Αφροδίτη Δερματά
Σκίτσο: Αρκάς
Ο Αντώνης που έπνιξαν μου θύμισε, τον Βαγγέλη, μου θύμισε την Δήμητρα από την Μυτιλήνη,... μου θύμισε τον Ζακ που έλεγε πως "Εγώ με τη βία δεν το είχα ποτέ…".
Είναι Ιούλιος του 1999. Η Αθήνα είναι καμίνι και το διαμέρισμα μου στην Μιχαήλ Βόδα μοιάζει με κολαστήριο. Παρασκευή μεσημέρι σχολάω από την δουλειά μου, παίρνω το λεωφορείο από τα Άνω Ιλίσια, κατεβαίνω στον Ευαγγελισμό, παίρνω άλλο λεωφορείο κατεβαίνω στην Κάνιγγος και από εκεί παίρνω ένα ακόμα λεωφορείο που με πηγαίνει στην Πατησίων. Το μετρό είναι υπό κατασκευή και η Αθήνα είναι παντού σκαμμένη, γεγονός που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τις μετακινήσεις μας. Περπατάω γύρω στα 15 λεπτά την Αγίου Μελετίου, στρίβω δεξιά στην Μιχαήλ Βόδα και φτάνω στην Πολυκατοικία μου. Ξεκλειδώνω την εξώπορτα, ανεβαίνω τα λίγα σκαλιά της εισόδου, μπαίνω στο ασανσέρ και πατάω το κουμπί που γράφει έξι. Η πολυκατοικία είναι πολύ παλιά και το ασανσέρ μοιάζει με αντίκα. Καθώς ανεβαίνει κάνει θόρυβο, ο χώρος είναι ασφυκτικά μικρός και έντρομη σκέφτομαι ότι αν χαλάσει και εγκλωβιστώ μέσα δεν θα μπορώ να ανασάνω και είναι το τελευταίο που θα ήθελα να μου συμβεί αυτή την στιγμή. Φτάνω επιτέλους στο διαμέρισμα μου, γυρνάω το κλειδί στην πόρτα , προσπαθώ να πάρω μια βαθιά ανάσα ανακούφισης και νιώθω σαν να παίρνουν οι πνεύμονες μου φωτιά. Ο χώρος μοιάζει με σάουνα. Πάω στο ψυγείο, βάζω ένα ποτήρι παγωμένο νερό, κάνω ένα κρύο ντους, ανάβω ένα τσιγάρο και κάθομαι μπροστά από τον ανεμιστήρα φυσώντας τον καπνό στον έλικα που γυρναει. Έχω εξαντληθεί, η καθημερινότητα στην πόλη με έχει κουράσει αφάνταστα, το τσιμεντένιο καλοκαίρι που διανύω μου έχει κλέψει όλη την ενέργεια. Έχω πεθυμήσει την ηρεμία του χωριού μου, την θάλασσα, την μυρωδιά του ιωδίου, την παρέα μου, τους δικούς μου, την γραφικότητα και γενικά αυτή την δροσερή, ανέμελη αίσθηση του νησιού που δίνει η Ερμιόνη. «Και ποιος με κρατάει εδώ;» σκέφτομαι και παίρνω την απόφαση να πάω Σαββατοκύριακο στο χωριό. Ανακουφισμένη και περήφανη με την τέλεια ιδέα μου, πετάγομαι πάνω σαν ηλεκτρισμένη, περπατάω βιαστικά προς το σαλόνι, ανοίγω την ατζέντα και παίρνω τηλέφωνο στα γραφεία των ιπτάμενων δελφινιών. «Το τελευταίο για Πόρο- Υδρα- Ερμιόνη, φεύγει στις τέσσερις» με ενημερώνει ευγενικά η κοπέλα στην άλλη άκρη της γραμμής, την ευχαριστώ για την πληροφορία, κλείνω βιαστικά το ακουστικό και τρέχω στο δωμάτιο. Ανοίγω την ντουλάπα, βάζω μερικά ρούχα μέσα στο σακ βουαγιάζ, κλείνω την πόρτα του διαμερίσματος-φούρνου δυνατά και εξαφανίζομαι . Η ώρα είναι δυο και τριάντα και θέλω σχεδόν μια ώρα να πάω στον Πειραιά. Με την αδρεναλίνη και τον υδράργυρο να έχουν αγγίξει κόκκινο, κατηφορίζω με αγωνία στην Πλατεία Αττικής. Το τρένο δεν αργεί να φανεί αλλά τα βαγόνια είναι ασφυκτικά γεμάτα. Χώνομαι μετά βίας σε αυτό που σταματάει μπροστά μου και στριμωγμένη σαν σαρδέλα κατευθύνομαι προς Πειραιά με την ελπίδα ότι στην Ομόνοια θα αδειάσει κάπως και ίσως βρω την ευκαιρία να κάτσω. Τελικά, φτάνω καθιστή στον σταθμό του Πειραιά στις τρεις και τριάντα και έχω περίπου είκοσι λεπτά περπάτημα μέχρι την πύλη από όπου αποχωρούν τα ιπτάμενα δελφίνια. Εντωμεταξύ έχω να αγοράσω και τα εισιτήρια. Φτάνω στο εκδοτήριο στις τέσσερις παρα δέκα και δυστυχώς με περιμένει μια μεγάλη ουρά. Τέσσερις παρά δυο λεπτά φτάνει η σειρά μου. «Δεν έχουμε εισιτήρια θα πρέπει να περιμένετε ένα λεπτό στην άκρη μήπως και ακυρωθεί κάτι» μου λέει η υπάλληλος. Κοιτάω την "άκρη" και έχει άλλους τέσσερις σε αναμονή. Βλέπω το όνειρο για μίνι διακοπές να σβήνει αργά και βασανιστικά. Το καράβι φεύγει από στιγμή σε στιγμή και εγώ είμαι σε αναμονή με άλλους τέσσερις μήπως και ακυρωθεί κάποιο εισιτήριο. Που ακόμα κι αν ακυρωθεί τι πιθανότητα έχω να το πάρω εγώ που έφτασα και τελευταία; Η υπάλληλος βγαίνει έξω από το γκισέ μας πλησιάζει με ένα εισιτήριο στα χέρια. «Είχαμε μια ακύρωση» μας ενημερώνει «για να είμαστε δίκαιοι θα το πάμε αλφαβητικά…» Κοιτάει τα χαρτιά της βιαστικά και με έκπληξη ακούω να λέει: «Δερματά, δέλτα, είσαι πρώτη, πάρε το εισιτήριο σου και τρέχα». Ξεκινάω να τρέχω, στο βάθος της προβλήτας ακούω τις μηχανές αναμμένες. Το ιπτάμενο ετοιμάζεται να σαλπάρει. Το βλέπω από μακριά να τρέμει ολόκληρο. Αρχίζει να απομακρύνεται αργά. Φτάνω… ένας κύριος ντυμένος με λευκά στέκεται στο φτερό, έχει μόλις μαζέψει τα σχοινιά. Απλώνει το χέρι του και μου κάνει νόημα να πηδήξω. Θέλω τόσο πολύ να φύγω. Φρενάρω για λίγο, κοιτάω μια τον κύριο που μου κάνει ενθαρρυντικά νεύματα μια το φτερό. Στοχεύω παίρνω φόρα και πηδάω στο κενό. Ο κύριος με τα λευκά με πιάνει σχεδόν στον αέρα . «Μπράβο τα κατάφερες» μου λέει και χαμογελάει. Μπαίνοντας μέσα στο ιπτάμενο, κάποιοι επιβάτες που παρακολουθούν με αγωνία το σκηνικό χειροκροτούν. Κατακόκκινη από την ντροπή και την ζέστη κάθομαι ανακουφισμένη στο κάθισμα μου, παίρνω μια ανάσα βαθιά και σαλπάρω ευτυχισμένη. Τέλος καλό όλα καλά! Αν δεν ήταν ο ναύτης στο φτερό να με ενθαρρύνει και να με βοηθήσει ίσως να μην είχα φύγει ποτέ.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, χρόνια μετά τον Σεπτέμβρη του 2023 κάπου στο λιμάνι του Πειραιά, κάποιος Αντώνης από την Κρήτη αποφασίζει να πάει στο χωριό του. Το πλοίο έχει αρχίσει να σαλπάρει, απλώνει το χέρι του να τον βοηθήσουν να επιβιβαστεί. Ο υπάλληλος της Blue Ηοrizon τον σπρώχνει. Που να μπλέκουν τώρα με τον καθένα που του ήρθε να μπαινοβγαίνει στα πλοία. Ο Αντώνης ξαναπροσπαθεί, ο Ύπαρχος τον απωθεί και πάλι. Ο Αντώνης χτυπάει στο τσιμέντο και πέφτει στην θάλασσα. Η δίνη της θάλασσας τον τραβάει στο βυθό. Ο Ύπαρχος δίνει σήμα να προχωρήσουν. Το καράβι αποχωρεί για Κρήτη χωρίς τον Αντώνη. Στην αποβάθρα στέκονται κάποιοι και κοιτάνε σοκαρισμένοι. Κανείς δεν αντιδράει, κάποιοι τον τραβάνε βίντεο με το κινητό τους. Ο Αντώνης δεν θα ξαναπάει ποτέ στο νησί του. Βυθίστηκε στο λιμάνι του Πειραιά μαζί με την ανθρωπιά μας.
Ο Αντώνης που έπνιξαν μου θύμισε, τον Βαγγέλη, μου θύμισε την Δήμητρα... μου θύμισε τον Ζακ που έλεγε πως... "Εγώ με τη βία δεν το είχα ποτέ…". Ούτε εγώ Ζακ.
Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη.
Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής.
Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα.
Χρόνης Μίσσιος