάθε απόγευμα πότιζα τα λουλούδια και ήταν η μόνη περίοδος που μου άρεσε η συγκεκριμένη αγγαρεία και την έκανα αδιαμαρτύρητα. Λάτρευα να πέφτει το κρύο νερό στα πόδια μου, ήταν ανακουφιστικό.

Τα βράδια τα δωμάτια μας ήταν σαν χαμάμ. Μας έστρωνε η μάνα μου είτε στρωματσάδα κάτω είτε σε έναν παλιό καναπέ που γινόταν κρεβάτι, στο μπαλκόνι. Μας έβαζε σκεπάσματα γύρω- γύρω στα κάγκελα για να μην φαινόμαστε από τα γειτονικά σπίτια, ένα φιδάκι για τα κουνούπια να καίει στο πλάι και κοιμόμασταν εκεί στην δροσιά. Μάλιστα λίγο πριν ξημερώσει σκεπαζόμασταν με μια γαλάζια λεπτή κουβέρτα γιατί έκανε ψύχρα. Αυτή η ανάμνηση της αίσθησης των δροσερών σεντονιών στο μπαλκόνι θα με συντροφεύει πάντα στην ζωή μου. Λες και όταν έβγαιναν έξω από το σπίτι είχαν άλλη υφή. Σαν να υποδέχονταν το σώμα μου με διαφορετικό τρόπο. Το κακό ήταν ότι τα ξημερώματα οι πρώτες ακτίδες του ήλιου έπεφταν στο πρόσωπο μας. Ξυπνούσαμε και μεταφερόμασταν στα δωμάτια και συνεχίζαμε τον ύπνο μας μέχρι να μας ξυπνήσει λίγο πριν το μεσημέρι η ζέστη που εισέβαλε στον χώρο για τα καλά. Εκείνο το καλοκαίρι όταν πήγαινα να μείνω στο σπίτι της γιαγιάς μου που ήταν πιο μικρό, πιο ζεστό και δεν είχε την επιλογή του μπαλκονιού, οι νύχτες ήταν βασανιστικές. Τα βράδια σηκωνόμουν και έπεφτα στο  πάτωμα, πάνω στα πλακάκια του μπάνιου για να ανακουφιστώ από την ζέστη, άλλες φορές έπαιρνα το μαξιλάρι μου και ξάπλωνα μέσα στην μπανιέρα.

Το καλοκαίρι του 1987, χωρίς υποδομές ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον καύσωνα, χωρίς aircodition και με ελάχιστους ανεμιστήρες, η Ελλάδα πλήρωνε τις συνέπειες του τσιμέντου και της εκπομπής ρύπων. Δεν υπήρχε κλιματισμός ούτε στους δημόσιους χώρους ούτε καν στα νοσοκομεία, όπου πολλοί ασθενείς "έφευγαν" από θερμοπληξία. Στις πόλεις δεν υπήρχε ανακούφιση ούτε τις νύχτες αφού η θερμοκρασία έφτανε στην καλύτερη των περιπτώσεων τους 30 βαθμούς κελσίου. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν οι συχνές διακοπές ρεύματος. Ο φονικός καύσωνας έφυγε στις 28 Ιουλίου και πήρε μαζί του 1.300 ζωές (ανεπίσημα στοιχεία λένε 1500).

»Εκατοντάδες οι νεκροί, χιλιάδες οι “έγκλειστοι” στα σπίτια τους και εκατοντάδες χιλιάδες οι ταλαιπωρούμενοι κάτοικοι σε μια πόλη όπου ο βίος αποδεικνύεται πλέον αβίωτος: αυτή είναι η θλιβερή εικόνα του καλοκαιριού, το οποίο θα ζήλευε υπό άλλες συνθήκες διαβιώσεως – ολόκληρη η Ευρώπη, η οποία ζει…φθινοπωρινά». Έγραφε η εφημερίδα «Το Βήμα»

Εμείς είχαμε την τύχη να ζούμε σε χωριό, να έχουμε δίπλα μας θάλασσα και ένα μπαλκονάκι που το δροσερό αεράκι του βουνού φρόντιζε να κοιμόμαστε όμορφα τα βράδια.

 Έχουν περάσει 37 χρόνια από τότε.  Οι καύσωνες και οι πυρκαγιές,  έχουν γίνει μέρος των καλοκαιριών μας. Σχεδόν δεν μας ξαφνιάζουν. Πλέον έχουμε τρόπο να αντιμετωπίσουμε την κατακόρυφη άνοδο του υδράργυρου πληρώνοντας κατιτίς παραπάνω στον λογαριασμό του ηλεκτρισμού που έρχεται τον Σεπτέμβρη. Το πρόβλημα βέβαια παραμένει πρόβλημα μιας και δεν έχει γίνει κάτι δραστικό να αντιμετωπιστεί από την ρίζα του. Εμείς σαν παρατηρητές βρισκόμαστε καθηλωμένοι και ανήσυχοι να παρακολουθούμε έναν κυκεώνα δραματικών περιβαλλοντικών αλλαγών. Εχθές έβλεπα ένα βίντεο με έναν άντρα να προσπαθεί να σώσει από την φωτιά τα μελίσσια του. Έσωσε ελάχιστα, όλα είχαν γίνει στάχτη.  Ο άντρας περιέγραφε την κατάσταση σοκαρισμένος κλαίγοντας με λυγμούς. Μια μέλισσα πήγε και έκατσε στο χέρι του,  πλησίασε την κάμερα κοντά της και είπε «Δείτε... η μελισσούλα, μου λέει ευχαριστώ που την έσωσα».  Έκλαψα κι εγώ μαζί του...για τις μέλισσες, για τα άλογα, για τα σκυλιά, για τους σκίουρους, για τις πεταλούδες, για τις αλεπούδες, για τα δέντρα, για την θάλασσα, για όλα όσα θυσιάζονται στον βωμό του χρήματος. Έκλαψα και για τα παιδιά μου και για τα παιδιά των παιδιών μου, που θα έχουν τεχνητή νοημοσύνη αλλά δεν θα έχουν ένα δέντρο να κάτσουν κάτω από την σκιά του.

“Όταν το τελευταίο δέντρο θα έχει κοπεί, όταν τα ποτάμια θα έχουν μολυνθεί, όταν τα ψάρια της θάλασσας θα είναι νεκρά, τότε ο άνθρωπος θα καταλάβει ότι τα χρήματα δεν τρώγονται”. Ινδιάνικο Ρητό

Φωτό: Παναγιώτης Δερματάς

Αφροδίτη Δερματά: Τελευταία Ενημέρωση

X