ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: γκρί κολάν, cropped μπλουζάκι και suede blazer σε καμηλό χρώμα
 

Απογεύματα στο σκαμνί

Αφροδίτη Δερματά

Αφροδίτη Δερματά

Το ρολόι δείχνει 5, παίρνει το σκαμνάκι της τελετουργικά, ανοίγει την κεντρική πόρτα και το τοποθετεί ακριβώς στην μέση της. Δεν περιμένει επισκέψεις, δεν θα χρειαστεί να σηκωθεί για να περάσει κάποιος. Κάθεται αργά και καρφώνει το βλέμμα της στην διασταύρωση. Είναι Κυριακή, Ιούλιος μήνας και είναι εκείνη η ώρα που οι εκδρομείς του Σαββατοκύριακου επιστρέφουν στα σπίτια τους. Παρακολουθεί διαλογιστικά τα αμάξια που κάνουν ουρά. Πάντα τέτοια ώρα η διαστάυρωση έξω από το σπίτι της έχει κίνηση. Οι παραθεριστές ανέκφραστοι παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Τα πρόσωπα τους είναι σοβαρά, άλλωστε πώς να γελάσεις όταν φεύγεις από το παράδεισο και ξέρεις ότι έχεις μια σκληρή εβδομάδα να σε περιμένει στην κόλαση της πόλης. Αυτή δεν έχει να περιμένει τίποτα. Δεν αγχώνεται, δεν ελπίζει, δεν φοβάται μόνο λυπάται για τα χρόνια που έφυγαν. Είναι περίεργο το αίσθημα. Αυτό, το να μην μπορείς να κοιτάξεις μπροστά, το να μην μπορείς να βάλεις ένα στόχο για το μέλλο,ν είναι εξαντλητικά μονότονο. Απλά και αόριστα περιμένεις…Τι; Να πεθάνεις. Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Ποιος να της έλεγε ότι κάποτε, στα 89 της χρόνια θα ζούσε μονίμως στο παρελθόν. Ότι το κορμί της θα ήταν γερικό και βαρύ, αλλά το μυαλό της θα τριγυρνούσε επίμονα με χάρη και ευλυγησία στη νιότη. Τα παιδιά της λείπουν στο εξωτερικό. Μόχθησε για να τα μεγαλώσει. Τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Τα σπούδασε όλα, τα έκανε επιστήμονες. Τα πάντρεψε κι όλας, εκτός από τον μικρό. Αυτός είναι άλλου παππά Ευαγγέλιο. Δεν ενδιαφέρεται για γάμους και οικογένειες. Τον ενδιαφέρει μόνο η δουλειά του και να περνάει καλά, λέει. Ποιος ξέρει ίσως και να έχει δίκιο. Τον άντρα της τον έχασε πριν από 15 χρόνια. Έμαθε να είναι μόνη. Όχι μόνο τώρα αλλά και στα νιάτα της. Ο κυρ Γιώργος ήταν ναυτικός, οπότε λίγες ήταν οι στιγμές που ζούσαν μαζί. Συνεχώς έλειπε στα καράβια. Η ίδια καταγινόταν με το περιβόλι πίσω από το σπίτι που τους έδινε τα καθημερινά λαχανικά τους και τα φρούτα τους, με τα ζώα τους και το μεγάλωμα των παιδιών της. Ήταν ασταμάτητη. Σηκωνόταν αχάραγα και δεν σταματούσε αφού τελείωνε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Πολλές φορές τα βράδια καθόταν με μια λάμπα πετρελαίου και έραβε. Και για την οικογένεια - τα ρούχα των παιδιών, την προίκα του κοριτσιού- αλλά και για το χαρτζιλίκι της. Είχε τόσα στόματα να θρέψει. Που να φτάσει ένας μισθός. Μάζευε όσο μπορούσε. Είχε ορκιστεί ότι τα παιδιά της θα τα σπουδάσει. Δεν θα φάνε την ζωή τους σε καράβια, κτήματα και δουλειές του νοικοκυριού όπως αυτή και ο άντρας της. Όλα τα έκανε η κυρά Μαρίνα, έφτιαχνε ψωμί, μαρμελάδες, παστά κρέατα, μακαρόνια, γιαούρτια, τυριά, έκανε λάντζα, έραβε. Ακούραστη, χωρίς να παραπονιέται. Μόνο τα βράδια ξαπλώνοντας στο κρεβάτι της της έφευγε ένας βαρύς αναστεναγμός κι ήταν σαν μαζί με αυτόν να εξαγνιζόταν όλη η κούραση της ημέρας. Έσπευδε όμως πάντα να του κολλήσει ένα «δόξα τω Θεώ». Για να μην φανεί και αχάριστη. Ο Θεός για άλλη μια μέρα τους έδωσε υγεία, φαΐ και δύναμη για να σταθεί στα πόδια της και να τους φροντίσει.

Τα Χριστούγεννα ο κυρ Γιώργος ερχόταν για ένα μήνα. Τότε είχε γιορτή όλη η οικογένεια. Ερχόταν φορτωμένος με δώρα. Τα παιδιά στην αρχή ήταν μουδιασμένα. Μια φορά τον χρόνο τον έβλεπαν άλλωστε. Μετά όμως συνήθιζαν την παρουσία του και πλησίαζαν όλο και πιο πολύ. Τον φόρτωναν αγκαλιές και ερωτήσεις. Αυτός τους εξιστορούσε με παραστατικότητα, ιστορίες από όλα του τα ταξίδια. Τους περιέγραφε μέρη μακρινά, ανθρώπους διαφορετικούς με άλλες συνήθειες κι αυτά τον άκουγαν μαγεμένα γουρλώντας τα μικρά ματάκια τους. Η αλήθεια είναι ότι έβαζε και λίγη σάλτσα για να ακουστούν οι ιστορίες του πιο εντυπωσιακές.

Τα καλοκαίρια κάθε φορά που κάποιος Άγιος γιόρταζε ή γινόταν κάποιο πανηγύρι στο χωριό η κυρά Μαρίνα τα έπλενε, τους φορούσε τα καλά τους ρούχα και τα πήγαινε να διασκεδάσουν. Έτσι κυλούσε η ζωή της. Με πολύ κόπο και ελάχιστες χαρούμενες και ξεκούραστες στιγμές τις οποίες άρπαζε και ρουφούσε μέχρι το μεδούλι.

Πως περνάνε τα χρόνια…σαν νερό... Αυτά θυμάται καθισμένη στο σκαμνάκι της κοιτώντας με τα θολά της μάτια τον δρόμο. Ξανά και ξανά, σαν ταινία στο σινεμά περνάει η ζωή από μπροστά της. Κοιτάει τον δρόμο χωρίς να τον κοιτάει. Μπροστά της βλέπει την δροσερή νεανική της φιγούρα. Τότε που το δέρμα της ήταν ίσιο, που τα μαλλιά της ήταν μακριά και πλούσια, που η μέση της ήταν λεπτή σαν δαχτυλίδι, που περπατούσε και έτρεμε η γη. Βλέπει την νεαρή Μαρίνα να πηγαίνει, να έρχεται, να δουλεύει σκληρά, να στεναχωριέται, να ανησυχεί. Την τραβάει από το χέρι. « Κάνε μια παύση τι κι αν δεν τα προλάβεις όλα, τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα. Απόλαυσε τα, μην τα μαλώνεις, δώσε τους χρόνο να μάθουν, αγκάλιασε τα, άστα να ξαπλώσουν μαζί σου στο κρεβάτι σου, μην σε νοιάζουν τα κουτσομπολιά της γειτόνισσας δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα στον κόσμο, μην είσαι τόσο αυστηρή με τον εαυτό σου, φίλα τον άντρα σου, συγχώρα, μη τσιγκουνεύεσαι τα σ’ αγαπώ, διασκέδασε λίγο παραπάνω, μάζεψε τις στιγμές, ένα ποτάμι είναι η ζωή που το βιαστικό ρεύμα του τα παίρνει όλα μαζί του και τίποτα δεν γυρνάει πίσω…αφέσου στην ροή και απόλαυσε την διαδρομή» της λέει με μια δόση ικεσίας… είναι αργά. Κοιτάει κάτω τα μπλεγμένα ζαρωμένα της χέρια, σηκώνετε με κόπο μαζεύει το σκαμπό της και κλείνει αργά την πόρτα. Άδειασε ο δρόμος, νύχτωσε.  Αύριο πάλι…ίσως.

Τα απογεύματα του καλοκαιριού οι γιαγιάδες και οι παππούδες στις γειτονίες των χωριών βγάζουν τα σκαμνιά ΄και τις καρέκλες τους και κάθονται και παρακολουθούν το δρόμο. Συνήθως μόνες ή μόνοι. Σαν να είναι κάποιο ειδικό τελετουργικό που πρέπει να ακολουθεί ο άνθρωπος στο τελείωμα της ζωής του.  Καθισμένος παράμερα παρακολουθεί τη ζωή να τρέχει και αφού δεν μπορεί να τρέξει μαζί της...εκεί από την άκρη του κοιτώντας την κίνηση του κόσμου νιώθει κι αυτός ότι -για λ΄΄ίγο ακόμα- ζει.  Αν τον συναντήσετε καθίστε μαζί του Είμαι σίγουρη ότι έχει μια ωραία ιστορία να σας πει...

"Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει…

Κική Δημουλά"

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Αφροδίτη Δερματά: Τελευταία Ενημέρωση

X