Αφροδίτη Δερματά
Το ξυπνητήρι χτυπάει. Είναι Δευτέρα πρωί. Η Λένα καταβάλει προσπάθεια να ανοίξει τα βαριά βλέφαρα της. Παίρνει νυσταγμένα το κινητό και κοιτάει την ώρα. Το ρολόι δείχνει έξι και τέταρτο. Έχει πέντε λεπτά στην διάθεση της να χουζουρέψει και να ρίξει μια ματιά στα σόσιαλ μίντια πριν σηκωθεί από το κρεβάτι. Ανοίγει το μέσεντζερ. Έχει ένα αδιάβαστο μήνυμα από αυτόν. «Καλημέρα μάτια μου» της γράφει και δίπλα μια κόκκινη καρδιά συνοδεύει τα μαύρα γράμματα. Aναστατώνεται. Ένα πνιχτό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο της. «Καλημέρα» του απαντάει ενοχικά και στέλνει και μια καρδιά σ’ ένα δεύτερο μήνυμα. Σβήνει τα γρήγορα το ιστορικό των μηνυμάτων, σηκώνεται, ξυπνάει τα παιδιά και πάει στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Οι φωνές τους σε πολύ λίγο αναστατώνουν το σπίτι. Η μικρή, ντυμένη έτοιμη για το σχολείο, έρχεται στην κουζίνα να φάει το πρωινό της, ο μεγάλος παίρνει ένα κρουασάν στο χέρι και φεύγει βιαστικά να προλάβει το λεωφορείο χτυπώντας πίσω του με δύναμη την πόρτα. Όλη η ζωή της ολοκληρωτικά αφιερωμένη σε αυτά τα δυο πλάσματα. Είναι η παρηγοριά της και η παρέα της. Μεγαλώνουν τόσο γρήγορα, δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται ότι ο γιος της φεύγει σε λίγο για σπουδές. Δεν αντέχει στην ιδέα ότι θα τον αποχωριστεί.
Η Λένα είναι παντρεμένη με τον Γιώργο εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια. Ένας γάμος μοναχικός που όσο και να τον ανακινήσεις δεν θα βρεις πουθενά ούτε μια υποψία έρωτα. Πρόσφατα του ζήτησε να χωρίσουν αλλά την απείλησε ότι θα της πάρει τα παιδιά. Τον φοβάται, άσε που δεν έχει μάθει να στέκεται μόνη της στα πόδια της. Έφυγε από τους γονείς της και μετά από λίγο βρήκε τον Γιώργο. Αυτός στο πρόσωπο της βρήκε την κατάλληλη γυναίκα για να κάνει τα παιδιά του. Η Λένα ήρεμη και αφοσιωμένη πλήρως στην οικογένεια, ήταν η ιδανική μητέρα. Η γυναίκα που τον περιμένει στωικά να γυρίσει από τα διάφορα ταξίδια του, που υπομένει τους θυμούς του, την υποτιμητική του συμπεριφορά, την ακαταστασία του και το πιο σημαντικό την αδιαφορία του. Ντύνεται βιαστικά, χτενίζει τα σγουρά ατίθασα μαλλιά της, βάζει πορτοκαλί κραγιόν, παίρνει μηχανικά την τσάντα της, φωνάζει στην μικρή της κόρη να αφήσει το τάμπλετ στην άκρη και κρατώντας την από το χέρι βγαίνουν από το σπίτι. Αφήνει την μικρή στο δημοτικό και πάει στην δουλειά της. Τα τελευταία χρόνια δουλεύει ως ιατρικός επισκέπτης σε μια μεγάλη φαρμακευτική. Αυτή η δουλειά με το ευέλικτο ωράριο την έχει βοηθήσει στο μεγάλωμα των παιδιών, μιας και ήταν πάντα μόνη της. Ο Γιώργος συμμετείχε ελάχιστα σε αυτό. Διαρκώς έλειπε στο εξωτερικό για δουλειές και όταν επέστρεφε προτιμούσε να ασχολείται με τα δικά του χόμπι παρά με την οικογένεια. «Τι θες;» της έλεγε πολλές φορές «δεν φτάνει που σου δίνω την ελευθερία να τριγυρνάς όπου θες, κάνεις και παράπονα». « Δεν θέλω ελευθερία, την συντροφιά σου θέλω, έναν άνθρωπο να μου μιλάει, να με στηρίζει και να με αγαπάει θέλω» απαντούσε αυτή, αλλά αυτός την κοιτούσε με περιφρόνηση.
Ο Νίκος ήταν ζωγράφος από την Κρήτη, τον ήξερε από όταν ήταν νέα κοπέλα. Γνωρίστηκαν πριν είκοσι χρόνια ένα καλοκαίρι στην Φολέγανδρο. Όμορφος άντρας, ελεύθερος, μποέμ με μια περίεργη φιλοσοφία για την ζωή και τις σχέσεις. Έκανε ελεύθερο κάμπινγκ και ένα βράδυ την κάλεσε στην σκηνή του. Ήταν μια βραδιά αξέχαστη. Χωρίστηκαν αλλά αυτός πολλές φορές έμπαινε στο πλοίο και ερχόταν στην Αθήνα για να περάσει μια νύχτα μαζί της. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι κανονικά μαζί σαν ζευγάρι. Μετά στον δρόμο της ήρθε ο Γιώργος και έτσι με τον Νίκο δεν ξαναβρέθηκαν. Οι δρόμοι τους χώρισαν, παντρεύτηκε και αυτός έκανε δυο παιδιά και χώρισε. Να λοιπόν που η τεχνολογία και ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας τους έφερνε πάλι κοντά. Κοιτάει την φωτογραφία του στο facebook, φαίνεται ίδιος , ίσως και ακόμα πιο γοητευτικός, με τους ανεπαίσθητα γκρι κροτάφους να πλαισιώνουν το πρόσωπο του. Πλέον όλη της η ζωή περιστρέφεται γύρω από τα μηνύματα του. Μόνο αυτό της φέρνει χαρά. Της ζητάει επίμονα να συναντηθούν, θέλει να έρθει για ένα βράδυ όπως παλιά. Αυτή φοβάται. Του λέει ότι δεν θέλει να απατήσει τον σύζυγό της, όμως νιώθει σαν να τον απατάει ήδη. Μάταια ψάχνει να βρει λίγη γαλήνη. Τον σκέφτεται ασταμάτητα, από την ώρα που ανοίγει τα βλέφαρα της μέχρι την ώρα που τα κλείνει.
Νυχτώνει. Κάθεται με την Κάτια στο μπαλκόνι. Είναι η παιδική της φίλη, γνωρίζονται από το σχολείο. Η Λένα ανοίγει ένα μπουκάλι λευκό παγωμένο κρασί, το σερβίρει σε κολονάτα ποτήρια και σηκώνει το δικό της για να τσουγκρίσουν. Η Κάτια ανταποκρίνεται . «Τι να κάνω, να τον συναντήσω; Να κοίτα μου έστειλε πάλι μήνυμα. Λες και η μοίρα θέλει να είμαστε μαζί. Πως γίνεται να μην έχουμε ξεχάσει ο ένας τον άλλον μετά από τόσα χρόνια. Νιώθω λες και δεν τον έχω ξεπεράσει ποτέ. Με προβληματίζει όμως, δεν είναι αξιόπιστος. Ο Νίκος δεν είναι για σχέση. Πρόσφατα χώρισε, έχει και δυο παιδιά μικρά. Μα να αφήσω τον άντρα μου γι’ αυτόν; Δεν έπρεπε να εμφανιστεί στην ζωή μου. Δεν αντέχω άλλο αυτή την αναστάτωση, θέλω απεγνωσμένα λίγη γαλήνη» μονολογεί. Εκείνη την ώρα ακούγεται το κλειδί στην πόρτα. Ο Γιώργος περνάει από τον διάδρομο, τις βλέπει, λέει ένα πνιχτό άκεφο «γεια» Κάθεται στον καναπέ και ανάβει την τηλεόραση βάζοντας δυνατά τις ειδήσεις.
«Αφού δεν είσαστε καλά, άσχετα με το τι θα κάνεις με τον Νίκο, γιατί δεν τον χωρίζεις;» την ρωτάει ψιθυριστά η Κάτια. «Μα με απειλεί ότι θα μου πάρει τα παιδιά» απαντάει η Λένα ξέροντας καλά ότι απλά χρησιμοποιώντας την απειλή του προσπαθεί να δικαιολογήσει τους φόβους της. «Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Τα παιδιά μένουν πάντα μαζί με την μητέρα» αντιτείνει η Κάτια. «Φοβάμαι Κάτια, δεν θέλω να μείνω μόνη μου».
Η Κάτια απελπίζεται. «Ειλικρινά αδυνατώ να σε καταλάβω... Περνάς τα καλοκαίρια μόνη σου, βγαίνεις μόνη σου, περνάς τις γιορτές μόνη σου, περνάς την καθημερινότητα σου μόνη σου. Δεν συζητάτε, δεν κάνετε σεξ, δεν κάνετε τίποτα μαζί. Σε υποτιμάει, σου μιλάει άσχημα. Σε αναιρεί μπροστά στα παιδιά σου. Λένα ξύπνα! Σε αυτό τον γάμο… Είσαι ούτως η άλλως μόνη σου».
«Δεν ξέρω Κάτια…Φοβάμαι. Νιώθω μόνη αλλά αν χωρίσω θα είμαι ακόμα πιο μόνη»
ΥΓ. Βασισμένο σε αληθινές ιστορίες.